Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε κυριολεκτικά μάρτυρες ενός ρατσιστικού παραληρήματος που αγγίζει τα όρια του φασισμού, με αφορμή το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών.
Κυριολεκτικά, γιατί το ρατσιστικό αυτό παραλήρημα συνοδεύεται από πρωτοφανείς φασιστικές επιθέσεις. Μόνο τους τελευταίους μήνες είχαμε επίθεση φασιστικών στοιχείων σε βάρος κατοίκων των Αμπελοκήπων, σε συγκέντρωση ενάντια στην ξενοφοβία και το ρατσισμό, μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων στο Στέκι Μεταναστών Χανίων και άλλους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους (Αμπελόκηποι Θεσ/νίκης, Πάρκο Τρίτση, Buena Ventura), φωτιά στην Εβραϊκή Συναγωγή των Χανίων, ενώ καθημερινά είναι τα φαινόμενα ξυλοδαρμών μεταναστών σε όλη τη χώρα.
Είναι αλήθεια ότι το νομοσχέδιο έδωσε απλώς την αφορμή, γιατί ήδη τα φαινόμενα αυτά ξεκίνησαν με την αποδοχή από την πλευρά της ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ του δόγματος της «μηδενικής ανοχής», που επέβαλε ο ΛΑΟΣ μετά τις ευρωεκλογές.
Και είναι σίγουρο ότι υπάρχει το πρόσφορο έδαφος, της οικονομικής κρίσης, της ανασφάλειας, της μετατροπής της χώρας μας σε χώρα εισδοχής μεταναστών, που προκαλεί και εντείνει τις ρατσιστικές εκρήξεις. Όμως η επιδέξια χρησιμοποίηση του ρατσιστικού λόγου από κάθε λογής δημαγωγούς (το φαινόμενο το ξαναέζησε και το πλήρωσε με τραγικό τρόπο η ανθρωπότητα την περίοδο του φασισμού και του ναζισμού), προκαλεί να ανοίξουμε ξανά τη συζήτηση για αυτά που έπρεπε, από την ιστορική εμπειρία, να θεωρούνται αυτονόητα.
Και το πρώτο αυτονόητο είναι ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι τόσο παλαιό όσο και η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι νέοι πρόσφυγες, από όπου και αν προέρχονται, στους νέους χάρτες μετανάστευσης που δημιουργούνται, συνεχίζουν να διαγράφουν τις διαδρομές παλιών και νέων δρόμων εκμετάλλευσης, αδικίας και αποτελούν το ιστορικό μέτρο της ανελέητης φτώχειας και του μεγέθους των κοινωνικών ανισοτήτων.
Μιλώντας το 1992 σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου Αθήνας ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Κων/νος Τσουκαλάς τόνιζε «το ανυπόφορο (όσο η ανθρωποφαγία) και το πολιτισμικά βδελυρό του ρατσισμού οφείλεται στη συνεχή και κρυφή παρουσία του και ενώ η ανθρωποφαγία έχει σχεδόν εκλείψει, ο ρατσισμός, μας περιμένει και εμάς στη γωνία, έτοιμος να μας διαβρώσει, να μας αλλοιώσει, ίσως και να μας πείσει, άθελά μας».
Ο ρατσισμός δεν είναι ζήτημα συγκυρίας παρ’ όλο που ευνοείται από αυτή. Είναι απότοκος της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης ή όπως λέει ο Τσουκαλάς «Ο ρατσισμός είναι το νόθο παιδί του εθνισμού, το αναγκαίο στίγμα που παρακολουθεί το νεότερο κόσμο από την εποχή που οργανώθηκε σε παγκόσμιο σύστημα εθνικών κρατών. Ο ρατσισμός πάντοτε επικαλείται το έθνος, τη φυλή και την καθαρότητα του πολιτισμού. Και αν το έθνος βέβαια δεν οδηγεί αναγκαία σε φαινόμενα ρατσιστικής παραφροσύνης, αποτελεί σχεδόν πάντοτε την αφετηρία τους».
