Η Ελλάδα εισήλθε στο τούνελ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ένα τούνελ δίχως έξοδο και ούτε φως, έχει δε καταστεί προφανές πως η χώρα τελεί υπό ξένη κηδεμονία, ή για να το πούμε διαφορετικά, όπως το επισημαίνουν μερίδα του τύπου και η Αριστερά, η κυβέρνηση έχει παραδώσει την εξουσία της στην «τρόικα» (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).
Η κοινωνία μπήκε στο κρεβάτι του Προκρούστη, όλες δε οι μεταπολιτευτικές κατακτήσεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων ρίχθηκαν στον Καιάδα, ενώ σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, αυτή η κατάσταση θα διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία.
Παρά ταύτα, οι δύο στυλοβάτες της καθεστηκυίας πολιτικής τάξεως, δηλαδή η κυβέρνηση και η μείζων αντιπολίτευση, σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού και δήθεν μεταξύ της (φραστικής) αντιπαραθέσεως, αναλίσκονται σε εκατέρωθεν επιθέσεις, για το ποιος ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση στον τόπο, προσπαθούν δε να μας πείσουν για την αναγκαιότητα των ανάλγητων μέτρων και ακόμη ότι θα δώσουν «μάχη» για να εξέλθει η χώρα το γρηγορότερο δυνατόν από τη διεθνή κηδεμονία.
Οι εργαζόμενοι μοιάζουν μουδιασμένοι, αντιλαμβάνονται πως, εξαιτίας των μέτρων, υπάρχει ένα «τέλος εποχής», σε μια ζωή που είχαν «στήσει» (έστω και με δανεικά) τα τελευταία 35 χρόνια, αλλά και στη ζωή που φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να έχουν, όταν θα εξέρχονταν στη σύνταξη, από την παραγωγική διαδικασία.
Οι εργαζόμενοι αισθάνονται – και αυτή είναι η πραγματικότητα – πειραματόζωα σε μια συντονισμένη προσπάθεια του μεγάλου κεφαλαίου (έστω και τις ενδοκαπιταλιστικές του αντιθέσεις) για την αύξηση της κερδοφορίας του και ότι, εν πάση περιπτώσει, άλλοι ευθύνονται για το σημερινό αδιέξοδο (έστω με την ανοχή της κοινωνίας – και αυτό είναι επίσης μια πραγματικότητα) αλλά ουδεμία κύρωση υπέστησαν – ή θα υποστούν – και ότι το κόστος της κρίσεως θα πληρώνουν τα συνήθη «υποζύγια» του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, δηλαδή τα λαϊκά στρώματα.
Η Ελλάδα θα διεκδικήσει λύση στο δημοσιονομικό και οικονομικό της πρόβλημα μέσα από μία πτώση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων της τάξεως του 20%-25%, είναι δε φανερό πως η κυβέρνηση Παπανδρέου, παρά τις δημόσιες διακηρύξεις και βαρύγδουπες διαβεβαιώσεις της, εγκατέλειψε τις όποιες «κόκκινες γραμμές».
Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ουσιαστική διαπραγμάτευση, απλώς μας είπαν τι πρέπει να κάνουμε για να μας δανειοδοτήσουν, στη διάρκεια της επόμενης τριετίας.
Άλλωστε, ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε δηλώσει κυνικά πως όταν ζητάς δεν είσαι σε θέση να βάζεις κόκκινες γραμμές…
Όσο και αν φωνασκούν και αλληλοκατηγορούνται (για τα μάτια του κόσμου) οι επίγονοι των ηγεσιών των κυβερνήσεων του τόπου, τα τελευταία 30 χρόνια, δηλαδή οι κ. Παπανδρέου και Σαμαράς, η αλήθεια είναι πως ουδεμία πραγματική ποινή – και δεν μιλάμε για το πολιτικό κόστος, αυτό δεν αφορά στην κοινωνία - υπήρξε ή θα υπάρξει για όσους ευθύνονται για το σημερινό κατάντημα της χώρας.
Η αλήθεια είναι πως όσο και αν ο Γιώργος Παπανδρέου προσπαθεί να φορτώσει τις ευθύνες για την κρίση στη διακυβέρνηση Καραμανλή, όσο κι αν ο Αντώνης Σαμαράς ζητεί συγγνώμη για τα πεπραγμένα του προκατόχου του στην ηγεσία της ΝΔ, η ελληνική κοινωνία δεν έχει πεισθεί.
Και δεν έχει πεισθεί γιατί όταν λες «συγγνώμη, κάναμε λάθη και τα πληρώσαμε», σημαίνει απλώς πως αναλαμβάνεις τις ανέξοδες πολιτικές ευθύνες και πέραν αυτού ουδέν.
