* Του κ. Κώστα Μπαργιώτα, προέδρου του Συλλόγου Ιατρών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας
Για μια ακόμη φορά το Εθνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται στο επίκεντρο της –αρνητικής- δημοσιότητας με την κρίση στο εφημεριακό και τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών να έχει φτάσει στο κόκκινο, τους προμηθευτές να απειλούν με πλήρη διακοπή του εφοδιασμού και με τα χρέη των νοσοκομείων να έχουν αγγίξει δυσθεώρητα ύψη. Το ΕΣΥ παράγει το 25% του ελλείμματος του δημόσιου τομέα και κατά κοινή διαπίστωση η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει είναι δυσανάλογα χαμηλή. Σε μια χώρα που οι καταγγελίες είναι εύκολες, οι κραυγές σκεπάζουν συχνά την αλήθεια και η επικαιρότητα προβάλλεται με δραματικούς τόνους, απαξιώνονται συνήθως συλλήβδην στη συνείδηση των πολιτών θεσμοί που λειτουργούν και παρά τα σοβαρότατα προβλήματα παράγουν έργο έστω και ερήμην καμία φορά των κυβερνώντων.
Αν το ζητούμενο λοιπόν είναι η βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και η μετεξέλιξη του Συστήματος σε ένα αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο Δημόσιο Δίκτυο παροχής υπηρεσιών υγείας για όλους και όχι η συνολική του απαξίωση και η αντικατάστασή του από ιδιωτικές δομές τότε είναι απαραίτητο, εν μέσω κινητοποιήσεων, να επιχειρήσουμε μια συνολική αποτίμησή του τι είχαμε και πού βρισκόμαστε σήμερα και να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε αυτό που θα θέλαμε για αύριο στον τομέα της δημόσιας υγείας. Για όσους θυμούνται το Κουτλιμπάνειο των αρχών της δεκαετίας του 1980 είναι νομίζω περιττή κάθε περιγραφή της προόδου που επιτεύχθηκε στον τομέα των υποδομών στο μεταξύ. Για τους νεότερους να αναφέρουμε πως μιλάμε για ένα νοσοκομείο στριμωγμένο στο 50% της σημερινής του κτιριακής υποδομής, με στοιχειώδη χειρουργεία, χωρίς μονάδα εντατικής θεραπείας και με τρομακτικές ελλείψεις προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής. Μιλάμε για μια εποχή που η κίνηση των ασθενοφόρων στον άξονα Λάρισας Θεσσαλονίκης ήταν συχνότερη και από τα τακτικά δρομολόγια του ΚΤΕΛ μιας και το νοσοκομείο τότε λειτουργούσε περισσότερο ως σταθμός διακομιδών παρά σαν αυτοδύναμη νοσηλευτική μονάδα. Μέσα στα τελευταία 20-25 χρόνια η δυναμικότητα του Παλιού Νοσοκομείου πολλαπλασιάστηκε σε υποδομές και προσωπικό και από τις αρχές του 2000 προστέθηκε το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Παρά τα προβλήματα και τις ανοικτές πληγές, η ροή των ασθενοφόρων αναστράφηκε προς την πόλη. Ανάλογη πρόοδος σε υποδομές καταγράφεται σε όλη την ελληνική επαρχία.
Δυστυχώς όμως η ανάπτυξη των υλικοτεχνικών υποδομών δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη ενός σύγχρονου, λειτουργικού μοντέλου διοίκησης. Περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία το ΕΣΥ είναι έρμαιο της λογικής του κοτσαμπασισμού και του κράτους-ομήρου στην υπηρεσία του κόμματος. Στη θέση των εξειδικευμένων μάνατζερ του εξωτερικού, τα ελληνικά νοσοκομεία «διοικούνται» από κομματικούς φίλους, πρώην διπλωμάτες, απόστρατους και ασυρματιστές του εμπορικού ναυτικού ενώ οι γαλάζιες προϊσταμένες εναλλάσσονται με τις πράσινες σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι κομματισμού και αναξιοκρατίας. Η κακοδιοίκηση και η διαφθορά είναι σήμερα τα μεγάλα προβλήματα του ΕΣΥ με την υποχρηματοδότηση να ακολουθεί. Αυτό που καταρρέει παταγωδώς σήμερα είναι ένα αποτυχημένο και παντελώς διαβρωμένο διοικητικό σύστημα.
