Πέρασαν εβδομήντα χρόνια, από την ημέρα εκείνη που ο ελληνικός λαός έγραψε τη νεότερη, ένδοξη, ελληνική ιστορία. Εκεί στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, τσακίζοντας τον επίλεκτο φασιστικό στρατό του Μουσολίνι – που ήθελε να πιει καφέ σε 24 ώρες στην Αθήνα. Σήμερα έρχονται στη μνήμη μου συνταρακτικά γεγονότα, από τα πεδία των μαχών, με τις 186 μέρες νίκης κατά του δικτάτορα Μουσολίνι και τα λεφούσια του. Πάρα πολλές φορές, είπαμε, ότι εδώ τελειώνει η ζωή!
Τα ιστορικά βιώματα και μνήμες είναι βαθιά χαραγμένα στο μυαλό μου, και ξεχνιούνται, όλα, όταν φύγω από τη ζωή και μόνον.
Με το νεαρόν της ηλικίας τότε, μόνο 9 μήνες στράτευσή μας, βρεθήκαμε από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1940 στους πρόποδες του όρους Μοράβα, Κρυσταλλοπηγή – βόρειο μέτωπο – εκεί οργανωθήκαμε και βρήκαμε στις κατάλληλες θέσεις για τα 24 κανόνια των 105 και 155 χιλ. «σε ετοιμότητα». Αλλά και για όλο το Σύνταγμα του Β’ Συντ/τος Βαρέως Πυροβολικού Λάρισας. Το συνεργείο μας με την πινακίδα και με όλα τα όργανα σκόπευσης, με έναν ανώτερο αξιωματικό και ανθυπολοχαγό με δύο υπαξιωματικούς και 3 πυροβολητές ξεκινήσαμε με οδηγό Στρατιώτες του Πεζικού, με 6 ώρες πορεία. Φθάσαμε στην κορυφογραμμή του Μοράβα, εκεί που είχαν οργανωμένες θέσεις, το πεζικό μας. Τότε, η ντόπια και η διεθνής συγκυρία δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για μας.
Στην Ελλάδα είχαμε τη Βασιλομεταξική Δικτατορία από 1936. Ο Χίτλερ ήδη είχε βγει στον πόλεμο και καταλάμβανε χώρες με δεκάδες εκατομμυρίων πληθυσμού. Ο Μουσουλίνι είχε καταλάβει την Αλβανία από τις αρχές του 1939 με στόχο και μόνον την Ελλάδα. Η ντόπια προπαγάνδα «οι ανθέλληνες και φίλοι των Ιταλών» οργιάζαν με το σύνθημα – πού πάμε εμείς ρε με τα 6 ½ εκατομμύρια να τα βάλουμε με μία αυτοκρατορία των 55-60 εκατομμυρίων ανθρώπων; Με τι όπλα; Αν ακούγαμε αυτούς, θα έπρεπε να πετάξουμε τα όπλα μας και όπου φύγει – φύγει. Όμως δεν έγινε αυτό, αλλά ο ελληνικός λαός από βουνά και λαγκάδια χωριά και χωριουδάκια, από επαρχίες και πόλεις, βροντοφώναξε το «ΟΧΙ». Οι προδότες έμεναν δακτυλοδειχτούμενοι και οι Βασιλομεταξική Κυβέρνηση – καταχρηστικά συμπαρατάχθηκε με το λαό στο «ΟΧΙ»!!
Φτάσαμε στην κορυφή του όρους Μοράβα, ακριβώς στην ουδέτερη ζώνη. Εκεί στήσαμε τα μηχανήματα μας και αρχίσαμε να καταγράφουμε βασικούς στόχους των Ιταλών, με οριστικά στοιχεία και συντεταγμένες για κάθε πυροβόλο.
Όταν οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, την 28η Οκτωβρίου 1940 στις 4 η ώρα το πρωί; Εμείς ήμασταν σε κατάσταση αναμονής. Καταγράψαμε ορισμένους στόχους, τον βαρύ οπλισμό τους μεταδίδοντάς τους σε ένα από τα πυροβόλα μας, - ακριβή στοιχεία -.
Οι Ιταλοί άνοιξαν το μέτωπο με ό,τι όπλα είχαν και με αεροπλάνα, χωρίς βέβαια να έχουν επισημάνει κανέναν στόχο μας. Όλα έπεφταν αδέσποτα. Μόλις βγήκαν από τις θέσεις του για επίθεση. Τότε τα πυροβόλα μας άρχισαν να σφυροκοπούν τους στόχους που είχαμε επισημάνει – με τα στοιχεία μας. Αποθήκες υλικού και τροφίμων, μαγειρεία κ.λ.π. Στην πρώτη γραμμή με όλα τα μέσα που διαθέταμε και με έφοπλο λόγχη. Οι Ιταλοί είδαν ότι καίγονται αποθήκες, μαγειρεία και αποθήκες πυρομαχικών, αδύναμοι να σπάσουν το μέτωπο, οπισθοχώρησαν από ολόκληρη την κορυφογραμμή του Μοράβα, την εγκατέλειψαν – με μάχες – Μπίγληστα και Αρσέκα, δημιουργώντας πλαγιοθύλακες αντίστασης.
