Στη Ραψάνη και στη Λάρισα γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες τα «Καραγάτσεια».
Τον Δημήτρη Ροδόπουλο (Καραγάτση) τον γνώρισα στην εφημερίδα «Θεσσαλικά Νέα» που έβγαζε στη Λάρισα ο Τάκης Γεωργίου. Αρχισυντάκτης και ψυχή της εφημερίδας ήταν ο Δαμιανός Βουλγαράκης. Εμείς νέοι τότε, πηγαίναμε με τα γραπτά μας στον Δαμιανό να τα δει και να τα δημοσιεύσει.
Παράλληλα, μας έκανε και μαθήματα δημοσιογραφίας. Ο Λάκης ο Νάκος, δημοσιογράφος της «Ελευθερίας», ο Βασίλης Χατζηζήσης, εκδότης σήμερα στην Αθήνα. Οι αδελφοί Κάπαρη θα θυμούνται τις οδηγίες του Βουλγαράκη που μας έλεγε: «Η δημοσιογραφία είναι άλλο πράγμα, να μην γράφετε όπως μιλάτε, να αποκτήσετε δικό σας στιλ, μην αντιγράφετε τους άλλους» και άλλα τέτοια.
Ένα απόγευμα που πήγα κάτι να δημοσιεύσει, μπαίνοντας μέσα στην εφημερίδα είδα στο σαλονάκι του τον Δαμιανό που έπινε καφέ με κάποιον κύριο.
Όταν με είδε ο Δαμιανός, μου είπε κοιτάζοντάς με πονηρά: «Κάτσε να σε γνωρίσω ένα συμπατριώτη σου Ραψανιώτη». Ήταν ο Δημήτρης Ροδόπουλος.
Μιλήσαμε αρκετή ώρα, ενώ ο Βουλγαράκης έδινε οδηγίες και τακτοποιούσε την ύλη για την επόμενη εφημερίδα. Ρώτησα τον Καραγάτση για τη Ραψάνη, για τον κόσμο της, ποιους γνώριζε, πώς του φερόντουσαν οι Ραψανιώτες όταν έμενε εκεί και άλλα. Μου μίλησε για τους φίλους του και τις παρέες του, το δάσκαλο Παπαβραμίδη, τις αδελφές Σβάρνα, τις φιλίες με τους Ζήλους κ.λπ.
Σε ερώτησή μου γιατί διάλεξε τη Ραψάνη για να μείνει και να γράψει το βιβλίο του, μου είπε ότι την εποχή εκείνη στη Λάρισα, που ήταν μια μικρή κωμόπολη, μάστιζε η ελονοσία και φυματίωση.
Ένας άλλος λόγος ήταν ότι η Ραψάνη είχε καλό κλίμα, ωραίο νερό και κουλτούρα που ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Μου είπε ότι πολλοί Ραψανιώτες εάν ήθελαν να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία θα έγραφαν σπουδαία πράγματα, γιατί σίγουρα θα βοηθούσε πολύ και το δυνατό τσίπουρο.
Με τον Καραγάτση είχαμε κάτι κοινό. Εκεί που έγραψε τα περισσότερά του βιβλία, κάτω από το Καραγάτσι, από όπου και πήρε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, εγώ έμαθα τα πρώτα μου γράμματα όταν κάηκε το σχολείο της Ραψάνης.
Το Καραγάτσι αυτό ήταν αιωνόβιο. Για να το αγκαλιάσουν χρειαζόταν δώδεκα μαθητές πιασμένοι από τα χέρια. Έπεσε από δυνατό άνεμο την ίδια εποχή που πέθανε και ο Καραγάτσης. Στη συνάντησή μας είπαμε και άλλα πολλά. Δώσαμε ραντεβού εγώ για να φέρω δυνατό τσίπουρο μεταβρασμένο με γλυκάνισο και αυτός για να μου μιλήσει για το τελευταίο του βιβλίο του, το «Δέκα».
Δυστυχώς δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ.
Έμαθα ότι πέθανε όταν εγώ ήμουν στρατιώτης το 1960.
* * *
Η οικογένεια Ροδόπουλου κατάγεται από την Πάτρα. Ο πατέρας του συγγραφέα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Εκεί εκλέχθηκε βουλευτής δύο φορές, μια το 1899 και την άλλη το 1913. Εγκατέλειψε πρόσκαιρα την πολιτική για να γίνει διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης και Διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Ξαναβγήκε βουλευτής το 1923, το 1926 και το 1928.
