...Και είπε ο Καραμανλής από τη Λαμία:
«Οι περιστάσεις απαιτούν στοιχειώδη συνεννόηση. Η συναίνεση τουλάχιστον στα βασικά είναι επιβεβλημένη. Δεν μπορεί να περιμένω να συμφωνήσετε σε όλα. Δεν μπορεί να υπάρχει άρνηση σε όλα. Δεν είναι στάση ευθύνης το «όχι σε όλα». Το τονίζω: Δεν χωρά στις κρίσιμες αυτές περιστάσεις το «όχι σε όλα». Δεν είναι πολιτική ευθύνης η απόπειρα έντασης, η απόπειρα ισοπέδωσης των πάντων».
Και απάντησε την άλλη μέρα ο Παπανδρέου από την Καλαμάτα: «Συναίνεση σε τι; Για να συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο και να κάθονται σε καρέκλες εξουσίας; Ούτε ανοχή ούτε συνενοχή. Είναι η ώρα ν’ αλλάξουμε πορεία». Και φυσικά τι ζήτησε; Για μια ακόμα φορά, εκλογές.
Και παρενέβη ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα δηλώνοντας: «Το πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα είναι να διαμορφωθεί και να εφαρμοστεί ένα ενιαίο εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και για την ενίσχυση της ολικής παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας». Δηλαδή, για τι πράγμα μίλησε; Ακριβώς για το ζητούμενο. Τη συναίνεση. Την εθνική συναίνεση σε βασικά ζητήματα. Οπότε...
...Οπότε απ’ όλες τις προαναφερόμενες δηλώσεις του Σαββατοκύριακου που πέρασε πού καταλήγουμε; Στο γεγονός ότι σε αυτή τη χώρα και ενδεχομένως και σε άλλες, έχουμε πρόβλημα να δώσουμε έναν σαφή και κοινά αποδεκτό ορισμό στη «συναίνεση». Τι είναι «συναίνεση» τελικά;
Αν κοιτάξουμε τον Μπαμπινιώτη, που πρόσφατα ανέλαβε να μας... στρώσει και στα θέματα της Παιδείας και της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, «συναίνεση» είναι η συγκατάθεση κάποιου σε κάτι. Το να επιτρέπει να συμβεί κάτι. «Κοινωνική συναίνεση» είναι η αποδοχή ή και η στήριξη που παρέχει το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας σε αποφάσεις που αφορούν σε αυτή.
Έτσι λέει το λεξικό. Η πραγματικότητα όμως και οι «ανάγκες» ή κυρίως οι «σκοπιμότητες» της πολιτικής λένε άλλα πράγματα. Γιατί στην πολιτική η «συναίνεση» δεν έχει όρους γραμματικούς, συντακτικούς ή και ερμηνευτικούς. Έχει όμως «πολιτικούς». Και η πολιτική από τη φύση της, αλλά και από τη θέση της μπορεί να είναι τόσο... ευέλικτη, τόσο προσαρμοστική και να... ξεχειλώνει τόσο πολύ, όσο το επιθυμεί εκείνος που χρησιμοποιεί τον όρο, για να κάνει τη δουλειά του, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Στην Ελλάδα λοιπόν - τουλάχιστον για εδώ, που εκ πείρας μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα, έστω και εάν ακόμη η συναίνεση είναι μια ικανή και αναγκαία συνθήκη - όπως συμβαίνει στην παρούσα παγκόσμια και εθνική συγκυρία - δεν μπορεί να είναι μια εφικτή πραγματικότητα. Και δεν μπορεί να είναι μια εφικτή πραγματικότητα, έστω και αν αποτελεί πρόδηλη αναγκαιότητα, γιατί είναι τέτοια η καχυποψία, η στρεβλή αντιμετώπιση, η άμβλυνση μέσω των παραμορφωτικών φακών των εκάστοτε πολιτικών συμφερόντων, που δεν αφήνουν περιθώρια στην αλήθεια να αναπνεύσει, να γιγαντωθεί και να λειτουργήσει. Και φυσικά ένα τέτοιο κλίμα διάχυτης αμφισβήτησης, αμφιβολίας και υποκειμενικών βλέψεων τελικά σε τι οδηγεί; Όχι βέβαια στο κοινό καλό. Στο «κοινό κακό», θα μπορούσε να πει κανείς με μεγαλύτερη άνεση.
Αν το δει κανείς το θέμα όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνιολογικά - γιατί τελικά οι όποιες πολιτικές επιλογές έχουν σαφέστατα κοινωνικές αλλά και κοινωνιολογικές επιπτώσεις - θα μπορούσε με άνεση να πει ότι το «κοινό κακό» αποτελεί κύριο πολιτικό μέλημα των πολιτικών του τόπου. Αφού οι ιδεολογικές προσεγγίσεις, μπροστά στον όγκο και το μέγεθος των καθημερινών προβλημάτων και στην επιτακτική τους ανάγκη για αντιμετώπιση και επίλυση, έχουν προ πολλού υποχωρήσει. Αν δεν έχουν και εκμηδενιστεί σε ορισμένες περιπτώσεις. Η πολιτική συναίνεση, λοιπόν, δεν αποτελεί ούτε σκοπιμότητα, ούτε επιλογή και σαφέστατα ούτε «πολυτέλεια» προκειμένου να αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων πρωτίστως. Η πολιτική τους διάσταση έπεται. Οι πολίτες το έχουν καταλάβει αυτό. Οι πολιτικοί πότε θα το καταλάβουν;