«Μήτε βαθύς στις σκέψεις ήταν, μήτε
τίποτε. Ένας τυχαίος αστείος άνθρωπος»
Κ. Π. Καβάφης
Όσοι παρακολουθούν το Κοινοβούλιο, με περισσή έκπληξη και θλίψη, διαπιστώνουν, πως οι Εθνοπατέρες μας, τον μόνο στόχο, που δεν έχουν, είναι το καλό της Ελλάδας. Σκιαμαχούν για παρελθόντα. Εθελοτυφλούν για τα παρόντα. Έχουν νήδυμον ύπνο για τα μέλλοντα. Δεν ντρέπονται διόλου. Μα και πότε ντράπηκαν; Δεν τους κρατά καμιά αναστολή / κανένα φρένο. Το μόνο, που τους νοιάζει, είναι ν' αναρριχηθούν, σε θώκους. Ν' αρπάξουν. Να ασελγήσουν, πάνω σ' ένα διαλυμένο και σπαράσσον κράτος.
Επαίρονται, γιατί καταφέρνουν να βαφτίσουν τίμιο, ό,τι είναι νόμιμο.
Δεν έχουν καμιά φιλοδοξία, ούτε όραμα, για την κοινωνία και την πατρίδα. Καμιά ευαισθησία, για τη σωτηρία του άμοιρου αυτού λαού. Πρώτο τους μέλημα, οι δημοσκοπήσεις, τα εκλομαγειρέματα, η απόσειση ευθυνών, με τις οποίες ΑΠΑΝΤΕΣ βαρύνονται. Με μικρές εξαιρέσεις, οι περισσότεροι είναι εύποροι και ευκατάστατοι. Σκαφάτοι και αθέατοι πίσω από μαντρότοιχους επαύλεων. Φυλασσόμενοι από bodyguards, που τους πληρώνουμε εμείς. Μερικοί μάλιστα, θρασείς και προκλητικοί λαοπλάνοι, κάθονται πάνω σε πλούτη του Μίδα και κόπτονται δακρύοντες υποκριτικά, για τα δίκια του λαού.
Τους εκλέγουμε, για να βελτιώσουν τη ζωή μας. Ως πιο καματερούς, άξιους και ικανούς. Μα τούτοι είναι ανεπάγγελτοι και άπραγοι στη ζωή. Πότε εργάστηκαν; Και τι δουλειά έκαναν; Κι ας αρχίσουμε από τους αρχηγούς μας. Άνοιξαν αυτοί μαγαζί. Πήγαν στο γραφείο. Έκαναν επιχείρηση, επάγγελμα; Ένιωσαν δυσκολίες στη ζωή;
Κι είχαν το θράσος τώρα με τους αποκλεισμούς των αγροτών, να αμιλλώνται στα τηλεπαράθυρα, ποιος είναι περισσότερο αγροτόπαιδο από τους άλλους!
Εμπλεκόμενοι σε μίζες, αρπαχτές και λαδώματα. Κι αν ήταν κάτι πριν ανοιχτούν στον στίβο της πολιτικής, τώρα το ξέχασαν. Όπως ξέχασαν τι είναι ζωή, τι είναι αγώνας για την επιβίωση, πάλη καθημερινή.
Σαν επιπόλαια παιδιά ψεύδονται ασύστολα. Και γρήγορα όσα είπαν τα αναιρούν αδιάντροποι. «Παραποίησαν τις δηλώσεις μου». Δεν έχουν μπέσα. Τάχα λένε λεύτερα τη γνώμη τους, αλλά μόλις τους απειλήσουν, μαντρώνονται και λαγιάζουν. Υπουργοί της δεκάρας, μόλις αντικαταστάθηκαν, από κάποιον άλλον, το φέρουν βαρέως. Δυσανασχετούν, γκρινιάζουν, ασχημονούν και αδικούν το κόμμα που πριν από λίγο τους τίμησε. Τόσο θεωρούν τον εαυτό τους απαραίτητο. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους.
Άνθρωποι απνευμάτιστοι. Ανίκανοι να οραματισθούν και να δώσουν στον λαό οράματα. Το μόνο, που τους νοιάζει είναι η «Εκλογική Περιφέρειά τους». Η επαιτούσα και απαιτούσα. Κι ύστερα ο κύκλος των ομόσταυλων. Των εργολάβων, των μιζαδόρων, των αμαρτωλών επιχειρήσεων, των διεστραμμένων μεγαλο-Καρτέλ.
Αυτοί είναι. Φορείς ανικανότητας και ανημποριάς. Αυτοί μας έμαθαν να είμαστε κι εμείς ράθυμοι, ανεύθυνοι, εγωιστές, εκβιαστές... Ναι, αλλά κι εμείς τι κάνουμε;
Γιατί σερνόμαστε πίσω από τον δημαγωγό; Γιατί η λήθη και η λησμονιά, έρχονται τόσο γρήγορα, ώστε οι σειρήνες να μας ξεγελούν και πάλι να δώσουμε εν λευκώ την εντολή, σα να μη συνέβη μεταξύ ημών και εκείνων τίποτα τόσα χρόνια; Το θέμα της ασυλίας, που μόνοι τους για τις «λαδιές» τους χάλκευσαν, γιατί να τη βρίσκουν και στις προθέσεις μας; Βλέπουμε, φωνάζουμε, καταγγέλλουμε, πως «όλοι είναι ίδιοι», πως «όλοι τα παίρνουν» κι αμέσως αποσυρόμαστε, υποτασσόμαστε. Στα καφενεία άρχισαν κιόλας, ενόψει των εκλογών, οι πολιτικοί διαξιφισμοί. Νάτην πάλι η λήθη. Παθητική υποταγή. Κυνική αποδοχή. Συμψηφισμός απαράδεκτος.
Δύο χιλιάδες αγροτικά τρακτέρ, δέκα χειριστές διακοπτών της Δ.Ε.Η. κι άλλοι δέκα μηχανοδηγοί του Ο.Σ.Ε. όταν θέλουν κλονίζουν τη χώρα, αιτούντες, απαιτούντες και λαμβάνοντες. Εμείς ένας ολόκληρος λαός, μάρτυρας της ανομίας και της διαφθοράς και του συντελουμένου μπάχαλου, δεν έχουμε πια ανάκαρα ν' αντιδράσουμε; Μην τάχα γίναμε κι εμείς, όπως εκείνοι;
Κι είν' η συνείδησή μας ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής,
(...) αλλά κατεστραμμένος άνθρωπος
τι φταίω εγώ;
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ...
Κ. Π. Καβάφης