Ο πατέρας του έγραψε αρκετά βιβλία «Ο κοινός νους», «Περί ανωνύμων εταιριών», «Περί Τραπεζών και τραπεζικών εργασιών» και «Περί Κομμουνισμού».
Πέθανε το 1938 ενώ είχε αρχίσει από το 1932 να πολιτεύεται ο γιος του, Κωνσταντίνος (Τάκης), πολλές φορές υπουργός και πρόεδρος της Βουλής στην οκταετία Καραμανλή (1955-1963). Εκτός από τον Κων/νο (γεν. το 1896) και τον Καραγάτση (γεν. το 1908) υπήρχε και άλλος μεγαλύτερος αδερφός, ο Νικόλαος (γεν. το 1893), οικονομολόγος. Ο Καραγάτσης διαφέρει αρκετά στην ηλικία από τα αδέλφια του (15 χρόνια μικρότερος από το Νικόλαο και 12 από τον Κων/νο).
Οι Ροδόπουλοι είναι πολύ παλιά οικογένεια. Οι Πελοποννησιακές τους ρίζες φτάνουν μέχρι την Επανάσταση.
Στους προεστούς από όλη την Πελοπόννησο που οι Τούρκοι κρατούν ομήρους, προκειμένου να τιθασεύουν τις επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων, με την απειλή εκτέλεσής τους, περιλαμβάνεται και ο Μήτρος Ροδόπουλος, από την Πάτρα. Από φόβο για τη ζωή του αλλαξοπίστησε, έγινε μουσουλμάνος και μετά ανελισσόμενος γίνεται αξιωματούχος του ελεύθερου κράτους. Πληρεξούσιος στην Συνταγματική του 1843. (Βλ. Σπ. Μελάς, ο Γέρος του Μοριά, σελ. 143 και 182).
Με αυστηρό και δυνατό πατέρα, ο Καραγάτσης νιώθει έντονες ψυχολογικές καταστάσεις. Χαρακτηριστικό είναι το γραμμένο από τον ίδιο, ιστορικό της υγείας του, μετά το πρώτο του έμφραγμα, όπου επισημαίνει την οξεία κρίση νευρασθένειας γύρω στα τριάντα του. (Βλ. Ν. Τουτουνζάκης Καραγάτσης, σελ. 266).
Ο αγέρωχος, πάντως, χαρακτήρας του τον προωθεί σε δικούς του δρόμους. Από την άλλη μεριά αναστρέφει πολύ νωρίς με τα μάτια του παιδιού πρώτα και ύστερα του νέου άνδρα της κυνικής καθημερινότητας της πολιτικής των τραπεζών και των επιχειρήσεων.
Αργότερα, ο ίδιος σαν επιχειρηματίας θα γνωρίσει αμεσότερα αυτό το κλίμα.
Η διάκριση που πρεσβεύει ο Καραγάτσης για τους ανθρώπους είναι ανάμεσα σε αδύνατους και δυνατούς, χωρίς να αποκλείεται οι τελευταίοι κάποτε να συντρίβονται.
Μόνο που για αυτόν, ο δυνατός δεν είναι εκείνος που κάνει πράξεις ηρωικές, αλλά εκείνος που επιβιώνει και αδύνατος όποιος τήκεται και διαλύεται από την φωτιά των πραγμάτων.
Οι τύποι του Καραγάτση μπορεί να μην είναι χλωροί και ματωμένοι μάρτυρες, αλλά είναι δημιουργικοί, τολμηρότατοι στους επιχειρησιακούς ελιγμούς και μακρόπνοοι οραματιστές της οικονομικής ανάπτυξης. Ο χώρος τους είναι η ελεύθερη οικονομία, η ευέλικτη μεγάλη επιχείρηση, ο δημιουργικός ατομικισμός, οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια, τα συναφή τεχνάσματα των μεγάλων υποθέσεων που με πλαίσιο το δυνατό κράτος και το λαϊκό καπιταλισμό φέρνουν χρήμα και δύναμη στους λίγους και την ανάπτυξη στους πολλούς. Γύρω από το χρήμα και την ύλη, και ό,τι τα παρακολουθεί (όνομα, κληρονομιές, αξιώματα, εξουσία). Ο Ματεριαλισμός του Καραγάτση είναι χωρίς Μαρξ και Λένιν και διατρέχεται συχνά από αναλαμπές Θεού.
