Σ’ αυτό μου το δελτάριο, που τραγουδώ εν τάχει, τη Σμύρνη τη μητρόπολη, το ελληνικό σινάφι, στιχοπλοκώ, σκιαγραφώ, εικόνες απ’ το ράφι, αυτής της ιστορίας μας και της οδοιπορίας μας.
Τη Σμύρνη τη ρωμαίικη π’ απλώνεται στα πλάτη, της Αιγιαλίτιδας θωριάς και στου Ρωμιού το μάτι, που είναι στη φαρέτρα μας και στους καημούς γραμμένη, στους πόνους και στους στεναγμούς ζωή και ειμαρμένη.
Χρόνους πολλούς ανάθεμα, μετά την «αμαρτία», τη συμφορά του εικοσιδυό και την απελπισία, που σκόρπισε ο όλεθρος εκεί στη Μικρασία, οδοιπορούνε σύντεκνα οι διό λαοί και λένε: ανάθεμα... ανάθεμα... και τρισκαταραμένοι, να είναι οι πρωταίτιοι και καταδικασμένοι, στη μνήμη, στη συνείδηση, σ’ αυτή την ιστορία, για κείνη τη δολιοφθορά εκεί στην Ευρωασία.
Η Σμύρνη δεκαπλάσια, και πάνω έχει φτάσει, και έγινε μητρόπολη, από μικρό «κοράσι», αγκάλιασε τη θάλασσα του Αιγαίου τα πελάγη, μισή Ελλάδα έφτασε, ατέλειωτο μαγνάδι, παράθυρο διάπλατο, της χώρας μας η πύλη, να βλέπει την Ανατολή, τον ήλιο π’ ανατέλλει.
Από ψηλά σαν την κοιτάς, από το όρος Πάγος, την «κόρη» του Αλέξανδρου, του Μέγα στρατηλάτη, μοιάζει με πόλη λιόχαρη και κραταιά, γενναία, ρωμαίικη απλοχεριά, ελληνική ρομφαία, που οι πεθυμιές της διαλαλούν της ρωμιοσύνης κάλλη, πανάρχαια, νεότερα, Γιουνάν, Γιουνάν και πάλι.
Αχολογούν οι γειτονιές, οι μαχαλάδες όλοι, σμυρναίικα, «ρωμαίικα» σουραύλια και νταούλια κι οι συνοικίες χαίρονται με τον Αλλάχ αντάμα και με το Χότζα στο Τζαμί, του κάθενού το τάμα. Όλοι μαζί – πλούσιοι φτωχοί – μοιράζονται τ’ ασκέρια, τις εποχές τις άφθονες και διώχνουν τη μιζέρια. Τραγούδια αιωνόβια, βυζαντινοί αμανέδες, γεμάτοι από ψυχόρμητα, ακούς στους καφενέδες, στις ρούγες και στα καπηλιά, στους δρόμους, στα σοκάκια, στα πάρκα και στις αγορές τραγούδια και μεράκια.
Σμύρνη, Μπουρνόβα, Καβακλί, και Κορδελιό και Τούμπα, όλα μαζί ενώθηκαν και γίνανε μια ρούμπα, χορεύουνε λυτρωτικούς χορούς αναστενάρια, ανατολίτικους μακρόσυρτους, στ’ αρχαία τους τ’ αχνάρια, με το μυαλό και την καρδιά, και μάτια πυργοφάροι, π’ ορέγονται και βλέπουνε τον ήλιο το φεγγάρι. Και της Ευρώπης τη θωριά κρατούνε αμανάτι, αυτή που αγαπήσανε με πόθο και γινάτι.
Σμύρνη, που τ’ Αρχιπέλαγος, κρατάς στην αγκαλιά σου και θρονιασμένη αναπολείς τα χρόνια τα παλιά σου, το σώμα το ρωμαίικο, το πνεύμα, τη σοφία, και της Ελλάδας τα προικιά, την αρχαιολατρία, δίπλα σου αφουγκράζονται, όλες τις πεθυμιές σου, όλ’ οι Ρωμιοί σε αγαπούν και θέλουν οι ευχές σου, να γίνουνε οι ροδαυγές για μια καινούργια μέρα, που τα καρντάσια της Τουρκιάς, χωρίς καμιά φοβέρα, να σμίξουνε αδελφικά, εγκάρδια και ντρέτα, με τους Ρωμιούς ( με τους Γιουνάν) να είν’ αλά μπρατσέτα.
Σμυρναίικα, ρωμαίικα, προσπάθησα να δώσω, τραγουδιστά, αδελφικά, με νότες ν’ αποδώσω, λίγες στεντόριες λαλιές, κραυγές και αγωνίες, και νοσταλγίες των λαών π’ ακούμε με σοφίες. Όπως βαθυστοχάζονται, εκείνοι οι πολίτες, που πεθυμούνε οι λαοί να ζούνε σαν μαγνήτες. Το τι στ’ αλήθεια πέτυχα σε τούτο το φιρμάνι, θα δείξει απ’ τα ψυχόρμητα και το μικρό λυχνάρι, που πρέπει στους πασχίζοντες για τη φιλοκαλλία, ειρηνιστές, ασύνορους π’ οδοιπορούν με μνεία.
Οδοιπόροι, ταξιδιώτες, της ειρήνης γητευτές είμαστε και τραγουδούμε του πλανήτη τις ψυχές.
* Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι ταξιδιωτικός
πράκτορας και μελετητής – ταξιδευτής της Ευρωασίας