Έρχονται πάλι τα Χριστούγεννα και ο φοιτητόκοσμος αρχίζει να αδειάζει τις πανεπιστημιουπόλεις. Ο καθένας επιστρέφει στο σπίτι του, για να νιώσει τη θαλπωρή της οικογενειακής φωλιάς και να περάσει ευχάριστα τις μέρες των γιορτών...
Στις πλαγιές του Κισσάβου, ένας δευτεροετής φοιτητής βρίσκεται στριμωγμένος σε ένα όχημα, που ανεβαίνει με μουγκρητό τον ανηφορικό και γεμάτο στροφές χωματόδρομο Συκουρίου -Σπηλιάς. Είναι ένα αυτοκίνητο ιδιαίτερο, φτιαγμένο για μεταφορές σε άγονες γραμμές. Είναι φορτηγό και λεωφορείο μαζί, δύο σε ένα καθώς λέμε. Ιδιοκτήτης και οδηγός του, είναι ο θρυλικός «τουρίστας». Έτσι τον ονόμασαν οι Σπηλιώτες αφότου ανέλαβε την άγονη γραμμή. Όταν έμαθαν πως ήταν μετανάστης που επέστρεψε στην πατρίδα, «τουρίστα» τον βάπτισαν μεμιάς. Σε όλους είχαν δώσει ένα παρατσούκλι, δεν θα γλίτωνε εκείνος! Ήταν πάντα χαμογελαστός και καλός με όλους ο κυρ-Τάκης και άντεχε τις πάμπολες ιδιοτροπίες και φωνασκίες των αγνών κατά τα άλλα συγχωριανών μου.
Κοίταζα έξω από τα μικρά πλαϊνά παράθυρα και έβλεπα να χιονίζει. Το είχε ψιλό-στρώσει κιόλας στις στροφές του Αγίου Παντελεήμονα. Το αυτοκίνητο άρχισε να γλιστρά στο χιόνι, αλλά ήταν φτιαγμένο για τέτοιες διαδρομές και σαν θηρίο, αργά-αργά πλησιάζει στη Σπηλιά.
Το λαχτάρισα το χωριό μου. Έφυγα τέλος Αυγούστου για την Αθήνα και να που βρισκόμουν και πάλι κοντά του. Φθάναμε στην πλατεία, όπου μας περίμεναν πολλοί, με πρώτο και καλύτερο τον πατέρα μου. Ικανός και αξιαγάπητος άνθρωπος ο μπάρμπα Στέργιος, ήταν για χρόνια πρόεδρος της κοινότητας και του αγροτικού συνεταιρισμού. Εκεί ψηλά στα 850 μ., στο χωριό μου, όλοι νιώθαμε σαν ένα σώμα. Όταν μαλώναμε, αυτό κρατούσε λίγες ώρες, δεν έμενε κακία, ούτε χωρίζαμε τα καφενεία ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις, όπως συνήθως γινόταν στα άλλα χωριά.
Έτσι τώρα, με τη βαλίτσα στο χέρι, που μόλις βγήκε από τις αποσκευές, ανηφόριζα για το σπίτι. Σύντομα ανακάλυψα πως κάπου-κάπου έχανα την ισορροπία μου πάνω στο παγωμένο έδαφος και με δυσκολία απέφευγα την ελεύθερη προσγείωση.
Σταμάτησα για λίγο και αγνάντεψα... Από τις καμινάδες των διάσπαρτων σπιτιών, πυκνός καπνός μπερδευόταν με τις νιφάδες του χιονιού, μέσα στο σούρουπο, που με τον συνεφο-χιονίζοντα εκείνο ουρανό, πλησίαζε πριν την ώρα του. Έρχονταν και εκείνες οι φωνές, από το αυτοκίνητο που ακόμη ξεφόρτωνε πράγματα στην πλατεία... Ήταν μια γλυκιά, βοερή φασαρία που διέκοπτε την ηρεμία και γαλήνη που ένιωθα εκείνη τη στιγμή.
Συνέχισα να ανηφορίζω και έφθασα στο δημοτικό σχολείο, εκεί έξω ακριβώς από τον πλάτανο. Μέσα παιδιά, γονείς, χωριανοί... γινόταν το αδιαχώρητο. Τα ήδη αναμμένα φώτα, ταίριαζαν στα χαμόγελα και τη γενική χαρά. Ήταν η Χριστουγεννιάτικη γιορτή σε εξέλιξη...
