Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος χαρακτηρίστηκε από τους Πατέρες ως «Προφητών σεβασμιότερος», γιατί από τον ίδιο τον Κύριο είχε χαρακτηριστεί πιο μπροστά όχι μόνον ως «περισσότερον προφήτου» (Λουκ. 3΄ 26), αλλά και ως «μείζων εν γεννητοίς γυναικών» (Λουκ. ζ΄ 28). Κάποιοι από τους Προφήτες άλλωστε, που μίλησαν γι’ αυτόν, τον προσονόμασαν «Άγγελον», που θα ερχόταν πριν από τον Μεσσία, για να προετοιμάσει το δρόμο για τον ερχομό και το έργο του Μεσσία – Χριστού (Βλ. Μαλαχ. γ΄ 1). «Ουτός έστι, έλεγε άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος, περί ου γέγραπται, ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου» (Λουκ. ζ΄ 27). Στη ζωή του προφήτου αυτού βέβαια, που χαρακτηρίστηκε στα χρόνια μας και ως «Ο πρώτος πριν απ’ τον Ένα» (Ι. Αγαπητού, Αθήναι 1975), όλα είναι μεγάλα και θαυμαστά.
Επειδή όμως δεν είναι δυνατόν να τα παρουσιάσουμε όλα, διαλέξαμε κάποια από αυτά, που έκαναν σε μας ιδιαίτερη εντύπωση, για να τα εκθέσουμε πιο κάτω, ως εκπέμποντα ένα φως αιώνιο (Βλ. Εξ. 34, 29-35).
α) Το σκίρτημά του ως εμβρύου στα σπλάχνα της μητέρας του
Ύστερα από τον Ευαγγελισμό της από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, η Παναγία, σύμφωνα με τις διηγήσεις του Ευαγγελιστού Λουκά, «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής» (1, 39), για να συναντήσει την εξαδέλφη της Ελισάβετ, που ήταν στον έκτο ήδη μήνα της εγκυμοσύνης της. Μόλις όμως εισήλθε στον οίκο του Ζαχαρία και «ησπάσατο την Ελισάβετ», εσκίρτησε το (κυοφορούμενο) βρέφος εν τη κοιλία αυτής. (Λουκ. α΄ 41), γιατί κατάλαβε ότι η Παναγία κυοφορούσε τον Μεσσία και Λυτρωτή του κόσμου. Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω, θα έλεγε κανένας, «πώς ήταν δυνατόν ένα έμβρυο έξι μηνών να καταλάβει τον κυοφορούμενο Μεσσία του κόσμου;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δόθηκε προφανώς από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν έλεγε στον Ζαχαρία ότι «Και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται (ο Ιωάννης έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού». (Λουκ. α΄ 15). Θα δοθούν δηλαδή στο παιδί που θα γεννηθεί πάρα πολλά χαρίσματα από τότε ακόμη, που θα βρίσκεται στα σπλάχνα της μητέρας του. Εφόσον όμως κατάλαβε, ως έμβρυο ακόμη, το τι συνέβαινε, άραγε κάθε έμβρυο είναι ήδη άνθρωπος με ψυχή από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του. Για το λόγο δε αυτό δεν πρέπει ποτέ να καταστρέφεται με τη λεγόμενη έκτρωση ή την άμβλωση, γιατί αυτό αποτελεί φόνο εκ προμελέτης του αθώου παιδιού, που κυοφορείται, από την ίδια τη μητέρα του, ενώ μονάχα ο Θεός «ζωής και θανάτου εξουσίαν έχει» (Σειρ. 16, 13).
