Μέχρι το 1960 ο Πυργετός αλλά και ολόκληρη η περιοχή των Δήμων Κάτω Ολύμπου και Ευρυμενών δεν διέθεταν Γυμνάσιο, και γιατί η εκπαίδευση συνέχιζε να είναι 6χρονη υποχρεωτική και γιατί δεν υπήρχε την εποχή εκείνη μεγάλη έφεση για συνέχιση σπουδών. Εν τούτοις, επειδή το φαινόμενο της αστυφιλίας δεν είχε κάνει, ακόμα, έντονη την εμφάνισή του, στα Δημοτικά σχολεία της περιοχής φοιτούσαν πολλά παιδιά. Στο Δημοτικό σχολείο του Πυργετού π.χ. φοιτούσαν τότε 300 περίπου μαθητές.
Τα πιο κοντινά Γυμνάσια ήταν αυτά των Γόννων και Συκουρίου. Μόνο που η υποτυπώδης συγκοινωνία στέκονταν εμπόδιο. Όσοι οδηγημένοι από την ανάγκη ή την έφεση για γράμματα έπαιρναν τη μεγάλη απόφαση να συνεχίσουν τις σπουδές τους, έπρεπε σε ηλικία μόλις 13 χρόνων να καταλήξουν ή σε Γυμνάσιο, κυρίως, της Λάρισας ή της Κατερίνης και να εγκατασταθούν εκεί. Γι’ αυτό και μέχρι το 1960 ήταν λίγοι οι μαθητές που συνέχιζαν τις σπουδές τους.
Το 1960, ωστόσο, συνέβη ένα γεγονός εξαιρετικό, που είχε κυοφορηθεί στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 50 και άλλαξε τα δεδομένα. Οι Πυργετινοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι ήταν απαραίτητη η λειτουργία Γυμνασίου στην περιοχή τους. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η πίεση, που ασκούσαν αρκετά απ’ τα παιδιά τους.
Αντί της Πολιτείας πήρε την πρωτοβουλία ένας ξενοφερμένος ιδιώτης και ίδρυσε ιδιωτικό Γυμνάσιο, που λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1960-61 μόνο με την Α’ τάξη. Φοίτησε σ’ αυτή ένας σημαντικός αριθμός όχι μόνο αποφοίτων Δημοτικού του 1959 – 60 αλλά και παρελθόντων ετών. Την επομένη, όμως, χρονιά στην Α’ τάξη γράφτηκαν λίγοι μαθητές και κινδύνευσε η προσπάθεια να τιναχθεί στον αέρα, αφού ο ιδιώτης έπαυσε να ενδιαφέρεται για τη λειτουργία του για ευνόητους λόγους.
Έσωσαν την κατάσταση ένας μικρός πυρήνας γονέων, που με ιθύνοντα νου τον κ. Γεώργιο Τσελίκη, έναν αδιόριστο, τότε, Θεολόγο από την Κορμίστα Σερρών, ανέλαβαν τη δύσκολη προσπάθεια να πείσουν τους Πυργετινούς, ότι αξίζει τον κόπο να συνεχίσει το σχολείο τη λειτουργία του ενισχυμένο με περισσότερους μαθητές. Αφού απευθύνθηκαν και στα γύρω χωριά κατάφεραν να γραφούν στην Α’ τάξη το σχολικό έτος 1962 – 63 αρκετοί μαθητές.
Προηγουμένως, όμως, έκαναν το εξής: Προϋπολόγισαν μισθούς εκπαιδευτικών, ενοίκια και λειτουργικά έξοδα, διαίρεσαν το ποσό με τον αριθμό των μαθητών και καθόρισαν το ποσό των διδάκτρων ανά μήνα. Έπεισαν, επίσης, ένα γονέα, τον αείμνηστο Αλέξανδρο Σακελλαρίου χωρίς να διαθέσει κεφάλαιο και χωρίς αμοιβή να παίξει το ρόλο του σχολάρχη, προκειμένου να αποκτήσει νομική υπόσταση το σχολείο. Κατάφεραν, έτσι, να δώσουν πνοή σ’ ένα σχολείο, που έσβηνε.
Για να μην μετακινείται συνεχώς σε διάφορες ενοικιαζόμενες και εν πολλοίς ακατάλληλες αίθουσες, αποφάσισαν να φτιάξουν με τα χέρια τους το δικό τους διδακτήριο. Επειδή η φτώχεια περίσσευε και χρήματα δεν υπήρχαν, συγκρότησαν ερανική επιτροπή, η Κοινότητα έδωσε το οικόπεδο, ορισμένοι γονείς έδωσαν σιτάρι, άλλοι καλαμπόκι, άλλοι ένα μικροποσό απ’ το υστέρημά τους, με τα οποία αγοράστηκαν τσιμεντόλιθοι και τα άλλα οικοδομικά υλικά. Άλλοι προσφέρθηκαν να δουλέψουν, δωρεάν, ως οικοδόμοι, ως κτίστες, ως ξυλουργοί, ελαιοχρωματιστές και εργάτες και σε σύντομο χρονικό διάστημα στήθηκε το φτωχικό αλλά δικό τους, ιδιωτικό μεν στα χαρτιά, αλλά κατ’ ουσίαν λαϊκής βάσης σχολείο.
Το σχολείο αυτό έγινε δημόσιο το 1966, αρχής γενομένης απ’ την Α’ τάξη του. Ως ιδιωτικό και με τον ίδιο χαρακτήρα συνέχισε να λειτουργεί, έκτοτε και μέχρι το 1975, μόνο το Λύκειο, που στο μεταξύ ιδρύθηκε, οπότε λειτούργησε ως Λυκειακό παράρτημα του Λυκείου Γόννων, ενώ από το 1985 μέχρι και σήμερα λειτουργεί ως Ενιαίο Λύκειο Πυργετού.
Φοίτησα και εγώ σ’ αυτό το ιδιωτικό Γυμνάσιο επί 3 χρόνια και απεφοίτησα το 1965, οπότε συνέχισα τις σπουδές μου στη Λάρισα. Σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά, θυμάμαι με νοσταλγία αυτή την προσπάθεια και απευθύνω, δημοσίως, για λογαριασμό των συμμαθητών μου ένα μεγάλο «Ευχαριστώ» σ’ όλους εκείνους, ζωντανούς και πεθαμένους, που άνοιξαν με τον τρόπο τους ένα παράθυρο στο μέλλον μας και διεύρυναν, έτσι, τους ορίζοντές μας.