Οι τύποι του, λογικό άλλωστε επακολούθημα όλων αυτών, είναι πολλές φορές ανοιχτοχέρηδες και μεγαλόψυχοι, αλλά είναι σκληρότατοι ανταγωνιστές. «Αυτός γδικιέται ας σκεφτούμε πριν τον βλάψουμε», λέει στον «Κοτζάμπαση, σελ. 206). Η εικόνα του φιλέκδικου είναι τρόπος αποτελεσματικότατης άμυνας. Δεν έγραψε μόνο γι’ αυτό ο Καραγάτσης, αλλά όλα αυτά αποτελούν μια κατ’ εξοχήν πολιτική θεματογραφία.
Αυτός ο άνθρωπος φαίνεται νόμιζε σαν όλους τους ρομαντικούς ότι η πολιτική είναι εργαλείο αλλαγής του κόσμου προς το καλύτερο.
Ο Καραγάτσης είχε, φαίνεται, πάντοτε μέσα του έναν απωθημένο πολιτικό και στη δύναμη των ηρώων του περιγράφει τι νοσταλγούσε για τον εαυτό του.
Ο Καραγάτσης πολιτεύτηκε με τους Προοδευτικούς δύο φορές, το 1956 και το 1958, στην Αθήνα. Την πρώτη φορά δεν είχε ακόμη η περιοχή της πρωτεύουσας χωριστεί σε Α’ και Β’ Περιφέρεια. Στις εκλογές εκείνες το κόμμα των Προοδευτικών συντρίβεται πανελλήνια ανάμεσα στους ογκόλιθους της ΕΡΕ και της μετωπικής Δημοκρατικής Ένωσης και δεν αναδεικνύει ούτε ένα βουλευτή. Ο Καραγάτσης επί 25 υποψηφίων και συνόλου ψήφων των Προοδευτικών 1.984 έρχεται 14ος, με 135 σταυρούς. Πρώτος (εκτός αρχηγού που δεν σταυρώνεται) ο κ. Παπαγιάννης με 1.399 σταυρούς. Το 1958 οι Προοδευτικοί συνεργάζονται στην Π.Α.Δ.Ε. (Προοδευτική, Αγροτική, Δημοκρατική Ένωση) Μαρκεζίνης, Μπαλτατζής, Αλαμανής, Παπαπολίτης.
Η Αθήνα είχε χωριστεί σε δύο Περιφέρειες και ο Καραγάτσης πολιτεύεται στην πρώτη. Στο ψηφοδέλτιο, δίπλα στο όνομά του, προσθέτει και το φιλολογικό του ψευδώνυμο (Δημ. Ροδόπουλος - Καραγάτσης). Σε 16 υποψηφίους έρχεται 11ος με 198 σταυρούς, με πρώτο πάλι τον Παπαγιάννη, με 8.119 σταυρούς και συνολική δύναμη της Π.Α.Δ.Ε. 21.940 ψήφους. Εκλέχτηκε ως αρχηγός ο Σπ. Μαρκεζίνης.
Ισχνότατες ήταν οι επιδόσεις του πολιτευόμενου Καραγάτση, όπως βλέπουμε. Η πριν το 1960 (έτος του θανάτου του) πολιτεία του σχηματισμού αυτού ταιριάζει με τη νοοτροπία του συγγραφέα. Το κόμμα των Προοδευτικών της εποχής εκείνης επαγγέλλεται την ορμή, τον τολμηρό οραματισμό και την πρακτική δράση. Ο αρχηγός του παρουσιάζεται σαν αισιόδοξος από ιδιοσυγκρασία και ρεαλιστής από γνώση. Διαλαλεί ότι ανήκει στη Θετικιστική Σχολή του Δικαίου, μιλά για τη ρευστότητα και τη μεταβατικότητα των ανθρώπινων πραγμάτων, τη «συνεχή διακοπή της συνέχειας και για τη δράση του πολιτικού μέσα σ’ αυτόν το σχετικισμό». Οι λόγοι του αντηχούν τις απόψεις για τολμηρά και δυνατά πρόσωπα και σχέδια, αλλά ταυτόχρονα αγγίζουν και υψηλούς εθνικιστικούς τόνους. Οι Προοδευτικοί δογματίζουν ανάμεσα στη δύναμη και προσαρμογή, βεβαιώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται για τη δημοτικότητα που στηρίζεται στη δημαγωγία, ανεβαίνουν, αν χρειαστεί, το ποτάμι «εναντίον του ρεύματος», χωρίς να αρνούνται πλαγιοδρομήσεις, χαλαρές συμφωνίες, συμβιβασμούς. Όλα, βέβαια, χάριν αμετακίνητης στρατηγικής.