Οι απώλειες και οι ζημίες σε σημαντικούς στόχους, έκαναν τους κοκορόφτερους του Μουσολίνι και το επιτελείο του να τους φύγουν από τα κεφάλια τους. Φτάσαμε στα πρόθυρα της Κορυτσάς, για να ρίξουμε βολή με τα κανόνια μας ήταν αδύνατον, γιατί η ευθύγραμμη απόσταση ήταν πάνω από τα 20 χιλιόμετρα.
Χαριτολογώντας, ο λοχαγός Βαμβέτσος Στ. λέει στο Διοικητή του Συντάγματός μας Τουρίκη. κ. Συντ/ρχα θα ρίξω 4 βλήματα «και χρέωσέ τα σε μένα» ομοβροντία με ανεξέλεγκτο βεληνεκές – στο αεροδρόμιο της Κορυτσάς – με το χάρτη βέβαια – ο Διοικητής του λέει Στέλιο, πρόσεχε να μην σκοτώσουμε κόσμο αθώων.
Από πληροφορίες, οι Ιταλοί ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κορυτσά, γιατί είχε μεγάλη πεδιάδα και οι κορυφογραμμές ήταν απόμακρες. Μετά την ομοβροντία των 4ων πυροβόλων, είδαμε ότι οι Ιταλοί που κρατούσαν ορισμένους θύλακες να τους έχουν εγκαταλείψει, αργά προχωρούμε χωρίς αντίσταση και με έλεγχο του εδάφους από ειδικούς του Μηχανικού, φθάσαμε στην Κορυτσά, πολύ γρηγορότερα απ’ ότι είχαμε υπολογίσει. Τελικά μπήκαμε στην Κορυτσά με μία χάντσα, βρήκαμε τις πρώτες ομάδες πολιτών, και μας εξιστορούσαν, πως την ώρα που έπεσαν οι 4 οβίδες – ήταν βεβαίως νύχτα – έλαμψε ολόκληρη η πόλη και τα βλήματα έπεσαν νοτίως του αεροδρομίου, - μέσα στο αεροδρόμιο, αυτό και μόνον ήταν αρκετό να ξεσηκώσει τους Ιταλούς άρον-άρον να τα μαζέψουν και να φύγουν μέσα σε μια νύχτα.
Με μικρές αντιστάσεις φθάσαμε στην Πρεμετή με μία καθυστέρηση. Εκεί στα ορεινά της Πίνδου οι Ιταλοί – για λίγο – είχαν σπάσει το μέτωπό μας προχωρώντας το πολύ 2 με 3 χιλιόμετρα. Γέροι, γριές, παιδιά στρατιώτες μας, τους κατακρεούργησαν, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Εκεί έπρεπε οι απατρίδες, οι ανθέλληνες και οι άνθρωποι των ρετιρέ να δουν τα εγκλήματα του φασιστικού στρατού του Μουσολίνη, που διέδιδαν, ότι: Νικούμε γιατί δεν πολεμούν οι Ιταλοί!!!
Τελικά, αφού φθάσαμε στην Πρεμετή, παίρνοντας τον ορμητικό ποταμό Αώο, φθάσαμε στην πεδιάδα, προ της Κλεισούρας. Είχε βαρυχειμωνιά και το χιόνι έφθανε τα 50-60 εκατοστά. Η πεδιάδα όλη κάτασπρη, οι δρόμοι, παρόλο που πέρασαν ζώα και στρατιώτες μας – του πεζικού και του μηχανικού, οι δρόμοι κλείναν αμέσως από χιονόπτωση.
Βήμα προς βήμα, προχωρούσαμε αυτοκίνητα και τα κανόνια μας, για να φθάσουμε προ της Κλεισούρας, σε επιχειρησιακή απόσταση.
Ο καιρός, και η δύσκολη διάβα των στενών της Κλεισούρας μας προβλημάτιζε.
Εκεί μείναμε 10-15 μέρες. Έφθασαν όλες οι μάχιμες μονάδες, η ομίχλη και η χιονόπτωση, τα βράδια ήταν βασανιστικά. «Αλλά και οι λίγες οι λιακάδες» ήταν κάτι χειρότερο – γιατί ξεσκάριζαν οι ψείρες που δεν υποφέρονταν. Χωρίς λεπτομέρειες έπρεπε να περάσουν τα στενά της Κλεισούρας όλες οι δυνάμεις μας, οι Ιταλοί είχαν οργανωμένες θέσεις δεξιά και αριστερά της Κλεισούρας σε βάθος 4-5 χιλιομέτρων που ήταν τα στενά. Πολύ λοξά ρίξαμε ορισμένες οβίδες στα στενά. Θορυβήθηκαν οι Ιταλοί. Προχώρησαν ορισμένοι ακροβολιστές του πεζικού μας.