- Γιάννη-Γιάννη!
Η μητέρα μου πετάχτηκε έξω από το σχολείο να με υποδεχθεί με μία ζεστή αγκαλιά. Με τα δύο της παιδιά, μεγάλα πλέον και φευγάτα, πού να πήγαινε η κυρά- Δάφνη, η μάνα μου, στο καφενείο; Εκεί μόνον άντρες πήγαιναν...
- Έρχομαι μαζί σου, πάμε. Έχει στο δρόμο σου τα σκυλιά του γελαδάρη. Είναι ζόρικα και δεν σε γνωρίζουν. Εγώ ήρθα στη γιορτή με την έγνοια σου και σε περίμενα.
Χαμογέλασα.
- Μάνα να μείνεις στη γιορτή και να χαρείς. Πρωτάρης είμαι με τα σκυλιά; Το περασμένο καλοκαίρι ανεβοκατέβαινα τον Κίσσαβο με τα πόδια και φορτωμένος τρόφιμα. Ανάμεσα σε σκυλιά και κοπάδια περνούσα.
Την έπεισα. Μουρμούρισε κάτι, να πάρω κανένα ξύλο στα χέρια μου, για «καλό και για κακό», μα δεν έδωσα καμία σημασία. Έτσι συνέχισα τον δρόμο μου, ο οποίος έπαυε να είναι ανηφορικός για λίγο, ενώ άκουγα κάπου-κάπου μακρινά νωχελικά γαβγίσματα σκύλων και βελάσματα αρνιών. Ήχοι γνώριμοι, ευχάριστοι, νοσταλγικοί.
Καθώς προχωρούσα η αύρα του χωριού με ανέβαζε, με γέμιζε ψυχικά. Θυμήθηκα εκείνο το μεγαλόσωμο μαύρο τσοπανόσκυλο τον «πατούνι». Πόσο βροντερά, βραχνά και παράξενα γάβγιζε, σαν έτρεχε νυχτιάτικα, έξω στο παγωμένο και ενίοτε χιονισμένο σοκάκι του σπιτιού μου! Άλλες φορές με ξυπνούσε και άλλες φορές, εγώ ήμουν που τον περίμενα. Ήθελα να τον ακούω, μέσα στις ήσυχες χειμωνιάτικες νύχτες, έτσι για συντροφιά, όταν ύπνος δεν με κολλούσε, όταν στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι εφηβικές μου ανησυχίες.
Όπα !...φρένο στις αναμνήσεις. Άρχισαν τα όργανα!
Πολλά ζαγάρια με εντοπίζουν και έρχονται φουριόζικα προς το μέρος μου. Πρώτο ένα καφέ-κόκκινο και άλλα τρία μαζί ακολουθούν. Ορχήστρα γύρω μου, τα γαυγίσματά τους μου κόβουν τα πόδια. Βάζω την πλάτη στο διπλανό ντουβάρι, πριν με κυκλώσουν ολοκληρωτικά. Μένω ακίνητος, όπως ήξερα, αλλά ο «κοκκίνης» (ας τον λέμε έτσι), με έχει στο ένα μέτρο και τα άλλα στέκουν λίγο πιο πέρα.
- Μαζέψτε τα ρε!!!, φωνάζω δυνατά, ξανά και ξανά, ακόμη δυνατότερα... Κανείς δεν με ακούει. Τι να κάνω τώρα με παπούτσια που γλιστρούν και μία βαλίτσα παράξενου ταξιδιώτη, που με κάνουν ξένο σώμα στην περιοχή τους, περιοχή που τόσο καλά ήξεραν να φυλούν!
Κάπου παραπέρα στο στάβλο του Κρικέλη, μέσα σε πολλά, δυνατά και πυκνά βελάσματα, άκουγα αγανακτισμένα λόγια, «αλλά γαλλικά». Ετοίμαζε τροφή για τα ζωντανά του, ο άνθρωπος και δεν άκουγε.
