Γράφει ο Βασίλης Νιζάμης,
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο
http://www.nizamis.blogspot.com
Επειδή πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για τα οικονομικά μέτρα της Κυβέρνησης και εάν αυτά συνάδουν με την πολιτική της φιλοσοφία, εις τρόπον ώστε αρκετοί μεν εντός του ΠΑΣΟΚ να έρχονται σε λεκτικές προστριβές, εξ αριστερών δε να ξιφουλκήσουν εναντίον της με λαϊκίστικους όρους του στιλ ότι η Κυβέρνηση κινείται τάχα βάσει σχεδίου για την υφαρπαγή των εισοδημάτων των πολιτών και άλλα τοιαύτα χαριτωμένα, ενώ εκ δεξιών, ελλείψει επιχειρηματολογίας, επιχειρείται η υιοθέτηση της συνθηματολογίας περί καθυστερήσεως λήψεως των αναγκαίων μέτρων, προς αντιμετώπισιν των οξύτατων προβλημάτων της οικονομίας μας, αλλά και προς ενημέρωσιν των μεγάλης μερίδας των πολιτών που δείχνουν κατανόηση για το «Γολγοθά» που ανεβαίνει η Κυβέρνηση και όλοι εμείς μαζί της, προκειμένου να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα της ολιγωρίας των τελευταίων ετών, κρίθηκε σκόπιμη η εκπόνηση του παρόντος άρθρου, προκειμένου να αναδειχθεί ο σημαίνων ρόλος κάποιων εννοιών, που βρίσκονται μεν στο περιθώριο των εξελίξεων, πλην, όμως, πρωταγωνιστούν άθελά τους στη διαμόρφωσή τους.
Στην τρέχουσα περίοδο της έντονης εθνικής ανάγκης για την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας και τη διατήρηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας, φαντάζει ως ψευτοδίλημμα το εάν τα οικονομικά μέτρα, που ανακοινώθηκαν, συνάδουν ή όχι με την πολιτική φιλοσοφία της Κυβέρνησης και τούτο διότι πρέπει πρωτίστως να απαντήσουμε στο αμείλικτο ερώτημα εάν τα μέτρα αυτά ήταν «αναγκαία» ή «αναγκαστικά».
Και επειδή η ελληνική γλώσσα «δεν μασάει τα λόγια της» ας δούμε ποια είναι η διαφορά μεταξύ των εννοιών αυτών. Ως «αναγκαίο» ορίζεται αυτό που είναι απαραίτητο να γίνει, ενώ ως «αναγκαστικό» ορίζεται αυτό που είναι υποχρεωτικό να γίνει, ελλείψει άλλης επιλογής.
Ύστερα, από την επισήμανση αυτή είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τι ήταν απαραίτητο να έχει γίνει και δεν έγινε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, ιδίως στη διάρκεια των τελευταίων 5,5 χρόνων, προκειμένου να θωρακιστούν τα δημόσια οικονομικά απέναντι στον υπέρογκο δανεισμό, που υπέσκαπτε τα θεμέλια της ανάπτυξης και στην επερχόμενη διεθνή οικονομική κρίση από τη μια και στα μέτρα που μας επιβλήθηκαν που την Ευρωπαϊκή Ένωση και που ήμασταν αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε, προκειμένου να αποφύγουμε την επερχόμενη χρεοκοπία, μη έχοντας άλλη επιλογή από την άλλη;
Όταν προσφάτως ο πρωθυπουργός μιλούσε για μείωση της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και ο γράφων προεκλογικά επισήμαινε, φέρνοντας το παράδειγμα του Αλκιβιάδη, που έθετε πριν από 2.500 χρόνια στους Αθηναίους το δίλημμα «ή θα επικρατήσουμε ή θα υποταχθούμε», ακριβώς σε αυτήν την περίπτωση που κάποιος άλλος θα σου υπαγορεύει το τι θα κάνεις αναφερόμασταν.
Κι αν μεν αναγκάστηκε η Κυβέρνηση να εφαρμόσει τα μέτρα, που της ορίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εντούτοις το αξιοπρόσεκτο ήταν ότι απέναντι στην «αναγκαιότητα» αυτή αντιπρόβαλε με θάρρος και έγινε στη διεθνή κοινότητα αντιληπτό, αλλά και αποδεκτό, αυτό που ήταν άκρως «αναγκαίο», δηλαδή να δανειζόμαστε με τους όρους που ισχύουν και για τις άλλες χώρες, δηλαδή με χαμηλά επιτόκια, διότι σε διαφορετική περίπτωση τα ποσά, που θα εξοικονομούνται από τη δυσάρεστη αυτή πολιτική, δεν θα καταλήξουν στη μείωση του εξωτερικού χρέους και εν τέλει στην έξοδό μας από την οικονομική κρίση, αλλά στην αποπληρωμή των υπέρογκων τόκων, με αποτέλεσμα να μπούμε σε μια διαδικασία, που θυμίζει κυλιόμενη άμμο, όπου αργά, αλλά σταθερά βυθίζεται αυτός που παγιδεύεται, μέχρι να έρθει το τέλος του...
Η ελληνική αυτή αντίληψη ήταν εν μέρει αιρετική, αφού είναι παράδοξο ο αφερέγγυος να υπαγορεύει και τους όρους του δανεισμού του στους δανειστές, παραδοξότητα, όμως, που με τη συνέργεια των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών ήδη κατέστη ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Αυτό που απομένει να δούμε είναι εάν πράγματι οι αποφάσεις που λήφθηκαν στις 25 Μαρτίου στην Ευρώπη θα φέρουν τα αναμενόμενα απτά αποτελέσματα για την αποφυγή της οικονομικής ασφυξίας μας, έτσι ώστε να ακολουθήσει και η χάραξη της αναπτυξιακής πολιτικής, που ενώ δεν θίγεται άμεσα με τα μέτρα που μέχρι σήμερα έχουν ληφθεί, εντούτοις είναι άκρως αναγκαία για να τονωθεί η αγορά, μέσω της μεταφοράς της ρευστότητας και με όρους ευνοϊκούς στην μαστιζόμενη μεσαία τάξη, που αποτελεί τον πραγματικό αιμοδότη μιας οικονομίας, που στερείται ακόμη αναπτυξιακών υποδομών, χαρακτήρα και προοπτικής...