Το τι ακούσαμε και τι ακούμε τον τελευταίο καιρό από τους άσπονδους Ευρωπαίους φίλους μας (τι τους θέλουμε τους εχθρούς;) δεν λέγεται και δεν περιγράφεται! Όλα τα ελαττώματα και τις ιδιομορφίες της φυλής μας, φυσικά ή επίκτητα, όσα αληθινά κι όσα μας προσάπτουν οι άλλοι, μας τα έβγαλαν στη φόρα ίσως για να καλύψουν τα δικά τους άπλυτα...
Με πρόσχημα τα οικονομικά μας προβλήματα και τις ατασθαλίες μας, βρήκαν την ευκαιρία να πλήξουν τους Έλληνες, τον τρόπο ζωής μας, τον χαρακτήρα μας, τα ήθη μας παλιά και σύγχρονα.
Έχουν δίκιο; Αναρωτιέται κανείς πόσα και τι απ΄αυτά που μας σούρνουν είναι αλήθειες και πόσα και τι είναι κακοήθειες που πηγάζουν από κάποιες σκοπιμότητες. Είναι αλήθεια ότι οι Γερμανοί - για παράδειγμα – δεν πρωτοτύπησαν. Μας έχουν προσάψει χειρότερα!
Οι επικριτές μας ξέχασαν ίσως να περιλάβουν στα «σχολιανά» τους την περιβόητη έπαρση των Νεοελλήνων, να νομίζουν ότι είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου. «Ας μην κοροϊδευόμαστε» όμως – όπως λέει ο Ρένος Αποστολίδης στην «Κριτική του μεταπολέμου». «Δεν είμαστε οι εξυπνότεροι του κόσμου. Οι εξυπνότεροι είναι οι ευφυείς, όχι οι αφυείς, οι «εξυπνάκηδες»...
Στη μακραίωνη ιστορία τους οι Έλληνες ή οι Ρωμιοί, αν θέλετε, έγιναν πολλές φορές στόχος ποικίλων χαρακτηρισμών και σχολίων από εχθρούς και φίλους, όχι βέβαια με καλή θέληση. Φθάσαμε στο σημείο σήμερα η εικόνα του Νεοέλληνα να νοθευτεί σε βαθμό που οι διαφορές του «είναι» με το «φαίνεσθαι» έγιναν δυσδιάκριτες.
Με μια...μαζοχιστική διάθεση αυτοκριτικής θυμήθηκα ένα «πορτρέτο», αλλά και ένα ψυχογράφημα του Έλληνα που είχε κάνει πριν από πολλά χρόνια ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Τσάτσος, με τους «Οξυρρύγχειους Παπύρους», που είχαν δημοσιευθεί σ΄ένα παλιό τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία». Οι χαρακτηρισμοί που έδινε για τους Έλληνες, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα των συμβουλών κάποιου Ρωμαίου συγκλητικού προς έναν ανθύπατο, έχουν όχι μόνον ενδιαφέρον,αλλά είναι πάντα επίκαιροι και προπαντός – φοβάμαι – αληθινοί. Αξίζει δε τον κόπο να τους ξαναθυμηθούμε:
«Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από μας και συνεπώς και από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομό του είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο, αυθαίρετο και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο, ορθώνεται το εγώ των Ελλήνων». «Το ελληνικό άτομο περιφρονεί το νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του, που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια. Σπάνια οι Έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι». Πείθονται μόνον στα ρήματα τα δικά τους και ή αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο, ανάλογα με τα κέφια της στιγμής ή όταν δεν μπορούν να τους αλλάξουν, τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους ή τη βία ή το δόλο.
Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν επάνω από τα πράγματα. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής των περίπτωσης, ακόμα και όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην Εκκλησία του Δήμου ή στο Δικαστήριο. Ο Έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για τη δική του προσωπική περίπτωση. Αν τύχει και ο νόμος, δίκαιος στην ολότητά του, δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις, όπως η δική του, δεν μπορεί αυτό να το παραδεχτεί».
«Ο Έλληνας έχει πιο αδύνατη μνήμη από μας. Και γι΄αυτό έχει λιγότερη συνέχεια στον πολικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο, μόλις δυσκολέψουν κάπως τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Θες να σαγηνέψεις την Εκκλησία του Δήμου σε μια πόλη ελληνική; Πες τους: «Σας υπόσχομαι αλλαγή». Πες τους: «Θα θεσπίσω νέους νόμους». Αυτό αρκεί. Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους, το αψίκορο πάθος τους»... «Μέσα στους πιο πολλούς Έλληνες, άμα σκαλίσεις λίγο, θα βρεις έναν ισχνόν υπερόπτη Κοριολανό, έναν άσημο εκδικητικόν Αλκιβιάδη, ένα εγώ μεγαλύτερο από την πατρίδα».
«Ο Έλληνας είναι ακόμα ατομιστής, εγωιστής και φθονερός». Ας δούμε όμως καλύτερα τις λεπτές περιγραφές του Κων. Τσάτσου:
«Δεν σου έκανε εντύπωση, καλέ μου Νάβιε, η αδιαφορία του Έλληνα για τον συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείσει μια χύτρα για να μαγειρέψει, όχι πως αν τύχει μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψει, όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ο Έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον. Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο, τον αβοήθητο. Είναι κι αυτός ένας τρόπος υπεροχής. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους άλλων ο Έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι΄αυτόν βρίσκει πάντα καιρό. Αλλού κοιτάζει, θαυμάζει ό,τι είναι ο δικός του κόσμος, κάθε άλλον τον υποτιμά».
Οι χαρακτηρισμοί δεν έχουν φυσικά τη χυδαιότητα των πρόσφατων χοντροκομμένων γερμανικών σχολίων, περιέχουν όμως ένα ιοβόλο πνεύμα που αγγίζει ακόμα και τα όρια του χιούμορ.
Για τον «φθονερό» Έλληνα ο Κων. Τσάτσος μάς λέει:
«Ο Έλληνας δεν συχωρνάει στον συμπολίτη του καμιά προκοπή. Όποιον τον ξεπεράσει ο Έλληνας τον φθονεί με πάθος και εάν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από ’κει που ανέβηκε, θα το κάνει. Μα το πιο σπουδαίο για να καταλάβεις τον Έλληνα, είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει το φθόνο του, τον τρόπο που εφεύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Του αρέσει η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου ηθικού φόνου, διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρει την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και τις πλατείες. Γιατί και τη συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη αυτοί οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Έλληνες, οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου».
Και συνεχίζει: «Αρέσει, για να πούμε την αλήθεια, στους περισσότερους Έλληνες, η πετυχημένη, η έντεχνα σκαρωμένη, συκοφαντία. Σχηματίζεται γύρω της μια συμπαθούσα κοινή γνώμη από όλες, τις συγκλίνουσες μοχθηρίες, τις ζήλιες, τις αρρωστημένες καχυποψίες, από όλες τις κουρασμένες και τραυματισμένες ψυχές. Και έτσι κρυσταλλώνεται γύρω από τον αρχικό ιοβόλο λόγο, ένα στέρεο σάρκωμα, ένας όγκος που στον καθένα επιβάλλεται και τον φοβάται ο καθένας και αποφεύγει να τον αγγίζει!»
Τι λέτε, είναι αρκετά καθαρός ο «καθρέφτης» αυτός και για τον σύγχρονο Έλληνα; Αναρωτιέμαι μόνον αν αυτά τα χαρακτηριστικά δεν τα συναντάει κανείς και σ΄άλλους λαούς. Για παράδειγμα στους Αγγλοσάξονες... Έχουμε και πρόσφατα παραδείγματα.