Η αιτία που οι ξυλοσουγιάδες λέγονται «Κολοκοτρώνηδες», έχει σχέση με την Επανάσταση του 1821 και ειδικότερα με τις διαμάχες των αγωνιστών και των κυβερνήσεων. Και να ποια είναι η ιστορία τους. Το Δεκέμβριο του 1824 έφυγαν από το Ναύπλιο, οι Ανδρέηδες (Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος). Τότε ξαναφούντωσε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των καπεταναίων και κυρίως του Γέρου του Μοριά, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και της κυβερνήσεως.
Η νίκη των κυβερνητικών στη Θάνα την 22α Νοεμβρίου 1824, όπου εφονεύθη ο γιος του Κολοκοτρώνη Πάνος, καθώς και οι αντίστοιχες νίκες στα Καλάβρυτα και στα Τρίκαλα Κορινθίας, ανάγκασαν τους οπλαρχηγούς να εγκαταλείψουν τον αγώνα.
Ο Γέρος του Μοριά, σωστό ράκος από το χαμό του αγαπημένου γιου Πάνου και απογοητευμένος από τον εμφύλιο πόλεμο, που ποτέ του δεν ξεκίνησε πρώτος, μαζί με πολλούς οπλαρχηγούς και καπεταναίους, παρεδόθησαν με τη θέλησή τους στην κυβέρνηση του Ναυπλίου, αφού είχαν και τις διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών ότι, όχι μόνον δεν θα τους πειράξουν, αλλά ότι θα ήρχοντο σε συμβιβασμό μαζί τους.
Η κυβέρνηση όμως δεν τήρησε το λόγο της και τα συμφωνηθέντα. Έτσι έδωσε εντολή στον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, να συλλάβει όλους τους προσελθόντες, οπλαρχηγούς και καπεταναίους, να τους αφοπλίσει μέχρι και σουγιά και να τους έχει υπό περιορισμό. Παράλληλα διατάχθηκε η γολέτα «ΓΟΡΓΩ» να καταπλεύσει από την Ύδρα στ' Ανάπλι, να τους παραλάβει και να τους μεταφέρει στην Ύδρα, για να τους κλείσουν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη ήσαν οι Γεώργιος Σισίνης και ο γιος του Χρύσανθος, Δεληγιανναίοι, Νοταράδες, ο Μητροπέτροβας, ο Γρίβας και άλλοι πολλοί.
Ο Σκούρτης συμμορφώθηκε απολύτως με τις διαταγές της κυβερνήσεως και όταν η «ΓΟΡΓΩ» αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Ναυπλίου, με συνοδεία ναυτών και στρατιωτών οδήγησε τους συλληφθέντες στην προκυμαία, για να επιβιβασθούν στο πλοίο. Κατά τη μεταφορά τους ένα πλήθος βαλτών-πληρωμένων έβριζε τόσο τον Κολοκοτρώνη, όσο και τους λοιπούς. Ο Κολοκοτρώνης τότε στράφηκε στη συνοδεία του και είπε: «Σεις που είστε στρατιώτες, κρίνετε σε ποιόν πρέπει ντροπή» και απευθυνόμενος στον πλοίαρχο τον ρώτησε «σου αρέσει καπετάν Κυριάκο αυτή η συμπεριφορά;». Οι στρατιώτες επενέβησαν και απομάκρυναν το πλήθος.
Περνώντας τα στενά δρομάκια του Ναυπλίου, έφθασαν στο τελευταίο μικρό σοκάκι πριν την προκυμαία. Εκεί σε ένα μικρό-φτωχό ψιλικατζίδικο ο Κολοκοτρώνης είδε σε ένα ζεμπίλι κρεμασμένους ξυλοσουγιάδες για πούλημα. Γύρισε στον πλοίαρχο και του είπε: «Καπετάν Κυριάκο, αφού μου κατάσχεσες το μαχαιράκι που είχα, θέλω-ζητώ να με αφήσεις να πάρω ένα ξυλοσουγιά για να κόβω το ψωμί μου μπουκιές, για να μπορώ να το φάω». Εκείνος του 'δωσε αυτή τη δυνατότητα, χαμογελώντας με λύπη. Τότε ο Γέρος του Μοριά γύρισε στον ψιλικατζή-καταστηματάρχη και του είπε: «Είμαι ο Κολοκοτρώνης, θέλω να μου δώσεις, με πίστωση, έναν ξυλοσουγιά και όταν ελευθερωθώ εγώ και η πατρίδα θα στον πληρώσω». Ο ψιλικατζής άρπαξε το ζεμπίλι, που ήταν κρεμασμένοι οι ξυλοσουγιάδες, και το άδειασε στα πόδια του Κολοκοτρώνη και κατασυγκινημένος είπε: «Όλοι δικοί σου στρατηγέ».
Το στιγμιότυπο αυτό με τον ξυλοσουγιά, διαδόθηκε αμέσως σε όλο το Ναύπλιο και στη συνέχεια σε όλο το Μοριά. Από τότε ο ξυλοσουγιας πήρε το όνομα «Κολοκοτρώνης». Με το όνομα αυτό κυκλοφορεί μέχρι τις μέρες μας, όπου φυσικά τον βρίσκουμε γιατί σπανίζει.
Πηγές:
* Ναυτική Ελλάδα, Φεβρουάριος 1949
* Βιβλίο «ο Γέρος του Μοριά», του Σπύρου Μελά
* Περιοδικό «ΜΑΧΑΙΡΙΑ», Νο 19-
*Ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι συνταγματάρχης ε. α., πρόεδρος Δ.Σ. Συνδέσμου Πελοποννησίων ν. Λαρίσης «Ο Μοριάς»