Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Το ΠΑΣΟΚ, μάλλον υποτονικά (άλλωστε, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς) γιόρτασε τα 34α γενέθλιά του, αλλά η σχετική εκδήλωση που πραγματοποίησε στο Θησείο σε τίποτα δεν θύμισε ανάλογες εκδηλώσεις άλλων εποχών...
Το βέβαιο είναι πως έχουν αλλάξει κι οι εποχές.
Το βασικό σύνθημα στη νέα εξόρμηση που εγκαινίασε ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Α. Παπανδρέου, είναι «περνάμε μπροστά στον αγώνα για μια ανθρώπινη κοινωνία», αν και κάθε άλλο παρά μπροστά περνάει το Κίνημα...
Και αυτό φαίνεται αν κρίνει κανείς όχι μόνο τα πορίσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων - που το φέρουν να έπεται (αν και με μειωμένη την ψαλίδα και δη στο όριο του στατιστικού λάθους) σε σχέση με την προηγουμένη ΝΔ, όπως έπεται (και δη με μεγάλη διαφορά) ο Γιώργος Α. Παπανδρέου του Κώστα Καραμανλή, ως προς την καταλληλότητα για πρωθυπουργός - αλλά και τις κινήσεις αυτές καθ΄ αυτές που επιλέγει να κάνει ώστε να... περάσει μπροστά.
Αίφνης κι ενώ η κυβέρνηση και ο αρμόδιος για την Οικονομία Υπουργός Γιώργος Αλογοσκούφης είχαν ανακοινώσει μια σειρά μέτρων τα οποία καταγγέλθηκαν από σύσσωμη την αντιπολίτευση και τα εργατικά συνδικάτα ως «φοροεπιδρομή», η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να προβάλει ένα άλλο ζήτημα, το οποίο συνέβη στις 27 Μαΐου, ζήτημα μείζον μεν, αλλά στηριζόμενο σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις.
Ο λόγος για τη λαθροχειρία που, όπως κατήγγειλε το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζοντας μάλιστα και σχετικό βίντεο, σημειώθηκε στην τελική ψηφοφορία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, μια ψηφοφορία στην οποία δεν μετείχε, αφού είχε αποφασίσει να μποϋκοτάρει την αναθεωρητική διαδικασία.
Ακολούθησε πολιτικός σάλος.
Το μεν ΠΑΣΟΚ επέμεινε στην ακρίβεια της καταγγελίας του, η δε κυβέρνηση αμύνθηκε, συνεπικουρούμενη, αρχικώς, από τον Πρόεδρο της Βουλής Δ. Σιούφα, λέγοντας πως ουδέν μεμπτό συνέβη.
Ωστόσο, το θέμα διατηρήθηκε στην επικαιρότητα, καθώς ήταν προφανές ότι «κάτι έγινε», ο Δ. Σιούφας ομίλησε στη συνέχεια για «αταξία», η πρώην Πρόεδρος της Βουλής Άννα Μπενάκη – Ψαρούδα (έχουσα και τον πόνο της που δεν ξανάγινε Πρόεδρος της Βουλής) είπε πως έπρεπε να γίνει έρευνα, ο δε Άρης Σπηλιωτόπουλος ήταν σαφέστερος: «Αν η διαδικασία των ψηφοδελτίων είναι καλή ή κακή, ενδεχομένως εκεί το ΠΑΣΟΚ να έχει ένα δίκιο...», είπε και πρόσθεσε: «Αν το ΠΑΣΟΚ θέλησε να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης μακριά από τα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής, τα κατάφερε καλά...».
Αλλά και στο ΠΑΣΟΚ οι αντιδράσεις ως προς την καταγγελθείσα νοθεία δεν ήταν τόσο συμπαγείς, όσο αρχικώς παρουσιάστηκαν.
Ο Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος αρχικώς είχε εμφανιστεί να συμφωνεί με την καταγγελία, στη συνέχεια προσπάθησε να λειάνει τα πράγματα.
Και μίλησε για «φαινόμενα νόθευσης του θεσμικού ήθους της δημοκρατίας» και όχι για «νόθευση του αποτελέσματος».
Ο Ευ. Βενιζέλος, ύστερα από συνεννοήσεις με τη Χαριλάου Τρικούπη, εξήγησε ότι ο όρος που χρησιμοποίησε ήταν για να δείξει ότι το ΠΑΣΟΚ δεν αμφισβητεί την αναθεώρηση του Συντάγματος, διότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πολιτειακή κρίση. Προς τούτο δε είχε συστήσει στον Γιώργο Παπανδρέου να μην πάρει πάνω του την καταγγελία και να μην εμπλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας γιατί και πάλι, κατά την εκτίμησή του, θα μπορούσε να προκληθεί πολιτειακή κρίση.
Όμως, το θέμα δεν είναι μόνο αυτό.
Δηλαδή της νοθείας, αν έγινε και πώς έγινε.
Το θέμα είναι πως το ΠΑΣΟΚ θέλει να περάσει μπροστά και αντί να ασχολείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικώς- γιατί το θέμα της νοθείας που κατήγγειλε είναι ζήτημα δημοκρατίας και θεσμών) με την οικονομία και την κοινωνία, αντί να ασχολείται με τη φοροκαταιγίδα της κυβερνήσεως, αντί να ασχολείται με την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και την ανεργία, αντί να πει στην κοινωνία, που θα περάσει δύσκολο χειμώνα, τι προτείνει αυτό ως διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη στασιμότητα, έχει επιλέξει περί άλλα να τυρβάζει.
Άσε δε που δεν έχει και την έξωθεν καλή μαρτυρία, αν θυμηθεί κανείς την υπόθεση με τα χρωματιστά ψηφοδέλτια κατά την εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη ως Πρόεδρου της Δημοκρατίας το 1985 (μετά τη ρήξη Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου) υπόθεση στην οποία ενεπλάκη και βουλευτής της ΝΔ, ο οποίος «βούτηξε» την κάλπη της σχετικής ψηφοφορίας και βγήκε από την αίθουσα του Κοινοβουλίου...
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εντυπώσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αλλά μόνο τις εντυπώσεις.
Οι καταγγελίες δεν αρκούν για να αναστρέψεις μια εικόνα και μια πεποίθηση, την οποία δημιούργησε η δική σου κυβερνητική πρακτική, θητεία και μεθοδολογία και η οποία ενυπάρχει στην ελληνική κοινωνία.
Εξάλλου, προς τι η επιδειχθείσα βιασύνη;
Τα οικονομικά μέτρα της κυβερνήσεως από μόνα τους καθιστούν δυσμενές το τοπίο για τη ΝΔ και συνεπώς η συγκεκριμένη καταγγελία περί νοθείας θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί μόλις η κυβέρνηση θα έπαιρνε μίαν ανάσα.
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου το αντελήφθη προφανώς και γι΄ αυτό άλλαξε την πρόσφατη θέση του περί «χαλαρής ψήφου» στις ευρωεκλογές και τους προσέδωσε δημοψηφισματικό χαρακτήρα κατά της ΝΔ και της πολιτικής της.
Εν πάση, όμως, περιπτώσει, οι εκλογές (όσο και αν το ΠΑΣΟΚ λέει πως τις επιζητά) δεν κερδίζονται στο πεδίο των εντυπώσεων.
Δεν κερδίζονται μόνο με καταγγελίες.
Απαιτείται συγκεκριμένη και πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας, την οποία το κόμμα της μείζονος αντιπολιτεύσεως δεν φαίνεται προσώρας να (πείθει ότι) διαθέτει.