Και συνεχίζει: «Αντίθετα με τις περισσότερες άλλες αφηρημένες έννοιες, το έθνος αποδεικνύει την ιστορική του αντοχή μέσω μιας αφήγησης, που προσδίδει στην εθνική οντότητα την επίφαση της συνέχειας ενός Υποκειμένου. Υπό την αιγίδα του εθνικού κράτους κρυσταλλώθηκε η εθνική αφήγηση, κύριο ίσως μέλημα των ιδεολογικών μηχανισμών που εκβίασαν μια πολιτισμική ομοιογένεια. Η εθνική αφήγηση είναι, με την έννοια αυτή η βασική κοινωνική τεχνική που επέτρεψε την ολοκληρωμένη κρυστάλλωση των εθνικών συνειδήσεων του εθνικισμού».
Βέβαια κανείς δεν θα μπει στον κόπο της ιστορικής αναδρομής (γιατί η ιστορία ξαναγράφεται ακρωτηριασμένη και επιλεκτική), για να δει τη μετεξέλιξη του νεοελληνικού κράτους με τη- σε πολλές περιπτώσεις - βίαιη ομογενοποίηση των πληθυσμών κατά το στάδιο της επέκτασής του.
Αντίστοιχα φαινόμενα χαρακτηρίζουν και κάθε σύγχρονο έθνος-κράτος, που συγκροτήθηκε υπό την αστική εξουσία και είναι χαρακτηριστικό αυτό που είχε ειπωθεί από τον αρχιτέκτονα του ιταλικού κράτους, Καβούρ: «Κατασκευάσαμε την Ιταλία. Απομένει να κατασκευάσουμε τους Ιταλούς».
Έτσι και η Ελλάδα, έχει ιδρυθεί, μετασχηματιστεί και εξελιχθεί μέσα από συγκλίσεις διαφορετικών τοπικών και περιφερειακών πολιτισμικών ταυτοτήτων και ο καθένας μας κουβαλάει έναν πλούτο από εντελώς διαφορετικές εθνοτικές, συνειδησιακές και κοινωνικές ταυτότητες».
Όσοι βέβαια σήμερα προσεγγίζουν ή αποδέχονται αυτές τις απόψεις, χαρακτηρίζονται συλλήβδην ανθέλληνες ή προδότες.
Η υποκρισία δεν έχει όρια! Λες και ξεχάσαμε ότι οι φορείς των εθνικιστικών και ρατσιστικών αντιλήψεων (φασίστες και ακροδεξιά), ήταν στην περίοδο της ναζιστικής κατοχής οι κατ’ εξοχήν δωσίλογοι και προδότες, με τη λήξη του εμφυλίου επάνδρωσαν τα τάγματα ασφαλείας και το παρακράτος προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στις κυβερνήσεις της Δεξιάς και τους υπερατλαντικούς συμμάχους της, διέπρεψαν σε εγκλήματα κατά του λαού στην περίοδο της δικτατορίας, ενώ μετά τη μεταπολίτευση συσπείρωσαν τους νοσταλγούς της.
Οι πολίτες του έθνους λοιπόν, σύμφωνα με την «εθνική αφήγηση», πρέπει να νιώθουν άνθρωποι ανώτεροι των άλλων, μέλη μιας ιδιαίτερης φυλής, και όταν η συγκυρία το επιβάλλει, όταν η αβεβαιότητα ενταθεί, ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι πρόχειρος. Είναι οι αλλογενείς, οι «άλλοι».
Επιπλέον επειδή οι «άλλοι» έχουν άλλες πολιτισμικές αναφορές (κυρίως μουσουλμάνοι), πρέπει να οχυρωθεί ο εθνικός μας πολιτισμός ενάντια σε οποιαδήποτε απειλή πρόσμειξης και αλλοίωσής του από αλλογενή στοιχεία. Εξάλλου αυτό ήταν και το επιχείρημα για την μη αποδοχή των ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας. Η πάση θυσία περιφρούρηση της πολιτισμικής μας ομοιογένειας, δικαιώνει έτσι όλες τις ρατσιστικές εκτροπές.
