Πέρασε πλέον και το Πάσχα, η πιο λαμπρή γιορτή της Ορθοδοξίας. Αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες τις άλλες με το βαθύ της νόημα και περιεχόμενο και τιμάται ιδιαίτερα από το λαό.
Ήταν πρώιμο το φετινό Πάσχα. Το έδειξε με έμφαση ο καιρός με τα διαρκή σκαμπανεβάσματά του, τις μέρες στις οποίες οι ηλιόλουστες χάρες εναλλάσσονταν με τις μολυβένιες συννεφιές, που αποτέλεσαν την τροχοπέδη στην ανυπόμονη βιασύνη μικρών και μεγάλων να πετάξουμε από πάνω μας τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα και να ντυθούμε τα ανάλαφρα ανοιξιάτικα. Έτσι η καμπαρτίνα και το παλτό έκαναν την εμφάνισή τους στην περιφορά του Επιταφίου και στην αναστάσιμη χαρά. Πολλές δε οικογένειες συμπολιτών μας αποθαρρύνθηκαν να μεταβούν στα ορεινά πατρογονικά ενδιαιτήματά τους τις ημέρες του Πάσχα εξαιτίας του ψύχους.
Εκείνο που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τις μέρες αυτές ήταν η μεγάλη συρροή πιστών στους ναούς. Προσήλθαν αυθόρμητα για να απολαύσουν την κατάνυξη των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας και την αναστάσιμη χαρά. Ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό το θέαμα που εμφάνιζε η φωτοπλημμύρα των λαμπάδων των πιστών τόσο κατά την περιφορά των Επιταφίων όσο και κατά την ψαλμωδία του αναστάσιμου παιάνα: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών...» στα προαύλια των ναών. Αυτό έδωσε την αφορμή για τον σχολιασμό πως, παρά την πολεμική κατά της Εκκλησίας, ο λαός παραμένει πιστός στην πλειοψηφία του και τηρεί τις παραδόσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα παρήγορο την εποχή αυτή της κρίσης και της διαφθοράς. Δεν συνιστά όμως σε καμία περίπτωση εφησυχασμό. Γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και ο κίνδυνος αλλοτρίωσης από την παράδοση αφελληνισμού και αποορθοδοξοποίησης μεγάλος.
Την πνευματική πανδαισία του Πάσχα συνόδευσε, όπως πάντα, το υλικό πασχαλινό τραπέζι. Πλούσιοι και πένητες χάρηκαν και ευφράνθηκαν, καθώς και οι τρόφιμοι των διάφορων ιδρυμάτων. Όλοι απήλαυσαν το «συμπόσιο της πίστης» και το υλικό συμπόσιο.
Δεν έλειψαν όμως και οι ασθενείς, οι φυλακισμένοι, όσοι οδήγησαν πρόσφατα προσφιλή τους πρόσωπα στον τάφο, καθώς και κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί μας που βίωσαν τις άγιες αυτές ημέρες μεγαλύτερο τον πόνο τους. Τον αισθάνθηκαν να πιέζει τις καρδιές τους. Να είναι αβάστακτος. Χρειάζεται πραγματικά γρανιτένια πίστη και δύναμη ψυχής για ν’ αντιμετωπίσεις ψύχραιμα τη μοναξιά, τη σοβαρή ασθένεια, τη στέρηση προσφιλών προσώπων και άλλα δεινά της ζωής. Τέτοιες μέρες θυμάμαι συχνά τη σοφή ρήση του Παπαδιαμάντη: «Σα να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου». Αθάνατε κοσμοκαλόγηρε, κυρ-Αλέξανδρε, να ζεις αιώνια στην αγκαλιά του Θεού.
Αυτά τα σοφά λόγια ανακάλεσε στη μνήμη μου το μεσημέρι της δεύτερης μέρας του Πάσχα μια απρόσμενη θλιβερή εικόνα. Ήταν μια ομάδα αλλοδαπών παιδιών, Ρώσων κατά τη δήλωσή τους, ηλικίας από δώδεκα μέχρι δεκαοκτώ χρόνων περίπου. Κατέβαιναν προς το κέντρο της πόλης σε μεγάλο δρόμο της συνοικίας Νεράιδα, κοντά στο νεόδμητο περικαλλή ναό του Προφήτη Ηλία. Καθώς προσήγγιζαν τους κάδους απορριμμάτων, τους άνοιγαν κι ερευνούσαν να βρουν κάτι φαγώσιμο για να κορέσουν την πείνα τους. Ήταν ένα θέαμα συγκλονιστικό. Μια θλιβερή εικόνα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν θα λησμονήσω την πρόθυμη αποδοχή εκ μέρους τους φαγητών (πίτες, κουλούρια, ψητό κρέας) που τους πρόσφεραν με ευγένεια οι περίοικοι. Ούτε θα πάψει ν’ αντηχεί στ’ αυτιά μου η ομολογία ενός από αυτά τα αξιολύπητα παιδιά ότι κοιμούνται στο... πάρκο!
