Του κ. Νίκου Ράπτη, εκπαιδευτικού, Δρ. Παιδαγωγικής
Το 2001 ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο και έγινε Νόμος του κράτους το νέο αναλυτικό πρόγραμμα, γνωστό από το δυσοίωνο αρτικόλεξο ΔΕΠΠΣ (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών). Σε ό,τι αφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών, ο Νομοθέτης τονίζει πως «η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών, όπως αναγνωρίζεται και διεθνώς, συνιστά όρο της ηθικής και πνευματικής τους ανάπτυξης και έχει ύψιστη κοινωνική σημασία».
Το μάθημα δεν έχει το χαρακτήρα της κατηχήσεως (δεν έχει δηλαδή ομολογιακό χαρακτήρα). Σκοπός του, μεταξύ άλλων ορίζεται πως είναι η «επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας». Με άλλα λόγια, με βάση το Νόμο, στο μάθημα των θρησκευτικών από το 2001 υποχρεωτικά πλέον διδάσκεται και το... Ισλάμ, ο Βουδισμός κ.λπ. Με βάση λοιπόν τους Νόμους του Κράτους, τα «θρησκευτικά» είναι πλέον ένα μάθημα που σε τίποτα δεν διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα μαθήματα του ΔΕΠΠΣ: προσφέρει γνώσεις και αξίες που έχουν «ύψιστη κοινωνική σημασία» και δεν αποτελεί μορφή «κατήχησης» στην Ορθοδοξία. Αυτή εξάλλου η εξέλιξη υποτίθεται πως έγινε για να συμβαδίσει και η χώρα μας με την «πολυπολιτισμικότητα», τα ατομικά δικαιώματα, τον αυτοπροσδιορισμό κ.ο.κ.
Ποιος όμως ορίζει τι είναι κοινωνικά χρήσιμο και τι όχι για να μαθαίνουν τα παιδιά μας; Το Σύνταγμα είναι σαφές: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Νόμοι και Σύνταγμα λοιπόν προσδιορίζουν πως δυνατότητα «εξαίρεσης» από τα θρησκευτικά, δεν θα έπρεπε να παρέχεται σε κανέναν, όπως ακριβώς δεν παρέχεται δυνατότητα «εξαίρεσης» από τα Μαθηματικά, την Ελληνική Γλώσσα, την Ιστορία κ.ο.κ. Στην Ελλάδα δεν έχουμε αναλυτικά προγράμματα a la carte.
Το δικαίωμα εξαίρεσης από τα θρησκευτικά θα είχε νόημα (και έτσι καθιερώθηκε) εφόσον το μάθημα των θρησκευτικών είχε στενά ομολογιακό χαρακτήρα, δηλαδή πραγματοποιούσε κατήχηση. Αυτό όμως δε συμβαίνει πια, τουλάχιστο από το 2001. Ολόκληρος Νόμος φτιάχτηκε και ολόκληρα Αναλυτικά Προγράμματα άλλαξαν ακριβώς για να πάψει το μάθημα των Θρησκευτικών να έχει ομολογιακό χαρακτήρα και να γίνει ένα «κανονικό» μάθημα, που να μπορούν να το παρακολουθούν όλοι οι μαθητές (και οι αλλοδαποί, και οι αλλόδοξοι και οι άθεοι) και άρα να μην υπάρχει ανάγκη να εξαιρείται κανείς. Ιδού όμως που η κυβέρνηση έχει άλλη γνώμη. Και αντί να αποκλείει το δικαίωμα της εξαίρεσης του μαθήματος των Θρησκευτικών το διευρύνει, καθιστώντας το προαιρετικό με μία απλή υπεύθυνη δήλωση των γονέων. Με άλλα λόγια, η πολιτεία δέχεται να παρεμβαίνουν οι γονείς και να στερούνται τα παιδιά από γνώσεις και αξίες που η ίδια –ως εκτελεστής του Νόμου- αποδέχεται πως έχουν «ύψιστη (sic) κοινωνική σημασία»! Το «Κράτος» με άλλα λόγια αποποιείται την ευθύνη του στον τομέα της Θρησκευτικής αγωγής και την παραχωρεί στις διαθέσεις του κάθε γονιού.
Γιατί; Προσωπικά θεωρώ πως ο λόγος είναι απλός -και ανόητος: όπως απέδειξε απαγορεύοντας την εξομολόγηση στα σχολεία, αναγνωρίζοντας την ιδιότητα της «αναγνωρισμένης θρησκείας» στους οπαδούς του... δωδεκάθεου, εξομοιώνοντας την «ελεύθερη συμβίωση» με το γάμο κ.λπ. η κυβέρνηση κατατρύχεται από την αγωνία να ανταποκρίνεται στις διαθέσεις των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, να πηγαίνει με το ρεύμα, να μη ταράσσει τις ισορροπίες. Στις μακρο-πολιτικές της αποφάσεις, οδηγός της οι δημοσκοπήσεις. Στις μικρο-πολιτικές, να γίνει η κατάλληλη «επικοινωνιακή διαχείριση» ώστε να μη «γίνει θόρυβος» και να μην καταβληθεί «πολιτικό κόστος». Πολύ ωραία, αλλά αυτή η αντίληψη είναι συνώνυμη με παραίτηση από την ευθύνη της ηγεσίας, που κατά τα άλλα είναι η ίδια η ουσία της διακυβέρνησης! Διότι ηγέτης είναι εκείνος που ανοίγει δρόμους, που καθοδηγεί. Και κανείς δεν μπορεί να οδηγήσει το λαό εκεί που εκείνος... ήδη βρίσκεται! Είναι όμως «μοντέρνα» αυτή η αντίληψη; Ισχύει, όπως περίλυποι δήθεν διατυμπανίζουν οι διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες (και οι αντιπολιτευόμενοι ομοϊδεάτες τους) πως «άλλαξαν οι καιροί» και «προς τα εκεί οδεύουμε»;
Πριν από μερικούς μήνες, ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ –που κάθε άλλο παρά αντίπαλος της παγκοσμιοποίησης ή του εκσυγχρονισμού βέβαια είναι- ίδρυσε το «ίδρυμα Τόνι Μπλερ για την Πίστη», που έργο του θα έχει να λειτουργήσει η θρησκευτική πίστη «ως πυξίδα, ως κίνητρο για το μέλλον και παράγων αλληλοκατανόησης». Σε μία συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Μοντ», ο κ. Μπλερ διακηρύσσει: «Ο διαφωτισμός θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε πως η ασυγκράτητη πρόοδος της ανθρωπότητας θα περνούσε αναγκαστικά από την εξαφάνιση των θρησκειών, που έτσι κι αλλιώς ήταν άχρηστες: ο Θεός ήταν καταδικασμένος. Τι χονδροειδές σφάλμα!». Και ολοκληρώνει ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός: «Ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε από αλλοπρόσαλλες ιδεολογίες. Ονειρεύομαι έναν 21ο αιώνα που θα σφραγιστεί από... την αναγνώριση της σημασίας και της νεωτερικότητας της θρησκευτικής πίστης. Αυτό είναι το έργο στο οποίο θα αφιερωθώ, έως το τέλος της ζωής μου». Στην Ελλάδα φαίνεται, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε για κάμποσο ακόμα στα απόνερα αυτών των «αλλοπρόσαλλων ιδεολογιών». Ελέω του επαρχιωτισμού, της πολιτικής φοβίας και την πνευματικής οκνηρίας των «μοντέρνων» ιθυνόντων μας!