«Οι οικονομικές υφέσεις δύσκολα προβλέπονται επειδή βασίζονται ως ένα βαθμό σε παράλογες συμπεριφορές. Τα δε συναισθήματα απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις είναι σαν την κατάρρευση ενός φράγματος. Η πλημμύρα συσσωρεύεται μέχρι να εμφανιστούν ρωγμές και το φράγμα υποχωρήσει. Και όταν ο χείμαρρος ξεχυθεί, συμπαρασύρει κάθε ίχνος αυτοπεποίθησης, αφήνοντας πίσω του μόνο φόβο». Λόγια του Alan Greenspan στο βιβλίο με τίτλο «The age of turbulence. Adventures in a new world» (Η εποχή των αναταράξεων. Περιπέτειες σε ένα νέο κόσμο) εκδ 1997. Ακόμη όμως και ο ίδιος, παρά την τεράστια εμπειρία του, αφού διετέλεσε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ από το 1987 έως το 2006 και έχοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη τριών Προέδρων των ΗΠΑ (Ρ. Ρίγκαν, Μπ. Κλίντον και Τζ. Μπους) δεν μπόρεσε να προβλέψει τη χρηματοπιστωτική κρίση, της οποίας μάρτυρες γίνονται σχεδόν οι πολίτες όλου του κόσμου σήμερα.
Και πώς να το δει άλλωστε; Αφού οι προβλέψεις – όπως ο ίδιος εκμυστηρεύεται – για το οικονομικό έτος 2001 τοποθετούσαν το πλεόνασμα για τις ΗΠΑ στα 280 δισ. δολάρια. Και αυτό γιατί είχε προηγηθεί μία δεκαετία ανερχόμενης παραγωγικότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το 2001 ήταν η τέταρτη συνεχής χρονιά, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε πλεόνασμα. Μάλιστα τα στελέχη της επιτροπής προϋπολογισμού υπολόγιζαν πως έως το 2006 το πλεόνασμα θα έσπαγε το φράγμα των 500 δισ. δολαρίων και με ανοδική τάση κάθε χρόνο θα συνέχιζε και πέραν του έτους αυτού.
Ο προβληματισμός λοιπόν που προέκυπτε ήταν τι θα έκανε το Υπουργείο Οικονομικών με τόσα πολλά χρήματα. Πού θα τα επένδυε; Οι μόνες ιδιωτικές αγορές που είχαν το απαραίτητο μέγεθος για να απορροφήσουν τέτοια ποσά ήταν οι αγορές ομολόγων, μετοχών και ακινήτων τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στο εξωτερικό. Ο κ. Τζ. Μπους μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση ευδαιμονίας εφάρμοσε μία πολιτική δημοσιονομικής χαλαρότητας. Πριν όμως οι πολίτες παραλάβουν τις επιταγές με τις επιστροφές φόρων τα ομοσπονδιακά έσοδα έκαναν βουτιά. Και αυτό γιατί πέραν των φοροαπαλλαγών, το χρηματιστήριο σημείωνε μία ευρύτατη και συνεχιζόμενη κάμψη που εσήμαινε μειωμένα κέρδη και αποδόσεις. Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και την απώλεια άλλων 180 δισ. δολάρια περίπου, για λόγους «αλλαγής τεχνικού χαρακτήρα» όπως βάφτισαν οι ειδικοί τα απροσδιόριστα αίτια.
