Του δασκάλου Δραγανιδάκη Δημήτρη,
προέδρου της Λ.Ε.Κ. Λάρισας
Κατά την «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών στα μέσα Μαρτίου του 1941, ένας τιτάνιος αγώνας διεξήχθη στο ύψωμα 731. Η κατάληψή του είχε τεράστια σημασία για τους Ιταλούς αφού αν περνούσαν την Κλεισούρα θα μπορούσαν να κατευθυνθούν μέσω της κοιλάδας του Αώου προς Πρεμετή-Λεσκοβίκι-Μέρτζανη και Ερσέκα, αποκόπτοντας έτσι το βόρειο από το νότιο μέτωπο για να κατευθυνθούν στη συνέχεια προς τα Ιωάννινα.
Από τις 6.30 το πρωί της 9ης Μαρτίου έως και τις 9.00, οπότε και εκδηλώθηκε η επίθεση του ιταλικού πεζικού, ξέσπασε η κόλαση. Τα 300 βαρέα πυροβόλα των Ιταλών έριξαν περί τα 100.000 βλήματα σε όλο το μήκος του μετώπου. Στο διάστημα αυτό το 731 κυριολεκτικά ανασκάφτηκε. Οι ιταλικές οβίδες πέσανε μαζεμένες πάνω στον παγωμένο λόφο και εντός διώρου, το ανάγλυφο μεταβλήθηκε καθώς μειώθηκε το ύψος της κορυφής κατά πέντε μέτρα!!
Μια κόλαση πυρός, μια ατμόσφαιρα βαριά, από σκόνη, φωτιά, καπνό και πυρωμένο σίδερο περιβάλλει τους άνδρες που σύμφωνα με μαρτυρίες δεν διακρίνουν τίποτε σε απόσταση δέκα μέτρων. Ωστόσο όταν εκδηλώθηκε η σφοδρή επίθεση του ιταλικού πεζικού, εκεί στο ανασκαμμένο 731, υπήρχαν ακόμα Έλληνες που σταμάτησαν και αυτή όπως και όλες τις άλλες 18 ιταλικές επιθέσεις στις επόμενες 7μέρες.
Είχε προηγηθεί η διαταγή του ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά, διοικητή του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος που υπερασπιζόταν το 731:
«Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε τους άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Τότε μόνον θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Ίσως όμως, το καλύτερο αφιέρωμα στη μνήμη των ηρωικών υπερασπιστών του 731 να είναι τα λόγια ενός «εχθρού». Ενός Ιταλού, έφεδρου ανθυπολοχαγού, που ηγήθηκε πολλές φορές των ανδρών του στις επιθέσεις κατά του 731.
«Όταν εφορμήσαμε την πρώτη φορά κατά του 731, πίστευα ότι δεν θα συναντούσαμε ούτε έναν Έλληνα ζωντανό πάνω στο ύψωμα. Τόσο σφοδροί ήταν οι βομβαρδισμοί που προηγήθηκαν. Όμως εκείνοι ήταν εκεί και μας περίμεναν. Συνέχισα να πιστεύω το ίδιο και στις επόμενες επιθέσεις μας, που πάντα εκδηλώνονταν ύστερα από καταιγιστικά πυρά του πυροβολικού και της αεροπορίας μας. Όμως πάντα μας περίμεναν και μας απέκρουαν. Μετά την τρίτη μέρα των επιθέσεών μας, έπαψα πια να ελπίζω ότι δεν θα συναντούσαμε ζωντανούς τους υπερασπιστές του 731. Και οι στρατιώτες μας έπαψαν κι αυτοί να ελπίζουν πως η αεροπορία και το πυροβολικό μας θα έκαναν τη δουλειά μας αντί για μας. Αυτό είχε πολύ άσχημο αντίκτυπο στο ηθικό τους, το έβλεπα. Συχνά οι Έλληνες μας περίμεναν όρθιοι μπροστά στα κατεστραμμένα χαρακώματά τους με τις λόγχες περασμένες στα όπλα τους. Συχνά γελούσαν δυνατά και φώναζαν. Είχαν υπερβεί τον άνθρωπο. Δεν ήταν άνθρωποι πλέον, το πιστεύω αυτό, ήταν θηρία».
Το «731», όπως έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Έλληνες στρατιώτες του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας που κατάγονταν κυρίως από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, ανέτρεψαν με την αντίστασή τους τα σχέδια του Μουσολίνι θυσιάζοντας την ίδια τους τη ζωή «…τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Μια αντίσταση και μια θυσία που, ιδίως στις μέρες μας, δίνει μεγαλύτερη αξία στα λόγια του ιστορικού Πολύβιου:
«Η ειρήνη είναι η μεγαλύτερη ευλογία, αν μας εγγυάται την τιμή μας και τα δικαιώματά μας. Αν όμως έχει σαν συνέπεια το χαμό της εθνικής μας ανεξαρτησίας και την κηλίδωση της ένδοξης ιστορίας μας, τότε δεν υπάρχει άλλο πιο ατιμωτικό και πιο ολέθριο απ’ αυτή».
Αιωνία η μνήμη τους.