β) Η πρώιμη καταφυγή του στην έρημο
Ένα δεύτερο αξιοθαύμαστο γεγονός ήταν ασφαλώς η από την πρώτη ακόμη παιδική ηλικία καταφυγή του Ιωάννη στην έρημο ή ακριβέστερα «εν ταις ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λουκ. α΄ 80). Πώς όμως, θα έλεγε κανένας, ήταν δυνατόν σ’ ένα μικρό παιδί να ζει ασκητικότατα μέσα στην έρημο και γιατί; Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά τη δίνει θεόπνευστα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, σημειώνοντας ότι «το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο Πνεύματι» (α΄ 80). Μεγάλωνε δηλαδή σωματικά και γίνονταν πιο ισχυρές και οι πνευματικές δυνάμεις του με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Με τη δύναμη δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, που το κραταίωνε σωματικά και ψυχικά, ζούσε στις ερημιές, τρεφόμενο με τα χόρτα της ερήμου και με μέλι άγριων μελισσών. Αυτό δε συνέβαινε, γιατί είχε λάβει από το Θεό μια κοσμοϊστορική αποστολή και έπρεπε να προετοιμαστεί γι’ αυτήν όχι μονάχα με τη σκληραγωγία του σώματος, αλλά και με τη διάπυρη προσευχή και τη νυχθήμερη μελέτη του Νόμου, την οποία ζητούσε από όλους τους ευσεβείς Ισραηλίτες ο ίδιος ο Θεός (βλ. Ιη. Ναυή α΄ 8). Με την προσευχή και τη μελέτη άλλωστε ζούσαν την ίδια σχεδόν εποχή και οι άγιοι Απόστολοι, οι πιο πολλοί από τους οποίους έτρεξαν κάποια στιγμή να γίνουν μαθητές του Ιωάννη και στη συνέχεια του Μεσσία – Χριστού. Για τούτο διαβεβαίωναν και αυτοί λίγο αργότερα τους πρώτους Χριστιανούς, ότι «ημείς τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν». (Πρ. 6, 4). Αυτές δε ακριβώς οι ιερές και αγιαστικές εργασίες, στις οποίες επιδιδόταν ο Ιωάννης σ’ ολόκληρη τη ζωή του, τον ανέδειξαν με τη Χάρη του Θεού τον πιο μεγάλο από όλους τους Προφήτες, όπως ο ίδιος ο Κύριος το διαβεβαίωσε. Γι’ αυτό δε ακριβώς έγραφε και ο ποιητής Βερίτης τα πιο κάτω:
«Ω της ερήμου εσύ, μονάκριβε,
σαν πιο τραγούδι να σου ψάλω,
το στόμα της Αλήθειας σ’ έκραξε
των Προφητών τον πιο μεγάλο».
γ) Το κήρυγμα της μετάνοιας
Όταν ο Ιωάννης έφθασε, στην ηλικία των 30 ετών, «εγένετο ρήμα Κυρίου επί Ιωάννην» (Λουκ. γ΄ 2), ώστε να αρχίσει το προφητικό έργο του. Για το σκοπό δε αυτό άφησε την έρημο και ήλθε στα περίχωρα του Ιορδάνη, όπου κήρυττε για την επικείμενη εμφάνιση του Μεσσία, ενώ ταυτόχρονα βάπτιζε προετοιμαστικά τους πιστούς «βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. γ΄ 3). Κατά τα κηρύγματά του δηλαδή αυτά δεν ζητούσε μονάχα τη μετάνοια, που ήταν το πιο κεντρικό του θέμα, αλλά ταυτόχρονα και «καρπούς μετανοίας» (Λουκ. γ΄ 8), δηλ. την ολοκληρωτική αλλαγή και διόρθωση των πιστών. Κατά τον τρόπο δε αυτό τα κηρύγματά του προξενούσαν τόσο πολύ μεγάλη εντύπωση στους ακροατές του, ώστε κάποιοι από αυτούς να τον ερωτούν, μήπως αυτός ήταν ο Χριστός. Ο Ιωάννης όμως απαντούσε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν αυτός ο Μεσσίας, αλλά μονάχα μια «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Λουκ. γ΄ 4), για να προετοιμαστεί ο δρόμος του Μεσσία.
