Εδώ ο κόσμος καίγεται και ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται. Και μετά έχει την απαίτηση να βρει απήχηση στη βάση, να εκφράσει τον προοδευτικό αριστερό χώρο και να παίξει ρόλο. Εδώ δεν μπορεί να βρει τρόπο και κοινό τύπο για να εκφράσει τον εαυτό του. Τους άλλους θα εκφράσει; Και πολύ περισσότερο θα πείσει; Αστεία πράγματα.
Αν υπάρχει κάποιος που «χαίρεται» και αισθάνεται «δικαιωμένος» από τις εξελίξεις, είναι... κάποια. Η γραμματέας του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, της οποίας στο στομάχι της κάθονται γενικώς αυτοί οι... «μπασταρδεμένοι» αριστεροί και η οποία προ πολλού έχει διαβλέψει ότι το «καλλιτεχνικό σχήμα» δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσει επί μακρόν. Και μπορεί να υπάρχει μια εμπάθεια στον τρόπο που κατά καιρούς σχολιάζει τα τεκταινόμενα στο αδελφό (χα, χα) αριστερό κόμμα, όμως και πολλές αλήθειες έχει πει για τον βίο, την πολιτεία και την πορεία του και πολλές σωστές επισημάνσεις έχει κάνει. Γιατί το ΚΚΕ λειτουργεί μεν με ιδεολογικά στεγανά, πράγμα που του προσδίδει μια νότα αναχρονισμού, από την άλλη όμως κινείται στην «ασφάλεια» που του προσδίδουν αυτά, αλλά και με την πείρα που διαθέτει.
Οι «άλλοι» πάλι πελαγοδρομούν, αναρωτιούνται, φιλοσοφούν, περνάνε τα υπαρξιακά τους και τελικά διαλύονται κιόλας. Και δεν είναι ν’ απορεί κανείς ότι σε μια τέτοια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης με τα δυο μεγάλα κόμματα να πηγαίνουν κατά διαόλου στην εκτίμηση και την αντίληψη του κόσμου, η Αριστερά (γενικώς) δεν λέει να πάρει με τίποτα τα πάνω της και παραμένει καθηλωμένη στα «κλασικά» της ποσοστά.
Προφανώς γιατί για διαφορετικούς λόγους δεν πείθει, δεν εκφράζει και σαφώς δεν αντιπροσωπεύει μια εναλλακτική λύση, στην οποία θα μπορούσαν να στραφούν οι πολίτες.
Τώρα δε με αυτό που έγινε στο ΣΥΡΙΖΑ και με την αναγγελία δημιουργίας νέου αριστερού σχηματισμού, συνεχίζεται ο κατακερματισμός, ο οποίος βέβαια δεν μπορεί να δημιουργεί ελπίδες ότι η όποια εναλλαγή θα δώσει απαντήσεις και θα φέρει λύσεις, τόσο στο χώρο αυτό καθεαυτό, όσο βεβαίως και ευρύτερα.
Είναι ειρωνεία, πάντως, αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο που ξεκίνησαν τα πράγματα και τον τρόπο που τελικά εξελίχτηκαν. Ο «τέως» Αλαβάνος να προωθεί μετά μανίας τον νυν Τσίπρα για τη διαδοχή του, να τον επιβάλει ουσιαστικά και εν τέλει οι δυο τους να γίνονται μαλλιά-κουβάρια και εδώ και καιρό ο «τέως» να λειτουργεί με λογική «δολιοφθοράς».
Στην αρχή που ανέλαβε ο Τσίπρας έγινε ένα δημοσκοπικό «μπαμ», μέχρι κάτι 18% είδε σε δημοσκοπήσεις που δεν το είχαν δει ούτε στον ύπνο τους, γεγονός που δημιούργησε μια γενική ευφορία, αλλά, ως αποδείχτηκε, δεν είχε καμία βάση. Το «μπαμ» είχε να κάνει με το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν τότε στο χειρότερό του σημείο και με την προσμονή ότι μαζί με το νέο πρόσωπο στην προεδρία θα ακολουθούσε και μια νέα πολιτική βασισμένη όχι σε ανεξάντλητη πολυλογία, αλλά επί συγκεκριμένων παραμέτρων. Το δεύτερο δεν έγινε ποτέ, το ΠΑΣΟΚ πήρε τα πάνω του και μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός από το «ο Τσίπρας πρόεδρος», ο ΣΥΝ επανήλθε στα φυσιολογικά δημοσκοπικά του επίπεδα. Και... ακόμη παρακάτω, μέχρι που στις τελευταίες εκλογές ήταν αμφίβολο αν θα κατέλθουν τελικά γιατί δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους, και αφού τα βρήκαν τελευταία ώρα, αμφίβολο και αν θα μπουν στη Βουλή.
Μπήκαν τελικά, χωρίς όμως να έχουν λύσει όσα τους χωρίζουν και χωρίς να θυμούνται ποια είναι αυτά που τους ενώνουν. Πέταξαν πρόχειρα κάτω από το χαλί ό,τι περίσσευε και ενοχλούσε για να μη φαίνεται και να δείχνει το τοπίο καθαρό. Αλλά η τσαπατσουλιά πάντα βγαίνει στην επιφάνεια. Και από τις εκλογές και δώθε το πηγαίνανε μια στο καρφί και μια στο πέταλο, μέχρι που έφτασαν στο «διαζύγιο». Κι έτσι όλοι μαζί έχασαν μια μοναδική ευκαιρία, λόγω της ευρύτερης συγκυρίας, να παίξουν ένα σημαντικό και εδραιωμένο ρόλο στη σύγχρονη και απαιτητική, από κάθε άποψη, πραγματικότητα.