Η φετινή σχολική χρονιά ξεκίνησε, ήδη, με καλύτερους οιωνούς. Οι διορισμοί, οι μεταθέσεις, οι αποσπάσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού, οι επιμορφώσεις των νεοδιόριστων και η μεταφορά των βιβλίων στα σχολεία έγιναν έγκαιρα. Έτσι την 11η Σεπτεμβρίου, ημέρα αγιασμού και έναρξης του διδακτικού έτους, δεν ήταν οι μαθητές, που περίμεναν βιβλία και εκπαιδευτικούς, αλλά συνέβη το αντίστροφο γι΄αυτό και δόθηκε πρόγραμμα μαθημάτων από την πρώτη μέρα.
Όλα αυτά συνέβησαν, γιατί κάποιοι στόχευσαν, επιτέλους, προς αυτή την κατεύθυνση, ανάγκασαν το μηχανισμό να ανταποκριθεί, έγκαιρα, στις υποχρεώσεις του και νά! το αποτέλεσμα. Αξίζει, γι΄αυτό, ένα «μπράβο» στην ηγεσία του ΥΠΕΠΘ, και σ΄όλους εκείνους τους παράγοντες της εκπαιδευτικής κοινότητας, που έκαναν πράξη το εγχείρημα. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι και στην Ελλάδα, όταν θέλουμε, μπορούμε.
Σιγά το αποτέλεσμα! Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς, αφού τίποτε δεν επιτεύχθηκε παρά μόνο το αυτονόητο. Μα η Ελλάδα εκεί, κυρίως, πάσχει` στo να κάνουμε οι Έλληνες πράξη τα αυτονόητα. Εν πάση περιπτώσει, όμως, όταν στα 31 χρόνια εκπαιδευτικής υπηρεσίας μου, ως Φιλολόγου, είναι αυτή η δεύτερη φορά, που κατορθώνεται κάτι τέτοιο, δε μπορεί παρά να θεωρηθεί ο τρόπος έναρξης της φετινής χρονιάς ως επιτυχία.
Ωστόσο, χρόνια τώρα, στην εκπαιδευτική διαδικασία συνεχίζουν να υφίστανται αρκετά άλλα προβλήματα, η ύπαρξη των οποίων, επί μακρόν, αποδεικνύει την παθογένεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα. Επί τη ευκαιρία θα σταθώ σε δύο απ΄αυτά.
Εδώ και δεκαετίες η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι έννοια άγνωστη, πλέον, στην εκπαίδευση και οι αίθουσες διδασκαλίας είναι ερμητικά κλειστές για κάθε επισκέπτη, ακόμα και για το Διευθυντή του σχολείου. Ως εκ τούτου ακόμα και στην επιλογή των στελεχών της Εκπαίδευσης μεταξύ των κριτηρίων δε λαμβάνεται, σχεδόν καθόλου, υπόψη, πόσο πετυχημένο είναι ένα στέλεχος στην άσκηση του έργου του.
Αντίθετα οι εκπαιδευτικοί όχι μόνο αξιολογούν τους μαθητές τους κρίνοντας κάποιους απ΄αυτούς ακόμα και ανεξεταστέους και στάσιμους, αλλά ειδικά στα Λύκεια έχουν το δικαίωμα να αξιολογούν τα γραπτά των Γενικών εξετάσεων με προσέγγιση εκατοστόμετρου, χωρίς βέβαια, πολλές φορές να συμφωνούν μεταξύ τους, όταν βαθμολογούν το ίδιο γραπτό και από τη βαθμολογία μάλιστα αυτή, προφορική ή γραπτή, επηρεάζεται αποφασιστικά το μέλλον των παιδιών.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ενώ για τους εκπαιδευτικούς ισχύει η μονιμότητα και το αμετάθετο, και επιτρέπονται οι μεταθέσεις και οι αποσπάσεις από το ένα σχολείο στο άλλο, μόνο εφόσον το επιθυμούν, δεν επιτρέπεται στους μαθητές να επιλέγουν, ούτε το δημόσιο σχολείο της αρεσκείας τους, παρά μόνο αυτό της γειτονιάς τους, ούτε τους εκπαιδευτικούς του σχολείου τους, αλλά και ούτε το τμήμα της τάξης τους, όταν υπάρχουν πάνω από ένα, αφού η κατανομή γίνεται με βάση την απόλυτη αλφαβητική σειρά για λόγους έστω λειτουργικούς και ευνόητους.
Αποδεικνύεται, έτσι, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι προκλητικά δασκαλοκεντρικό και όχι μαθητοκεντρικό, ως όφειλε να είναι. Αυτό είναι το ένα πρόβλημα, που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Το δεύτερο έχει να κάνει με το υπεράριθμο εκπαιδευτικό προσωπικό της Β΄/βάθμιας Εκπαίδευσης, κυρίως της Τεχνικής, που στη Λάρισα ανέρχεται στους 350 περίπου και που οφείλεται στη συρρίκνωση του μαθητικού δυναμικού των τεχνικών σχολείων, εξ αιτίας των ανεπιτυχών παρεμβάσεων, επί πολλά έτη, των εκάστοτε ηγεσιών του ΥΠΕΠΘ.
Υπάρχουν, δυστυχώς, τεχνικά σχολεία, όπου το μαθητικό δυναμικό κινδυνεύει να είναι μικρότερο από το εκπαιδευτικό προσωπικό. Πρόκειται για ειδικότητες εκπαιδευτικών, που δεν μπορούν με κανένα τρόπο να απορροφηθούν στα σχολεία Γενικής παιδείας, επειδή τα αντικείμενά τους δε διδάσκονται στα Ενιαία Λύκεια και Γυμνάσια. Χρησιμοποιούνται, βέβαια, κάποιοι απ΄αυτούς για γραμματειακή υποστήριξη σχολείων και σχολικών επιτροπών` το μέτρο, όμως, αυτό δεν επαρκεί για τη λύση του προβλήματος. Χρειάζονται πρόσθετα μέτρα.
Εξ αιτίας, μάλιστα, αυτής της συρρίκνωσης του μαθητικού δυναμικού των Τεχνικών σχολείων αυξήθηκε ο αριθμός των μαθητών ορισμένων Γενικών Λυκείων, τα οποία αντιμετωπίζουν, γι΄αυτό, στενότητα χώρου, ενώ την ίδια ώρα υπάρχει άνεση χώρων και αίθουσες αδιάθετες σε σχολεία Τεχνικής Εκπαίδευσης.
Παρότι η Β΄/βάθμια Εκπαίδευση είναι ενιαία και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται η Γενική και η Τεχνική Εκπαίδευση ως συγκοινωνούν δοχείο, η λύση του προβλήματος συνεχώς αναβάλλεται για ευνόητους και γνωστούς λόγους.
Με την ιδιότητα του παλιού συνδικαλιστή και προέδρου της ΕΛΜΕ Ν. Λάρισας θα πρότεινα, γι΄αυτό, στις συνδικαλιστικές ηγεσίες των εκπαιδευτικών να επικεντρώνουν, πότε – πότε, την προσοχή τους και σ΄αυτά τα προβλήματα, μια που η λύση τους δεν απαιτεί οικονομικό κόστος, παρά μόνο τόλμη, σχεδιασμό και νοικοκύρεμα, και το κέρδος, που θα προκύψει με τη λύση τους, θα είναι προς όφελος όλων.