Πολλοί θεωρούν τη διαδικασία ανάπτυξης του ΕΣΥ την τελευταία εικοσαετία περίπου αυτονόητη και αναπόφευκτη. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη Δημόσιου Συστήματος Περίθαλψης και η ενίσχυση των υποδομών της περιφέρειας, αποτέλεσε πολιτική επιλογή συγκεκριμένης παράταξης –του ΠΑΣΟΚ- όπως αποτελούν πολιτική ευθύνη του ΠΑΣΟΚ οι διοικητικές ανεπάρκειες και οι στρεβλώσεις που το χαρακτηρίζουν. Από την εποχή της εκπαραθύρωσης του Α. Παπαδόπουλου και της αναστολής της μεταρρύθμισης του συστήματος κανείς δεν επεχείρησε τις τομές που ήδη από τις αρχές του 2000 ήταν εμφανώς αναγκαίες. Από την ανεπαρκή διαχείριση της καθημερινής μιζέριας των τελευταίων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ περάσαμε δυστυχώς στην «επανίδρυση» του συστήματος από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. Σήμερα οι προθέσεις τής κυβέρνησης είναι διάφανες. Η διαρκώς διογκούμενη κρίση του συστήματος δεν είναι αποτέλεσμα ανικανότητας μόνο ή οικονομικής δυσπραγίας, είναι κυρίως προϊόν πολιτικής επιλογής που αποβλέπει στην αντικατάσταση του ΕΣΥ από ένα υβριδικό ιδιωτικό σύστημα ελληνικού Τύπου όπου δηλαδή τα Δημόσια Ταμεία θα ξεπαραδιάζονται κυριολεκτικά στηρίζοντας την κερδοφορία Ιδιωτικών Κλινικών και Κέντρων, ενώ τα δημόσια ιδρύματα φτιαγμένα με δισ. ευρώ από τον ιδρώτα των εργαζομένων θα βυθίζονται στην ανυποληψία και στο χάος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο έχω σήμερα την αίσθηση πως οι κινητοποιήσεις των γιατρών κινδυνεύουν να παρεξηγηθούν. Ήδη, κάποιοι σπεύδουν να συμπεράνουν πως το ΕΣΥ είναι κλινικά νεκρό και, αξιοποιώντας το χάος που οι ίδιοι δημιούργησαν, επιχειρούν να φέρουν στο προσκήνιο συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και την εκχώρηση έργου σε ιδιωτικές κλινικές σαν αντίδοτο στην ανικανότητα και την αδιαφορία των ίδιων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί ο αγώνας των γιατρών σαν κίνηση εναντίον του ΕΣΥ ούτε μπορεί να υποβαθμιστεί σε μια στενά συντεχνιακή διεκδίκηση γιατί δεν είναι τέτοια. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο οι μαζικότατες κινητοποιήσεις των τελευταίων δύο-τριών χρόνων με την οργή και την αγανάκτηση να ξεχειλίζουν είναι μια κραυγή αγωνίας για το μέλλον της Δημόσιας Υγείας και μια σθεναρή στάση προάσπισης και διεύρυνσης του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Δεν διεκδικούμε μόνο αυξήσεις μετά από δώδεκα χρόνια καθήλωσης των αποδοχών μας ούτε είναι το κύριο θέμα διένεξης με το υπουργείο το ύψος της αύξησης. Πάνω από όλα διεκδικούμε τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, αξιοπρεπείς συνθήκες για θεράποντες και θεραπευμένους και την κατοχύρωση μηχανισμών βελτίωσης και μετεξέλιξης του συστήματος.
Στους πονηρούς καιρούς που ζούμε οι νοσοκομειακοί γιατροί θέτουν το ζήτημα της προάσπισης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας σαφέστερα και εναργέστερα παρά ποτέ. Περιέργως πώς, οι περισσότεροι σιωπούν. Κοινωνικοί φορείς, ενεργοί πολίτες, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και τα κόμματα της Αριστεράς, οφείλουν να τοποθετηθούν. Είναι καιρός να ανοίξει ουσιαστικός διάλογος για την ουσιαστική μεταρρύθμιση του ΕΣΥ. Όσο είναι ακόμη καιρός...