Σκέφτομαι φωναχτά και εκτίθεμαι δημοσίως μιλώντας και αρθρογραφώντας, εδώ και αρκετά χρόνια. Για την επιλογή μου αυτή δεν εισπράττω μόνο θετικά αλλά, ενίοτε, και αρνητικά σχόλια, μια που σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι δυνατόν να συμφωνούμε όλοι και σε όλα. Πέραν τούτου, όταν η αλήθεια παρουσιάζεται γυμνή, συνήθως ερεθίζει, αναστατώνει και ενοχλεί ορισμένους. Δέχομαι, γι΄ αυτό, πότε – πότε παραινέσεις είτε να σταματήσω είτε να εκτίθεμαι λιγότερο. Παρόλα αυτά συνεχίζω. Να το γιατί.
Ομολογώ ότι στα γυμνασιακά, στα φοιτητικά και στα πρώτα χρόνια της καθηγητικής μου σταδιοδρομίας δεν είχα αυτό το «κουσούρι». Το απέκτησα στην πορεία. Φταίνε, γι΄αυτό, οι φιλολογικές σπουδές μου, που σιγά – σιγά μ΄ έμαθαν να σκέφτομαι, πώς να εκφράζομαι και πώς να γράφω. Φταίει η επί πολλά χρόνια συνδικαλιστική μου δράση, που μ΄ ανάγκασε μέσω της αντιπαράθεσης να βρω το πολιτικοκοινωνικό μου στίγμα και να διατυπώνω με παρρησία και θάρρος τις απόψεις μου χάριν των πολλών. Φταίει η ιδιότητα του δασκάλου, που, κατά την άποψή μου, πρέπει να λειτουργεί ως πρότυπο και να επηρεάζει με λόγια και πράξεις εντός κι εκτός αιθούσης, εντός και εκτός σχολείου. Φταίει η ενασχόλησή μου με τα κοινά και η επαφή μου με τα προβλήματα του κόσμου, που απαιτούν λύσεις. Φταίει, όμως, και η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», η οποία στις φιλόξενες στήλες της προβάλλει τις απόψεις μου χωρίς λογοκρισία και μ΄ενθαρρύνει, έτσι, με τον τρόπο της.
Δεν το κρύβω ότι, όταν άρχισα να εκθέτω δημοσίως τα πρώτα μου πνευματικά παιδιά, βάζοντας την υπογραφή μου για την πιστοποίηση της ταυτότητάς τους, αλλά ακόμα και σήμερα τα «βασάνιζα» και τα βασανίζω πάρα πολύ είτε γραφοσβήνοντας συνεχώς είτε σκίζοντας αρκετές φορές τα χειρόγραφά μου, μια που αρέσκομαι, ακόμα, να εκφράζομαι δια της γραφίδος και όχι μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Είχα και έχω την αίσθηση ότι πολλά απ΄τα δημοσιεύματά μου δεν περιέχουν σπουδαία πράγματα` περιγραφές αισθημάτων, απλές σκέψεις και απλές αλήθειες περιλαμβάνουν, παρμένες απ΄ την εμπειρία και την καθημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και γραμμένες σε γλώσσα κατανοητή απ΄ τους μέσους αναγνώστες, μια που προς αυτούς, κυρίως, απευθύνονται. Δεν ήταν, μάλιστα, λίγες οι φορές, που σκέφθηκα να τα παρατήσω υποκύπτοντας στις αρνητικές κριτικές. Ωστόσο, κάθε φορά, όλο και κάποιος κοινός θνητός, αρκετές φορές άγνωστος σε μένα, με συναντούσε και μ΄ ενθάρρυνε λέγοντας: «Σε διαβάζω και συμφωνώ μαζί σου» ή «όσο κι αν διαφωνώ σ΄ ορισμένα, μ΄αγγίζεις και με προβληματίζεις με τα γραφόμενά σου συνέχισε να γράφεις». Αναθεωρούσα, γι΄αυτό, την απόφασή μου και συνέχιζα.
Με την πάροδο του χρόνου άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η αλήθεια είναι απλή και εύκολα κατανοητή απ΄όλη την γκάμα των ανθρώπων, γραμματιζούμενων και μη, σπουδαίων και ασήμαντων. Δεν χρειάζεται, σώνει και καλά, ιδιαίτερα φτιασίδια, σχήματα λόγου και πομπώδεις εκφράσεις για να την εκφράσεις και να την κάνεις κατανοητή για τους πολλούς. Απ΄ τη στιγμή, μάλιστα, που δημοσιεύματά μου τέτοιας ποιότητας έβρισκαν θετική απήχηση σε καθημερινούς ανθρώπους, που παρότι απορροφημένοι απ΄τη μέριμνα για ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών έβρισκαν λίγο χρόνο να τα διαβάζουν και να τα καταλαβαίνουν, σταθεροποίησα την απόφασή μου να σκέφτομαι φωναχτά και να γράφω. Τώρα, μου έγινε τρόπος ζωής και δεν μπορώ ν΄ αλλάξω, έστω κι αν στεναχωρώ κάποιους.
Εκτιμάω, πλέον, ότι στη σημερινή κοινωνία, της οποίας η συντριπτική πλειοψηφία των μελών, επηρεασμένη από τις σειρήνες του υπερκαταναλωτισμού, έχει πάψει προ πολλού να επικοινωνεί ουσιαστικά, τρέχει αγχωμένη, ίδια τυφλή, και δεν ενδιαφέρεται σχεδόν για τίποτε άλλο παρά μόνο για το χρήμα και το σεξ, οι άνθρωποι του πνεύματος δεν πρέπει να σιωπούν. Έχουν ηθική υποχρέωση να μιλούν, να γράφουν, να προτείνουν, να μη χαϊδεύουν αυτιά, να αγνοούν το προσωπικό κόστος, να ελέγχουν χωρίς φόβο και πάθος αλλά και με σεβασμό στη διαφορετική άποψη και στους κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου και να προσφέρουν ερεθίσματα προβληματισμού, αφού «ουκ επ΄ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Είναι, επίσης, πεποίθησή μου, πλέον, ότι η συμμετοχή σε διαλογικές δημόσιες συζητήσεις, κυρίως όμως η γραπτή διατύπωση των απόψεών σου για κάτι, πόσο μάλλον όταν πρόκειται να δημοσιευτούν, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα δημιουργική απασχόληση, που σκοτώνει τη μοναξιά και την ανία, που, αν μη τι άλλο, τα λες και εκτονώνεσαι, που σε κρατά ζωντανό και εν εγρηγόρσει, που ενεργοποιεί τη μνήμη, που ενισχύει την έρευνα για μάθηση, που οδηγεί σε αυτοέλεγχο και σε βελτίωση της ποιότητάς σου ως ανθρώπου μέσω της ασκούμενης κριτικής, που σου δίνει, τελικά, την αίσθηση ότι συμμετέχεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι και επηρεάζεις κατά τι και εσύ τα πράγματα.
Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες, παρότι έχω πλήρη επίγνωση, του τί σημαίνει να εκτίθεσαι κατ΄ αυτόν τον τρόπο και να γίνεσαι στόχος, φοβάμαι ότι τώρα, μάλιστα, που άσπρισαν οι τρίχες της κεφαλής μου, δεν πρόκειται, πλέον, όσο εξαρτάται από μένα, να σταματήσω τη δραστηριότητά μου αυτή. Τη συνιστώ, μάλιστα, ανεπιφύλακτα και σ΄ άλλους. Αξίζει, πράγματι, τον κόπο.