Παρότι μεσολάβησε η 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα επιτόκια ήταν αρκετά χαμηλά, τόσο που προβλημάτισε την κυβέρνηση ακόμη και το ενδεχόμενο ενός αντιπληθωρισμού! Και σίγουρα οι καταναλωτικές δαπάνες και η στέγη ήταν οι κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας. Έτσι η αγοραστική αξία έτοιμων σπιτιών παρουσίασε ετήσια άνοδο 7.55 τα έτη 2000, 2001 και 2002 με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό απ’ ό,τι πριν λίγα χρόνια. Και μαζί με την κατασκευή νέων σπιτιών, έφτασε στα ύψη ρεκόρ ο αριθμός σπιτιών που άλλαζε χέρια. Ήδη το 2006 σχεδόν το 70% των νοικοκυριών διέθετε δικό του σπίτι, δηλαδή 64% παραπάνω από αυτούς που είχαν σπίτι πριν δέκα χρόνια! Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και στην ψηφιακή εποχή (όταν ο δείκτης NASDAQ κατρακυλούσε και παρέσυρε και τον D. JONES) το τούβλο και ο ασβέστης έδιναν τον τόνο της ανάπτυξης. Το περιοδικό «Newsweek» έγραφε στο τεύχος της 30ής Δεκ. 2002: «Η έκρηξη στην αγορά κατοικίας έσωσε την οικονομία».
Αυτού του τύπου οι εκρήξεις φυσικά γεννούν φούσκες. Κάποιοι επενδυτές είχαν αρχίσει να βλέπουν τα σπίτια και τα συγκροτήματα κατοικιών σαν το σύγχρονο μέσο γρήγορου πλουτισμού. Και σε πολλές περιοχές παρατηρούσε κανείς να εκδηλώνονται τοπικές φουσκάλες (Ν. Υόρκη, Σαν Ντιέγκο, Μαϊάμι, Λας Βέγκας), αδύναμες όμως για την ώρα εκείνη να διαμορφώσουν μία μεγάλη και απειλητική φούσκα.
Ο φόβος αυτός έγινε πραγματικότητα αργότερα, όταν πολλοί ιδιοκτήτες χαμηλού εισοδήματος και πιστοληπτικής διαβάθμισης μπήκαν αργά στο παιχνίδι. Μετά το 2006, όταν οι αξίες έπαιρναν την κατιούσα και άρα δεν μπορούσαν σε περίπτωση δυσκολίας να προστατεύσουν τον αγοραστή και σε μία περίοδο όπου πολλοί δεν κατάφερναν να πληρώσουν τις μηνιαίες δόσεις τους. Έτσι το 2006 από τα 3 τρισ. στεγαστικών δανείων, τα 2/5 ήταν είτε υψηλού ρίσκου είτε για άλλους λόγους εμφάνιζαν δυσκολίες αποπληρωμής. Η χαλάρωση των όρων χορήγησης στεγαστικών δανείων σε επισφαλείς δανειολήπτες αύξησε το ρίσκο και επειδή οι τράπεζες πουλούσαν πάμπολλα ακατανόητα, πολυδαίδαλα προϊόντα και άχρηστα χαρτιά και επειδή ταυτόχρονα προωθούσαν επενδύσεις με συνεργαζόμενες ή θυγατρικές εταιρίες και εκτός ΗΠΑ, η διασπορά του προβλήματος προέκυψε αυτόματα σε πολλές περιοχές του κόσμου.
Το αποτέλεσμα: Υπερχρεωμένοι τραπεζικοί κολοσσοί μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα που διοικούσε ο κ. Χ. Πόλσον, σημερινός υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ που εισηγήθηκε το «σχέδιο διάσωσης». Και τα Κράτη, αντί να είναι αδιαμεσολάβητοι αρωγοί προς τους αδύναμους πολίτες – όπως ρητά όλα τα Συντάγματα ανεξαρτήτως ιδεολογίας ορίζουν – μετατρέπονται σε χρηματοδότες των χρεοκοπημένων μεν τραπεζών, αλλά πάμπλουτων πλέον αφεντικών τους.
Πέρα όμως από τα ερωτήματα ιδεολογικού τύπου που προκύπτουν, ένα είναι το μεγάλο ζητούμενο: Να συμμαζευτεί η κατάσταση προτού η χρηματοπιστωτική κρίση αγγίξει για τα καλά τη λεγόμενη «έμπράγματη οικονομία» με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται για τους πολίτες που αφενός μεν δεν ευθύνονται, αφετέρου θα κληθούν αναδρομικά να πληρώσουν τη ζημιά.