Παρουσιάζονται ευέλικτοι και γεμάτοι ζωντάνια. Κοντά στον όλο κομματικό μηχανισμό υπάρχει μια οργανωμένη, τυφλά δε αφοσιωμένη νεολαία και μία ομάδα διανοουμένων που εκφράζεται με το περιοδικό «Προοπτική» και που εξαίρουν με τις δυναμικές και ποιοτικές εκδηλώσεις τους την αξία προγράμματος και Αρχηγού.
Πάντως ο Καραγάτσης φαίνεται να έλκεται προς αυτήν την κατεύθυνση, που ικανοποιεί τον βασικό ιδεολογικό του πυρήνα, αλλά και την χάραξη δικού του δρόμου διάφορου από του αδελφού του που ανήκει στην ΕΡΕ.
Ας μην παραβλέπεται και ο ελιτιστικός χαρακτήρας που υπάρχει στον Καραγάτση και τη δομή του κόμματος των Προοδευτικών που το εμποδίζει τελικά να γίνει κόμμα των μαζών.
Η ένταξη αυτή ικανοποιεί και το μυστικισμό του, επειδή μολαταύτα υπάρχει πολύς μυστικισμός αλλά και θρησκευτική αφοσίωση σε σκοπούς στον πολιτικό εκείνο χώρο. Παράλληλα, επίσης, είναι και η πίστη στο ένστικτο, σαν πολιτικό επιβιωτικό και αλάνθαστο οδηγητή.
Ο Καραγάτσης ανήκει στη σχολή του πολιτικού ρεαλισμού, όπως αναφέρει και στον «Κοτζάμπαση» ο πόλεμος είναι αιμοσφαίρια, η πολιτική είναι λύμφη (σελ. 213). Οι ήρωές του, με προεξάρχοντες τον Μίχαλο Ρούση (του Κοτσάμπαση) και τον Γιούγκερμαν είναι μακιαβελλικά. Στη μάχη της επιβίωσης και της διάκρισης (που είναι η κατάληξη της εξασφαλισμένης επιβίωσης) ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Στα βιβλία του «Αίμα χαμένο και κερδισμένο» και τα «Στερνά του Μίχαλου», αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας της Ελληνικής Επανάστασης με τα εργαλεία του επιστημονικού ρεαλισμού. Χαρακτηριστικές είναι οι αφιερώσεις τους. Η δεύτερη έκδοση του «Κατσάμπαση» στο Σ. Μαρκεζίνη. Το «Αίμα χαμένο και κερδισμένο» στους Ελληνες που δεν ψήφισαν ποτέ. Και τα «Στερνά του Μίχαλου (δεύτερη έκδοση) στον Παν. Πιπινέλη.
Η αφιέρωση «στους Έλληνες που δεν ψήφισαν ποτέ» προδίδει αρκετή υποτίμηση στις κοινοβουλευτικές αρχές. Ο Καραγάτσης έχει αφιερώσει κείμενό του στον Κώστα Βάρναλη (Πυρετός) προκειμένου να τιμήσει το κοινό τους διονυσιακό στοιχείο.
Ο Καραγάτσης ήταν έντονα αντιμακρυγιαννικός (βλ. σελ. 224 και 225 στα Στερνά του Μίχαλου).
Μνημονεύω και το σχετικό αντιμακρυγιαννισμό του Αφεντικού του Σ. Μαρκεζίνη, όπως εκφράζεται στον πρώτο τόμο της ιστορίας του (σελ. 191).
Κατά του Καραγάτση όλοι οι δημιουργοί της ιστορίας σπρώχνονται από κίνητρα ατομιστικά και συμφεροντολογικά είναι πολλές φορές εγωιστές και νάρκισσοι.
Η αναστροφή με την προσαρμοστικότητα και ο αντιμαρξισμός του έχουν καταβολές στην ίδια την οικογένειά του.
Δεν ξέρω εάν έχει ερευνηθεί αρκετά πέρα από τον οργανισμό της φαντασίας του συγγραφέα το πραγματικό και αυτοβιογραφικό υπόβαθρο που υπάρχει στο έργο του.