Το μάρμαρο το πληρώνει άλλος.
Ο ελληνικός λαός τον οποίον άφησαν εκτεθειμένο και έρμαιο στις ορέξεις των πάσης φύσεως κηδεμόνων της χώρας αυτοί που τον κυβέρνησαν, αυτοί τους οποίους ανέχθηκε και πίστεψε, αυτοί στους οποίους είχε επενδύσει τις προσδοκίες του.
Η κυβέρνηση Καραμανλή ανέλαβε την εξουσία το 2004 υποσχόμενη τη μείωση των ετήσιων δαπανών του Δημοσίου, αλλά ουδέν έπραξε, όταν δε βρέθηκε αντιμέτωπη με τις συνέπειες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσεως, εγκατέλειψε το βυθιζόμενο σκάφος, δηλαδή τη χώρα.
Ο συνδυασμός λαϊκισμού, κομματικού ρουσφετιού, αυτοεξυπηρέτησης των στελεχών σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και προωθήσεως διαπλεκομένων συμφερόντων μάς έφερε στο σημερινό κατάντημα.
Ο δε Γιώργος Α. Παπανδρέου υποσχέθηκε πολλά, άσκησε πίεση στην πολιτικά ημιθανή κυβέρνηση Καραμανλή, προέβαλε το σλόγκαν ότι δήθεν «δεν πήγαινε άλλο με την αντιλαϊκή πολιτική» Καραμανλή και - το χειρότερο - κολάκευσε τις λαϊκές μάζες λέγοντας ότι «υπήρχαν τα λεφτά».
Κι όταν είδε (λες και δεν το γνώριζε) το χάος, αναλώθηκε σε τακτικισμούς και σε διαχειριστικές λογικές, έχασε πολύτιμο πολιτικό χρόνο και έτσι βγήκαμε στις αγορές, ζητώντας δανειοδότηση και πέσαμε στο λάκκο των λεόντων.
Η ουσία είναι πως οι στυλοβάτες του εγχώριου δικομματισμού, όσο κι αν ερίζουν για το ποιος φέρει την ευθύνη για το κατάντημα της χώρας και τη φτώχεια στην οποία περιπίπτει ο ελληνικός λαός, ουδεμία (πέραν των πολιτικών) ευθύνη έχουν αναλάβει και έτσι (και αυτό είναι πρωτοφανές) αυτοακυρώθηκαν και ό,τι κι αν τους συμβεί, ως κομματικών μηχανισμών και ως πολιτικό σύστημα, θα είναι με δική τους ευθύνη.
Η ελληνική κοινωνία σε λίγο καιρό θα ξεπεράσει τα όριά της.
Προσώρας η κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί την ανοχή που η κοινωνία της έδειχνε (έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι δημοσκοπήσεις) αλλά αγνοεί (ή προσποιείται πως δεν θέλει να ξέρει) την οργή της.
Η ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν λέει πως ανέχεται τους πολιτικούς και αποστρέφεται την πολιτική, στο βάθος ξέρει και το πιστεύει πως οι πολιτικοί της ταγοί και η πολιτική που ασκούν έχει ξεπέσει.
Είναι αναξιόπιστοι(η).
Και όταν ο κόσμος θα βγει στους δρόμους, τότε το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα κινδυνεύει να σαρωθεί και να ψάχνεται.
Ουδείς θα είναι σε θέση να προσδιορίσει το τι θα επακολουθήσει.
Ούτε και αυτή η Αριστερά:
Ούτε το ΚΚΕ, το οποίο εσχάτως μας είπε διά στόματος Μάκη Μαΐλη πως είναι αντίθετο με το Σύνταγμα.
«Δεν συμφωνούμε και το έχουμε καταψηφίσει. Είναι αντιλαϊκό. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε», τόνισε.
Ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα πάσης φύσεως γκρουπούσκουλα και τους ηγέτες και ηγετίσκους που τον απαρτίζουν, που λένε ο καθείς το μακρύ και το κοντό του.
Και κάτι τελευταίο…
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, ο οποίος εσχάτως αρέσκεται να χρησιμοποιεί στίχους του Κ. Π. Καβάφη (μάλιστα μας είπε πως το ΔΝΤ είναι μεν οι βάρβαροι, στους οποίους αναφερόταν ο ποιητής, όμως αποτελούν «μια κάποια λύση») λησμόνησε (στις φιλολογικές του αναζητήσεις) τον Ανδρέα Κάλβο, ο οποίος έγραφε ότι: «Καλύτερα, καλύτερα διασκορπισμένοι οι έλληνες, να τρέχωσι τον κόσμον, με εξαπλωμένην χείρα, ψωμοζητούντες, παρά προστάτας να ’χωμεν».