Η συγκυρία σήμερα εγκυμονεί ακόμα περισσότερους κινδύνους εκτροπής γιατί το θέμα έχει σαφείς ταξικές διαστάσεις. Οι μετανάστες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία καταλαμβάνουν τις έσχατες, πιο υποβαθμισμένες, περιθωριακές και αβέβαιες κοινωνικές θέσεις και κάνουν τις αναγκαίες «βρώμικες» δουλειές που δεν καταδέχονται οι ιθαγενείς και τις παράνομες μαύρες απασχολήσεις. Η παρουσία τους λοιπόν είναι τόσο αναγκαία όσο και ενοχλητική.
Οι σύγχρονοι δημαγωγοί χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι οι μετανάστες μας παίρνουν τις δουλειές. Αν σκεφτούμε πόσο κοντά είναι το σημερινό σύνθημα «κάθε ξένος εργάτης ισοδυναμεί με έναν Έλληνα άνεργο» με το σύνθημα του Χίτλερ όταν κέρδισε τις εκλογές το 1933 φωνάζοντας «6 εκατομμύρια άνεργοι=6 εκατομμύρια Εβραίοι», θα ανατριχιάσουμε.
Εδώ κρύβεται μια δεύτερη μεγάλη υποκρισία. Γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται τους μετανάστες (σύμφωνα με την Αναφορά του Τμήματος Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών, αν η ΕΕ θέλει να διατηρήσει την αναλογία παραγωγικού/μη παραγωγικού πληθυσμού του 1995, θα χρειαστεί 135 εκατομμύρια μετανάστες ως το 2025), αλλά με τους όρους του: αδύναμους, ανοργάνωτους, κακοπληρωμένους, ανασφάλιστους εργάτες, δηλαδή με συνθήκες σύγχρονης δουλείας.
Για να μην ξαναζήσουμε νέα κρεματόρια, απαρτχάιντ και στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι αναγκαίο, χωρίς να είναι αρκετό, να αντιπαλέψουμε το ρατσιστικό λόγο, που εκτός από τους φυσικούς του φορείς, καλλιεργείται, υποθάλπεται και ενδυναμώνει από τις κρατικές πολιτικές και τη δικτατορία των ΜΜΕ.
Τα φρικτά φαινόμενα που πολλαπλασιάζονται γύρω μας, ίσως να αντιμετωπίζονται με τη συνεχή καταγγελία τους. Αλλά η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί να δώσει παρά προσωρινές λύσεις, γιατί όσο κυριαρχεί ο μεταφυσικός και φαντασιακός λόγος της εθνικής ταυτότητας, της εθνικής ομοψυχίας, της εθνικής συναίνεσης θα αλώνονται σταδιακά όλες οι κατακτήσεις μας και όλα τα δικαιώματα μας (ιθαγενών και μεταναστών).
Όσοι λοιπόν δεν βλέπουμε στους μετανάστες τον εχθρό μας, δεν αποδεχόμαστε την ίδια ταυτότητα με αυτούς που έχουμε εκ διαμέτρου αντίθετα συμφέροντα και αξίες, προτάσσουμε την αλληλεγγύη σαν μια ανοιχτή κοινωνική σχέση με όρους ισοτιμίας, που θα ανοίγει δρόμους αντίστασης, στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης και ελευθερίας όλων των καταπιεσμένων.
Σήμερα που η «δημοκρατία» λευτερώνει τους εφιάλτες της, ξαναθυμόμαστε αυτό που έγραψε για το φασισμό ο Μπρεχτ, «μη χαίρεστε με την ήττα του, άνθρωποι: γιατί μπορεί ο κόσμος να σηκώθηκε και να σταμάτησε τον μπάσταρδο αλλά η σκύλα που τον γέννησε έχει πάλι κάψες».
* H Νίνα Σεφεριάδου είναι μέλος της Aντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Λάρισας