Ο «κοκκίνης» το βιολί του, με είχε ακίνητο και βρισκόταν στο ένα μέτρο. Δεν έκανε πίσω και ούτε που γαύγιζε πλέον. Μου έδειχνε τα κοφτερά του δόντια και με μισάνοιχτο στόμα, τα χείλη του έτρεμαν. Έμοιαζε με σκυλί της κόλασης. Τα άλλα τρία, ευτυχώς, κρατούσαν απόσταση. Είχα να ξεκαθαρίσω με τον αρχηγό τους. Δεν φοβόμουν τόσο, αλλά αγανακτούσα με μένα, που έμοιαζα έτσι απλά, σαν πρωτευουσιάνος. Ούτε άρβυλα φορούσα, να του σκάσω μια κλωτσιά, ούτε τη μάνα μου άκουσα, να πάρω ένα ξύλο.
Τα λεπτά περνούσαν και ήταν ξεκάθαρο, πως θα έχανα το παιχνίδι στην αναμέτρηση με τα τσοπανόσκυλα. Διάλεξα, λοιπόν, την καλύτερη άμυνα: την αντεπίθεση.
Αφού ούρλιαξα δυνατά για να τα φοβίσω, σκάω τη βαλίτσα μου στον αρχηγό τους που δεν υποχωρεί... μπερδευόμαστε... μάχη πραγματική. Δεν με δαγκώνει αλλά με απειλεί με το λαχανιασμένο φοβερό του στόμα να βρίσκεται σε απόσταση εκατοστών, έτσι που νιώθω τα χνώτα του στο πρόσωπό μου. Μέσα στη μάχη με λοξό βλέμμα, βλέπω να έρχεται σφαίρα στον κατήφορο προς το μέρος μου, ένα άλλο, μεγαλόσωμο, παρδαλό σκυλί. Με τι φόρα ερχόταν θυμάμαι... με εκείνο το ιδιαίτερο συνεχόμενο ουρλιαχτό, ξεσηκώνοντας με τα πόδια του το λιγοστό χιόνι, έτσι που στα μάτια μου έμοιαζε σαν περίγραμμα από σύννεφο. Με διακόσια έτρεχε!
«Τώρα τέλειωσα» σκέφτηκα μεμιάς.
Μπα!!! Τι γίνεται; Ο νεοφερμένος, αστραπιαία και μπροστά μου, έχει βουτήξει τον «κοκκίνη» από το λαιμό, δίπλα ακριβώς από το αυτί και αφού κουλουριάζονται δυο, τρεις, φορές στο χιόνι και στο χώμα, τον κρατά τώρα ακίνητο και τον δαγκώνει ασταμάτητα. Με πόνο ουρλιάζει ο αρχηγός, το παλικάρι, ενώ κανένας σύντροφός του δεν τον υπερασπίζεται. Το παρδαλό αφήνει κάποια στιγμή τον αρχηγό και βλέπω το αίμα του λαβωμένου τσοπανόσκυλου στη κολλημένη του γούνα, αναμειγμένο με χιόνι... Με τα γυμνά του δόντια απειλητικά στραμμένα και προς τα άλλα, το παρδαλό σκυλί που ήρθε σαν από μηχανής θεός, τα διώχνει και αυτά.
«Θεέ μου, Εσύ το έστειλες να με σώσει!». Ένιωσα ελευθερωμένος αλλά ταυτόχρονα λυπόμουν που έβλεπα έτσι λαβωμένο και ηττημένο τον πριν από λίγο, αντίπαλό μου!
Η ησυχία επικρατεί πλέον, μετά από τόση φασαρία κατά την μάχη. Είχα παραμείνει εκούσια ακίνητος πριν, μα τώρα έμεινα πραγματικά άφωνος. Τι να υποθέσω για τον απροσδόκητο σωτήρα μου;
Ξεκίνησα επιτέλους για το σπίτι. Βήμα εγώ, βήμα πίσω μου και το παρδαλό σκυλί. Τι σύμπτωση! Με κρατούσε τώρα εκείνο, στο ένα μέτρο. Μα γιατί με έσωσε και δεν φεύγει; Τι θέλει; Τίνος σκυλί να είναι και γιατί με βοήθησε;
Σταμάτησα και το κοίταζα προσεκτικά. Με κοιτούσε και εκείνο με ένα βλέμμα που δύσκολα μπορούσα να διαβάσω. Ένιωθα, όμως, να με ρωτά και να προσπαθεί να μου θυμίσει κάτι. Τόση θυσία έκανε για μένα και εγώ... δεν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει. Ντουβάρι ο άνθρωπος.
