«Ο Θεός ορφανά κάνει, εγκαταλειμμένα όχι»
(Ελληνική λαϊκή παροιμία)
Όπως πάνε τα πράγματα ανησυχούμε ολοένα και περισσότερο για την τύχη των παιδιών μας. Τι θα γίνουν τα παιδιά μας μέσα σε έναν τόσο άκαρδο κόσμο, όπου κανένας δεν νοιάζεται για κανένα. Όπου η ανεργία άλλαξε μορφή. Δεν είναι παροδική. Ένα μεγάλο ποσοστό νέων δεν θα βρουν ποτέ δουλειά και δεν θα κάνουν ποτέ δική τους οικογένεια. Και το χειρότερο θα πειστούν ότι φταίνε οι ίδιοι που δεν θα βρουν δουλειά, γιατί δεν είναι άξιοι σαν τους άλλους και θα βασανίζονται σε όλη τους τη ζωή με αισθήματα αυτολύπησης, εγκατάλειψης, απελπισίας και κατάθλιψης. Κατά τη νέα τάξη πραγμάτων για να ζει κανείς πρέπει να αξίζει, κατά την άποψη του άθεου κράτους, να ζει.
Όποιο είναι το κράτος τέτοια είναι και η παιδεία του. Το σύγχρονο άθεο κράτος εκφράζει τη νοοτροπία του πλούτου. Δεν είναι το κράτος πια ο σύμμαχος του πολίτη, γιατί δεν υπάρχει ούτε πολίτης, ούτε πόλη, ούτε πολιτισμός, ούτε δημοκρατία. Η διεύρυνση των ήδη διευρυμένων κερδών των πλουτοκρατών είναι πάνω από όλα. Αυτός είναι ο στόχος του σύγχρονου άθεου κράτους και όποιος επιβιώσει επιβίωσε. Άλλωστε ο ενδόμυχος φόβος τους είναι ο υπερπληθυσμός της γης. Οι νέοι πρέπει να μάθουν ότι αξίζει να ζουν μόνο όσοι, κατά την άποψη του άθεου κράτους, είναι άξιοι να ζουν.
Και το ενδιαφέρον του σύγχρονου κράτους για τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή για το περιβάλλον ή για τα σπάνια είδη ζώων που κινδυνεύουν να χαθούν; Είναι αληθινό το ενδιαφέρον αυτό των πλουτοκρατών που κυβερνούν τον κόσμο, όταν οι ίδιοι προκαλούν τη μεγαλύτερη μόλυνση της γης, οι ίδιοι προκαλούν τους πολέμους, (εκατόν σαράντα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), τους βομβαρδισμούς, το εμπόριο των όπλων, των ναρκωτικών, τις αρρώστιες, όταν οι ίδιοι διαιωνίζουν τη φτώχεια και εκμεταλλεύονται τους φτωχούς λαούς, όταν αντί να βοηθήσουν τις οικονομίες τους τις καταστρέφουν, όπως τελευταία, την ελληνική οικονομία, όταν οι ίδιοι δεν συμφωνούν να περιορίσουν τη ρύπανση, να ενισχύσουν οικονομικά τις φτωχές χώρες, βοηθώντας τους φτωχούς λαούς να σταθούν στα πόδια τους, αντί να τους πουλούν τα όπλα τους για να σκοτώνονται;
Χθες συνάντησα στην πλατεία το Βασίλη. «Ξέρεις τι έλεγε ο Αγιος Νεκτάριος;» με ρώτησε. Δεν ήξερα. Ήξερα τι έλεγε ο Αγιος Χρυσόστομος. Ότι θαρθεί εποχή (είναι άραγε αυτή που ζούμε;) που δεν θα ήθελα ούτε τα παπούτσια μου να βρεθούν σ΄ αυτήν. «Τι έλεγε ο άγιος Νεκτάριος»; «Έλεγε, πότε ήξω και οφθήσομαι το πρόσωπο του Θεού» (Πότε θα φτάσω να δω το πρόσωπο του Θεού). Αυτή είναι η καλή νοσταλγία και η καλή αλλοίωση του ανθρώπου. Η νοσταλγία που μας βασανίζει δεν προέρχεται απ΄ την καλή αυτή αλλοίωση. Είναι νοσταλγία από φόβο κι από έλλειψη θάρρους. Από φόβο για το θάνατο κι από έλλειψη θάρρους για τη ζωή. Είναι η νοσταλγία της ανυπαρξίας.
Αν θέλεις να δεις, ευγενικέ αναγνώστη, αν έχεις το θάρρος του υπάρχειν ή σε έχει πιάσει νοσταλγία της ανυπαρξίας το κριτήριο είναι αυτό: Είναι για σένα πάνω από όλα πως να αποφύγεις τα εμπόδια, τις δυσκολίες και τον πόνο και πώς να βρεις διασκέδαση ή δεν είναι αυτό για σένα η υπερέχουσα επιθυμία; Όταν η αναζήτηση της διασκέδασης και η αποφυγή του πόνου γίνεται «επιστήμη», τότε, λένε, ότι πάσχουμε από νοσταλγία της ανυπαρξίας. Ευχόμαστε μέσα μας να μην είχαμε γεννηθεί. Έτσι χάνουμε το χρόνο μας και χανόμαστε και οι ίδιοι στην ανούσια καθημερινότητα; Τρέχουμε πίσω από ευτελή πράγματα και περιφρονούμε τα πολύτιμα.
Τη νοσταλγία της ανυπαρξίας εκφράζουν επίσης τα λόγια του τραγουδιού: «Χάθηκα μέσα στους δρόμους που μ΄ έδεσαν για πάντα. Χάθηκα γιατί δεν είχα τα φτερά». Αν μείνουμε αιώνια στην νοσταλγία της ανυπαρξίας χαθήκαμε πραγματικά. «Ποιος θα μας δώσει φτερά να φτάσουμε να δούμε το πρόσωπο του Θεού;».
Το Βιβλίο της Αποκαλύψεως τελειώνει με αυτή τη στιχομυθία του Ιησού με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη: « Ιησούς: -Ναι έρχομαι ταχύ.» Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού. Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάντων των αγίων, αμήν».