Δεν ξέρω τι να πω. Πώς να εκφραστώ για να διαζωγραφίσω με το λόγο την τραγική τους θέση, αν βέβαια δεν υπέκρυπταν κάτι άλλο. Αλλά τότε, σκέφτομαι, γιατί να ψάχνουν στους κάδους για να βρουν κάτι φαγώσιμο; Ποιος ο λόγος να περιφέρονται ανέστοι και νηστικοί και να καταδέχονται να ψάχνουν τροφή στα σκουπίδια, σαν τα ποντίκια; Θα χρειαζόταν ένας Ουγκό για να εμφανίσει όλη την αθλιότητά τους σήμερα. Στον 21ο αιώνα!
Η θέα των παιδιών αυτών έγινε αφορμή συζήτησης. Λέχθηκαν πολλά σχετικά με την κατάστασή τους και με το λόγο άφιξής τους στη χώρα μας. Εύλογα τέθηκε το ερώτημα: Ποιοι τα έφεραν εδώ; Πώς τα έφεραν; Και για ποιο λόγο; Μήπως με την προοπτική να νομιμοποιηθούν σε κάποιο χρόνο; Είναι τόσο φτωχά, ώστε να μην βρίσκουν ένα ξεροκόμματο στη χώρα τους και έρχονται εδώ να κακοπαθούν και να υποφέρουν και να καταλήξουν ενδεχομένως - για να μην πούμε κατά αναπόδραστη ανάγκη - στην αλητεία, στη βία και στην παρανομία; Μήπως είναι θύματα αδίστακτων δουλεμπόρων από αυτούς που έχουν γεμίσει τη χώρα μας με χίλιους δυο λαθρομετανάστες; Τους υπόσχονται μια καλύτερη ζωή, εκμεταλλευόμενοι την ανέχεια, τον πόνο και τη δυστυχία τους; Και συνάμα εκμεταλλεύονται και τα αισθήματα ανθρωπιάς, οίκτου και συμπόνιας των συμπατριωτών μας, με αποτέλεσμα να προβληματίζονται πολύ αν πρέπει να βοηθήσουν κάποιον, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι αλλοδαπός; Και τελικά βοηθούνται έτσι σωστά αυτοί οι άνθρωποι ή καταρρακώνονται και χάνουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς; Κι αντί να τους βοηθήσουμε, έτσι τους οδηγούμε στην καταστροφή τη δική τους, αλλά και του τόπου μας;
Με όλο το σεβασμό στα πρόσωπα και στην κατάσταση των συγκεκριμένων παιδιών, αλλά και όλων των λαθρομεταναστών, είμαστε υποχρεωμένοι να τονίσουμε την πικρή αλήθεια ότι γίναμε ως χώρα ξέφραγο αμπέλι. Μπαίνει και βγαίνει ο καθένας όποτε θέλει. Βοηθάει, βέβαια, σε αυτό και η δυσκολία φύλαξης των συνόρων μας από ξηρά και ιδίως από τη θάλασσα. Αλλά αυτό που παρατηρείται σε μας δεν συμβαίνει πουθενά. Πήγαμε με συνάδελφο στην Κινσάσα του Κονγκό και μέχρι να βγούμε από το αεροδρόμιό της είδαμε και πάθαμε. Και τούτο, γιατί δεν ξέραμε την ακριβή διεύθυνση της οικίας του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Κεντρώας Αφρικής. Ήθελαν να τους αναφέρουμε οδό και αριθμό. Βγήκαμε τελικά από το αεροδρόμιο κατόπιν παρέμβασης της Ιεραποστολής και αφού επιστήθηκε στον υπεύθυνο αξιωματικό η παρέμβασή του, γιατί αλλιώς θα αναφερόταν το περιστατικό στην πρεσβεία μας. Τόση δυσκολία συναντήσαμε να εισέλθουμε πού; Στο Κονγκό! Και όταν επιστρέψαμε στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» δεν έγινε καμιά έρευνα σε κανέναν. Περάσαμε χωρίς να μας ρωτήσει κανένας ποιοι είμαστε, πού πάμε και γιατί κ.λπ. Κι ερχόμασταν μέσω Παρισιού.
Θα μάκραινε πολύ ο λόγος αν έπρεπε να επεκταθούμε περισσότερο. Κλείνουμε στο σημείο αυτό το σύντομο σημείωμά μας τονίζοντας πως είναι απαράδεκτο και απάνθρωπο το φαινόμενο των λαθρομεταναστών που συνωστίζονται στις προκυμαίες των νήσων μας και φυτοζωούν στο πάρκο τρεφόμενοι από τα σκουπίδια των κάδων απορριμμάτων. Είναι αυτό ντροπή για τη χώρα μας και τον πολιτισμό μας. Είναι απαξίωση του ανθρώπινου προσώπου και δυναμίτιδα στα θεμέλια της κοινωνίας. Οι αρμόδιοι κρατικοί και άλλοι φορείς θα πρέπει να εγκύψουν στο πρόβλημα και να δώσουν την πρέπουσα λύση.