«Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς». Σωστά, πολύ σωστά, φιλοξενούσε χθες κατά το ήμισυ τον παραπάνω στίχο αθηναϊκή εφημερίδα στο πρωτοσέλιδό της, βάζοντας «λεζάντα» στη συνάντηση... κορυφής του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνη Σαμαρά.
Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τότε που πήγαινε η γάτα στο χορό, λίγο μετέπειτα, «αν» και «όποτε» προέκυπτε τέτοια συνάντηση, είχε ένα ενδιαφέρον. Μια «τσαχπινιά», ένα κάτι που όλοι περίμεναν για να σχολιάσουν και να συζητήσουν. Τώρα... τώρα πέρασε στα ψιλά της επικαιρότητας. Όχι ότι έλειψαν τα πρωτοσέλιδα, λόγω της υφής της συνάντησης και της θεσμικής θέσης των δύο, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δεν... πούλησε. Και δεν... πούλησε για τον απλούστατο λόγο ότι έχουμε άλλους «καημούς», πολύ πιο πιεστικούς και πιο πρακτικούς από την πολιτικάντικη συζήτηση των δύο. Εμείς τώρα κοβόμεθα πότε θα πέσουν εκείνα τα ρημαδο-σπρεντ, που πέσιμο δεν έχουν, πότε θα πέσουν τα επιτόκια δανεισμού, «πού» θα κλείσει το Χρηματιστήριο, «τι» θα γίνει από Δευτέρα που θα μας ξανάρθουν οι του Νομισματικού, τι έγινε με την επιστολή που έστειλε χθες το υπουργείο Οικονομικών σχετικά με εκείνο το «γεμάτο πιστόλι» και άλλα τέτοια. Τι θα γίνει με τη μηδενική ρευστότητα στην αγορά, τι δεν θα γίνει λόγω ανύπαρκτης ανάπτυξης. Εν πάση περιπτώσει, έχουμε «υπαρξιακές» αγωνίες, οι οποίες για να κοπάσουν απαιτούν χειροπιαστά αποτελέσματα.
Ύστερα όταν συναντιέται ο πρωθυπουργός με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιμένει κανείς η συνάντηση να είναι πικάντικη. Να έχει... καρύκευμα. Να υπάρξουν ηχηρές διαφωνίες εκ μέρους της αντιπολίτευσης, να δημιουργηθεί ένα κλίμα, να παραχθεί ένας πολιτικός και αντιπολιτευτικός κουρνιαχτός και να είναι όλα σωστά και αλά ελληνικά. Τώρα όμως;
...Τώρα όμως, ε... Βρέθηκαν, τα είπαν (ποιος ξέρει και τι θα είπαν που δεν το μολογάνε) και βγήκε μετά ο Αντώνης Σαμαράς και είπε ότι «με το κατάλληλο μείγμα οικονομικής πολιτικής μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας». Άλλωστε για «μείγμα πολιτικής» μιλάει εδώ και πάρα πολύ καιρό και έχει μάλιστα καταθέσει και σειρά προτάσεων. Και τι άλλο να πει δηλαδή; Γιατί αυτός που πραγματικά βρίσκεται από πολιτικής πλευράς σε δύσκολη θέση και ουσιαστικά δεν μπορεί ν’ ασκήσει αντιπολίτευση είναι ο Αντώνης Σαμαράς. Γι’ αυτό ή και γι’ αυτό η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να πάρει τα πάνω της. Είναι υποχρεωμένη λόγω της εθνικής κρίσης να ακολουθήσει μια συναινετική και χαμηλών τόνων «αντιπολιτευτική» τακτική για δύο λόγους: πρώτον γιατί τα αδιέξοδα είναι τέτοια που ούτως ή άλλως τα περιθώρια και οι εναλλακτικές είναι ελάχιστες και δεύτερον διότι αν αρχίσει να σφυροκοπάει την κυβέρνηση θα φανεί ότι υιοθετεί μια αντεθνική συμπεριφορά σε μια ώρα που χρειάζεται συναίνεση και εθνική ενότητα. Και φυσικά, τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ, ως κόμματα εξουσίας, την έχουν λερωμένη τη φωλιά τους, από τη μεταπολίτευση και μετά, για το χάλι που βρίσκεται σήμερα η οικονομία. Είναι συνυπεύθυνα και συνένοχα ως κόμματα εξουσίας.
Πέραν του ότι η πικρά πείρα του τελευταίου διαστήματος, αν δεν μας έχει διδάξει (γιατί δεν μαθαίνουμε και εύκολα), μας έχει τουλάχιστον δείξει ότι η πολλή και ανεξέλεγκτη φλυαρία βλάπτει σοβαρά την καταπονημένη υγεία της ημιθανούς ελληνικής οικονομίας. Οι περίφημες «αγορές» μας παρακολουθούν τι κάνουμε, τι λέμε, πότε μας πιάνει λόξιγκας και ανάλογα αντιδρούν. Και πώς αντιδρούν; Ανεβάζοντας τα επιτόκια δανεισμού. Και κει πάνω που πάμε να πούμε «Δόξα σοι ο Θεός», αρχίζουμε πάλι τα «Παναγία βόηθα»!
Τι να βγει να πει λοιπόν ο Σαμαράς; Να αφήσει κάποια αντιπολιτευτική κορώνα και ν’ αρχίσουν τα σπρεντ να παίρνουν τον ανήφορο; Εδώ δεν λένε να πέσουν έτσι κι αλλιώς. «Σεμνά και ταπεινά», που έλεγε και ο προκάτοχός του, έκανε μια δήλωση και βέβαια είναι, επίσης, γνωστή και διατυπωμένη η θέση του περί αποφυγής προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κατά συνέπεια «μακριά» και από το Ευρωπαϊκό Πακέτο Στήριξης που το περιλαμβάνει.
Σε περιπτώσεις όπως η σημερινή κατάσταση, η συναίνεση ερμηνεύεται καλά και ντε από την πειστικότητα των γεγονότων, έτσι... από μόνη της και όχι λόγω πολιτικής σύμπνοιας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.