Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλεγε συχνά στους υπουργούς του: «Οι καθυστερήσεις και οι αναβολές με αρρωσταίνουν. Διότι όσο παρατείνεται ένα πρόβλημα τόσο η επίλυσή του καθίσταται δυσχερέστερη». Εγώ προσθέτω και τόσο διογκώνεται η επικινδυνότητά του. Αυτή τη βασική αρχή της πολιτικής προφανώς αγνοεί ο κ. Παπανδρέου. Διότι πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς ότι χρειάστηκαν τέσσερις ολόκληροι μήνες για να αντιληφθεί ο πρωθυπουργός ότι η οικονομική κρίση έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, είναι αδύνατον να εφαρμοστούν και ότι η κυβέρνηση των διαβουλεύσεων οφείλει να μεταβληθεί σε κυβέρνηση αποφάσεων. Η τετράμηνη «διαβούλευση» ή καλύτερα «αβουλία» οδήγησε στην ανάγκη τα αναγκαία μέτρα να γίνουν σκληρότερα αλλά και η αντιμετώπιση της κρίσης δυσχερέστερη.
Ορισμένοι αποδίδουν την καθυστέρηση των κυβερνητικών αντιδράσεων στη διβουλία που υπάρχει στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και η οποία απαιτεί «ωρίμανση» των αποφάσεων. Δεν νομίζω όμως ότι συμβαίνει μόνον αυτό. Διότι σε πολλά άλλα θέματα η κυβέρνηση επέδειξε στο τετράμηνο που ασκεί την εξουσία και σπουδή και «ετοιμότητα». Π.χ. έθεσε ως άμεσες προτεραιότητές της το θέμα της ιθαγένειας και της ψήφου των μεταναστών, τη θέσπιση νέου εκλογικού συστήματος, τη νέα διοικητική διαίρεση της χώρας, την ανασύσταση εξεταστικών επιτροπών για υποθέσεις που έχουν ήδη διερευνηθεί ή παραγραφεί, προέβαλε ακόμη και ζήτημα αν πρέπει να διατηρηθούν ή να αποκαθηλωθούν από τα σχολεία και τα δημόσια καταστήματα τα θρησκευτικά μας σύμβολα. Άραγε αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι πολλά από τα θέματα αυτά υποστηρίζονται διακαώς από το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ; Μάλλον όχι. Όπως διόλου δεν πρέπει να αποκλεισθεί και ένα άλλο ενδεχόμενο: Δηλαδή η προτεραιότητα που έδωσε η κυβέρνηση στα θέματα αυτά, πέραν της ιδεολογικής ικανοποίησης των εσωκομματικών της αντιπάλων (ως εξισορρόπηση της «αντιλαϊκής» πολιτικής της), να υπηρετεί και μικροπολιτικούς στόχους. Όπως ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης και η πρόκληση μιας τεχνητής πολιτικής οξύτητος σε ζητήματα εγνωσμένης διαφωνίας, κυρίως μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Τέλος, πολλοί υποστηρίζουν –και νομίζω βασίμως – ότι η σπουδή τόσο για την ψήφο των μεταναστών όσο και για τη νέα διοικητική διαίρεση, με τις ανάλογες εκλογικές προσαρμογές που θα ακολουθήσουν, υποκρύπτουν πρόθεση αλλοιώσεως του εκλογικού αποτελέσματος, πρωτίστως στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως τον προσεχή Οκτώβριο.
Έτσι, και ενώ η οικονομική κρίση εισβάλλει πλέον βίαια στα σπίτια όλων των Ελλήνων, κάποιοι εγκέφαλοι στο ΠΑΣΟΚ φαίνεται να πιστεύουν πώς η πολιτική αντιπαράθεση θα παραμείνει τελματωμένη στο αν οι μετανάστες θα αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα, η ευρύτητα των οποίων δεν υπάρχει σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, αν θα καταργηθεί ο σταυρός προτιμήσεως, καθιστώντας τον κομματικό αρχηγό μονοκράτορα, αν το χωριό Καλλικράτης στην Κρήτη θα ενωθεί με τον Δήμο Αρμένων ή με τον Δήμο Σφακίων κ.ο.κ. Όσο για επανασύσταση εξεταστικών επιτροπών, οι εμπνευστές της ιδέας δεν θα πρέπει να είναι υπερήφανοι που επέτρεψαν για μία ακόμη φορά στον κ. Χριστοφοράκο, αντί απολογίας, να ρίχνει λάσπη στον ανεμιστήρα.
Ασφαλώς η τακτική αυτή της κυβερνήσεως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την επιζητούμενη από την ίδια πολιτική συναίνεση στο μείζον θέμα της οικονομικής κρίσης. Πρώτον, διότι η πολιτική συναίνεση προαπαιτεί λαϊκή σύμπνοια. Και, δεύτερον, διότι η τακτική αυτή προδίδει αυταρχισμό και έλλειψη κάθε σεβασμού προς την αντίθετη πολιτική άποψη. Παρά ταύτα, ο αρχηγός της Ν.Δ. αξιολόγησε ορθώς τις εθνικές προτεραιότητες και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, στηρίζοντας το κυβερνητικό Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ας ελπίσουμε ότι και η κυβέρνηση θα αντιληφθεί έγκαιρα ότι η συναίνεση αποτελεί δρόμο διπλής κατευθύνσεως, απαιτεί συνδιαλλαγή και προπαντώς συνευπευθυνότητα. Αλλιώς συναίνεση μόνο για την αντιμετώπιση των σκληρών μέτρων για την οικονομία δεν νοείται.
* Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας
«Κωνσταντίνος Καραμανλής» και πρώην υπουργός