Ταυτόχρονα δε βεβαίωνε ότι ο ίδιος δεν ήταν «ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων Αυτού». (Λουκ. γ΄ 16). Ο ίδιος ο Κύριος όμως χαρακτήρισε τον Ιωάννη σαν λυχνάρι, που καίει και φωτίζει «προς ώραν». «Εκείνος, έλεγε, ην ο λύχνος, ο καιόμενος και φαίνων προς ώραν» (Ιω. 5, 35). Τέτοια δε ακριβώς λυχνάρια πρέπει να είμαστε ασφαλώς και όλοι οι Χριστιανοί, ώστε να βλέπουν, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου, οι συνάνθρωποί μας τα καλά μας έργα και να δοξάζουν τον Πατέρα «του εν ουρανοίς» (Ματθ. ε΄ 16) «εξ ων πράττομεν».
Ένα μονάχα δεν πρέπει να ξεχνούμε στο σημείο αυτό, ότι δηλαδή ο Ιωάννης δεν μιλούσε κατά τρόπο συνήθη, χαϊδεύοντας τα αυτιά των ακροατών με χονδροειδή εγκώμια και ψέμματα, αλλά κατά τρόπο «ξένον και παρηλαγμένον», κάνοντας λόγο για «ουρανούς και την εκεί βασιλείαν» και για την «εν τη γέννη κόλασιν» των αμετανοήτων, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος, έστω και αν αύτοι ήταν κατά κόσμον μεγάλοι και βασιλιάδες.
«Ο όρθρος ο νοητός, τον Ηλιον μηνύων,
λέγει για την κατάδειξη του Ιησού ο υμνογράφος,
τον εκ Παρθένου ανατείλαντα,
εκ στείρας προέδραμες, Ιωάννη»,
και τον Αμνόν εκήρυξας,
κόσμου την αμαρτίαν
φιλανθρωπία τον αίροντα.
δ) Η μαρτυρία του για τον Μεσσία
Στην αρχή της δημόσιας δράσης του ο Κύριος, κατά τους ιερούς Ευαγγελιστές, οδήγησε τα βήματά του στον Ιορδάνη, για να βαπτιστεί εκεί από τον Ιωάννη. Την ώρα της βάπτισης εκείνης όμως ο Ιωάννης είδε τους ουρανούς να ανοίγουν και το Πνεύμα το Άγιο να κατεβαίνει «ωσεί περιστερά» και να κάθεται «επ’ Αυτόν, δηλαδή στην κεφαλή Του», ενώ ταυτόχρονα άκουσε και «φωνήν εξ ουρανού», που έλεγε ότι «Συ ει ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα» (Λουκ. γ΄ 22).
Τη μαρτυρία ακριβώς αυτή ο Ιωάννης τη μετέφερε τότε σε όλους τους μαθητές του, διαβεβαιώνοντας αυτούς πάλι και πάλι και με απόλυτη βεβαιότητα, ότι «ούτος εστίν ο Υιός του Θεού» (Ιω. α΄ 34) ή «ο αμνός του Θεού» (Ιω. α΄ 36), δηλαδή ο Μεσσίας. Με τα λόγια δε αυτά ο Ιωάννης εμαρτύρησε «περί του Φωτός», δηλαδή περί του Χριστού, που «ην το Φώς το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα ανθρώπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. α΄ 9).
Με τον τρόπο δε αυτό ο Ιωάννης αναδείχθηκε όχι μονάχα Πρόδρομος του Μεσσία – Χριστού, αλλά ταυτόχρονα και των Μαθητών του, που διεκήρρυταν με παρρησία αργότερα «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πρ. δ΄ 12). Για το λόγο δε αυτό το «ευαγγελίζεσθαι» «τον ανεξιχνίαστον πλούτον» της αγάπης του Χριστού (Βλ. Εφ. 3, 8), έγινε από τότε το πιο μεγάλο έργο όχι μονάχα των Αποστόλων, αλλά και όλων των χριστιανών επάνω στη γη, χαρακτηριζόμενο για τούτο από τον απόστολο Παύλο θεόπνευστα ως «Ιερουργία» (Ρωμ. 15, 16). Τέτοιοι δε ακριβώς ιερουργοί του ευαγγελίου του Χριστού και απόστολοι της αγάπης του πρέπει να είμαστε ασφαλώς βίω τε και λόγω και όλοι οι Χριστιανοί, ώστε να προσμένουμε με πίστη ακράδαντη και την εκπλήρωση των επαγγελιών του Κυρίου.