Ξάφνου, εκείνο τσίτωσε τα αυτιά του και κοίταξε προς την «παλιούρα» απ’ όπου είχε εφορμήσει. Εκεί χλιμίντριζαν και ποδοβολούσαν τα μουλάρια του κυρ-Χρήστου, του Χρυσικού. Ο μπάρμπα - Χρήστος ήταν χρόνια φύλακας στο ραντάρ του Ο.Τ.Ε. και προμηθευτής των αναγκαίων προμηθειών, για τους τεχνικούς που υπηρετούσαν εκεί. Με τα δύο του δυνατά μουλάρια, που πάλευαν και στα χιόνια όταν χρειαζόταν, κουβαλούσε όλα τα απαραίτητα στο ραντάρ.
«Α! Τώρα κατάλαβα επιτέλους!» Γύρισα και κοίταξα ξανά στα μάτια το ηρωικό σκυλί.
-Τζούλια... Τζούλια... της φωνάζω.
Κούνησε την ουρά της και έπεσε στην αγκαλιά μου. Τη χάιδεψα ώρα πολλή. Όταν ξανά ξεκίνησα για το σπίτι, παίρνοντας τη μεγάλη ανηφόρα πάλι τα ίδια...
Βήμα εγώ, βήμα ξοπίσω μου και εκείνη. Έτσι με πήγε συνοδεία μέχρι και το σπίτι μου. Την προέτρεπα να γυρίσει σπίτι της, αφού τα ζωντανά χλιμίντριζαν αδιάκοπα... σαν και αυτά να κατάλαβαν το γεγονός, αλλά μάταια. Έφυγε μόνο όταν γύρισε η μητέρα μου.
Τι να πω πλέον για αυτή την Τζούλια! Με έμαθε τι σημαίνει αυτοθυσία-αγάπη-προσφορά, που σήμερα δύσκολα τα συναντάς σε ανθρώπους. Μα θα αναρωτιέστε ποια ήταν η Τζούλια και πώς την ήξερα.
Το καλοκαίρι πριν το περιστατικό, όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής, είχα εργασθεί εποχιακά στο δασαρχείο Λάρισας, σαν φύλακας πυροπροστασίας. Εκεί στα 1830 μ. ύψος, λίγο πιο κάτω από την κορυφή, μέρα-νύχτα φύλαγα εναλλάξ με τον Χρήστο Νταή, το δάσος του Κισσάβου, φιλοξενούμενος στο ραντάρ του Ο.Τ.Ε., σε ένα γερό, αλλά ανεμοδαρμένο από αέρηδες και κατακτυπημένο από κεραυνούς, κτίριο-αναμεταδότη σημάτων τηλεπικοινωνίας.
Νέα παιδιά οι τεχνικοί και όλο το προσωπικό με αγκάλιασαν και με δέχθηκαν σαν δικό τους άνθρωπο. Η Τζούλια, το σκυλί του φύλακα, ήξερε και εμένα σαν ένα από τα άτομα του ραντάρ που είχε στην προστασία της. Με είχε κοντά της μόνο ένα καλοκαίρι. Όταν βρέθηκα σε κίνδυνο σαν άκουσε τις φωνές μου, σε εκείνη την εμπλοκή μου με τα σκυλιά, μάθατε και εσείς τι έκανε για μένα. Με αυτές τις γραμμές που έγραψα, την ευχαριστώ έστω και αν πέρασαν τόσα χρόνια.
Εσένα μικρό, γλυκό μου χωριουδάκι σ `αγαπώ. Έτσι με τα ελεύθερα-αδέσποτα και ασύδοτα σκυλιά σου... Έτσι με την αγνή και κουραστική ζωή που ζήσαμε κοντά σου. Δεν θα σβήσουν από τα αυτιά μου ήχοι, ψίθυροι, φωνές, κελαρύσματα, άνεμο-σφυρίγματα και τα κάθε λογής ακούσματα. Δεν θα φύγουν από την καρδιά μου αισθήματα, μνήμες, χαρές, λύπες και αγάπες που έζησα και θα ζήσω κοντά σου, εκεί στα χώματά σου.