Από δε ακριβώς το μυστήριο το χαρακτηριζόμενο από τον υμνογράφο της Εκκλησίας ως
«επίγειον το φαινόμενον
και υπέρ τους ουρανούς το νοούμενον
της δια Λουτρού (Βαπτίσματος) σωτηρίας»
ας διακηρύσσουμε για τούτο και μεις αναφωνόνται:
- «Θαυμάσια τα έργα σου, Κύριε, δόξα σοι».
ε) Ο μαρτυρικός θάνατος του
το πιο μεγάλο από όλα τα άλλα γεγονός της ζωής του Αγίου Ιωάννη όμως ήταν αναμφίβολα ο μαρτυρικός θάνατός του προς χάριν της αλήθειας.
Επειδή δηλαδή ήλεγχε το βασιλιά Ηρώδη για το γάμο του με τη γυναίκα του αδελφού του, λέγοντας το «ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου» (Μαρ. 6, 18), στην αρχή φυλακίστηκε στα υπόγεια του Φρουρίου της Μαχαιρούντας. Ύστερα δε από ένα λάγνο χορό της κόρης της Ηρωδιάδος Σαλώμης και τον όρκο του Ηρώδη, ότι θα της έδινε ό,τι του ζητούσε μέχρι και το μισό του βασίλειο, εκείνη ζήτησε, όπως είναι γνωστό, «την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού επί πίνακι» (Μαρ. 6, 25). Ύστερα από τα πιο πάνω, ο Ηρώδης πρόσταξε, εξαιτίας του όρκου του, τη θανάτωση του αγίου, παρότι πιο μπροστά κατέβαινε πολλές φορές ο ίδιος στο κελί του και συζητούσε μαζί του «ηδέως» (Μαρ. 6, 20). Κατά τον τρόπο αυτό ο Ιωάννης καταστάθηκε μάρτυρας της αλήθειας και με το αίμα του, ενώ μέχρι τη στιγμή εκείνη μαρτυρούσε για την έλευση και το σωτηριώδες έργο του Κυρίου μονάχα με τα λόγια. «Το μαρτύριον του Θεού» όμως (βλ. 1 Κορ. 2, 1), δηλαδή «τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού (Απ. 1, 2), πρέπει να να κάνουμε γνωστό «λόγοις και έργοις» όλοι οι Χριστιανοί εφόσον πρέπει να κηρυχθεί «πάσι τοις έθνεσι» (Ματθ. 24, 14). Έχοντες δε «τοιούτον περικείμεον ημιν νέφος Μαρτύρων», πρέπει να τρέχουμε «δι υπομονής τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως Αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (βλ. 12, 1-2), για τον οποίο εργάσθηκε σ’ ολόκληρη τη ζωή του και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο χαρακτηριζόμενος ως «Ο παγκόσμιος πρωταθλητής όλων των γενεών από του Αδάμ ίσαμε το Χριστό» (Φ. Καρατζά, Ιωάννης ο Πρόδρομος, Αθήναι 1975.
Κλείνοντας δε το όλο θέμα, δεν απομένει άλλο, παρά το να ζητήσουμε τις πρεσβείες του Αγίου προς τον Κύριο, λέγονται:
« Την χειράν σουν την αψαμένην
την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου,
μεθ’ ης και δακτύλω Αυτόν καθυπέδειξας
έπαρον προ Αυτόν, Βαπτιστόν,
ίλεων ημίν απεργασάμενος».