Εδώ ο Στ. Βαμβέτσος κάνει και πάλι το θαύμα του, ρίχνει με τα 4 κανόνα των 105 μια ουρανοκατέβατη επισκεπτική βολή, από την άλλη είσοδο της Κλεισούρας. Από τον ήχο που ακούσαμε από τα στενά, ήταν πράγματι διάνα. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό, οι Ιταλοί, να αρχίσουν να τα μαζεύουν από τα στενά, εμείς προχωρούμε και ταυπόλοιπα πυροβόλα, και με τις βολές μας ελέγχουμε τα 2/3 των στενών. Τελικά οι Ιταλοί εγκαταλείπουν τα στενά, και έχουν πιάσει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, γύρω από τη μεγάλη πεδιάδα του Χάνι Μπαλαμπάνη. Σε βάθος 30-40 χιλιομέτρων και περιμετρικά κάτι παραπάνω. Ο δρόμος έως το τέλος είναι βραχώδης με ζικ-ζακ, και πολλές βουνοκορφές, έως την κατάληξη που είναι το ψάρι, του όρους Τρυπισίνα και ο Δασωμένος Λόφος.
Το όρος Τρυπισίνα- από 1.500 έως 2.000 – μέτρα, είναι αριστερά μας όπως μπαίνουμε στην πεδιάδα. Εκεί οι Ιταλοί – λίγο πιο κάτω από την κορυφογραμμή έχουν σκάψει ορύγματα, ξέφωτα και σκεπαστά από την αρχή του όρους έως την κατάληξη που είναι – στο ψάρι, χάνι Μπαλαμπάνη και δασωμένου λόφου. Τέλος, εκεί στο χάνι Μπαλαμπάνη – και ανάλογα με τις διαφοροποιήσεις και διακυμάνσεις του εδάφους. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις μας, με ότι άλλο συνεπάγεται – εφεδρίες, αποθήκες πολεμικού υλικού και τροφίμων και με στρατιωτικές μονάδες όλων των ειδικοτήτων. Από ό,τι άκουσα, από επισκέψεις στρατηγών, και άλλων υπευθύνων, επρόκειτο για 8 με 10 χιλιάδες στρατιωτικών δυνάμεων.
Χωρίς λεπτομέρειες και όχι, με όλη τη φαντασία μας κάναμε στους Ιταλούς – σε δύο – μήνες που μείναμε εκεί να φύγουν από την Τρυπισίνα με ξιφολόγχες και με την τελευταία – χαριστική βολή την έδωσε ένα σύνταγμα Κρητών. Οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την Τρυπισίνα και πέρασαν στο αντιπρανές μέρος.
Αδημονώντας και χωρίς πληροφόρηση, με λίγες μάχες, αφού δεν μας ενοχλούσαν οι Ιταλοί το ίδιο κάναμε κι εμείς –γιατί είχαμε και λίγα πυρομαχικά.
Εκείνη η στιγμή, που θα μου μείνει άσβηστη στο μυαλό μου, ήμασταν στο παρατηρητήριο σε μια καμουφλαρισμένη κορυφογραμμή. Εκεί είχαμε και τις κατακλείσεις μας.
Κατά τις 15-20 του Μάρτη το 1941 μας επισκέφθηκε ένα επιτελείο Αξιωματικών – Στρατηγοί – Συνταγματαρχαίοι – και πολιτικά πρόσωπα. Πλησίασαν τα μηχανήματά μας, και παρατήρησαν όλη την περίμετρο των δυνάμεών μας εμπρός, από τα σημεία κατάληξης – Χάνι Μπαλαμπάνη, Τρυπισίνα, και δασωμένο Λόφο, εκεί ήταν η μοναδική ντίρα – πέρασμα των Ιταλών, σε περίπτωση επίθεσης. Μπροστά μας και σε πολλά χιλιόμετρα πίσω από τους Ιταλούς ήταν δύο παράλληλοι δρόμοι. Αυτούς τους δρόμους και σε πολλά χιλιόμετρα βλέπαμε παντός τύπου οχήματα, τανκς, πυροβόλα, αποθήκες κ.λ.π. Τελικά φεύγοντας όλοι οι επίσημοι, μας κάλεσε εκεί γύρω του ο Διοικητής μας κ. Τουρίκης.
Σημείωση: Αυτός ο Αξιωματικός ήταν τόσο προσηλωμένος στο καθήκον του, που την έβγαλε μαζί μας, αράζοντας με τη χλαίνη και την κάπα του κάτω από τις Τσιναπινές και Ζύγρας.
Τελικά, λέει: ελάτε εδώ ρε λεβέντες. Αυτοί που ήρθαν εδώ νόμισαν ότι μας είπαν κάτι καινούργιο. Λοιπόν! Οι Ιταλοί ετοιμάζουν επίθεση και αυτή είναι η τελευταία τους επίθεση τιμής. Για τον ίδιο το Μουσολίνι και για το επιτελείο του.
1ον) Δεν θα ρίξουμε κανένα βλήμα καμία σφαίρα, το ίδιο θα κάνουν και όλες οι άλλες δυνάμεις του μετώπου. Το σχέδιο των Ιταλών είναι να σπάσουν – με τα εκατοντάδες τάγκς και πυροβόλα το σημείο αυτό εδώ. Να μας κλείσουν από την Κλεισούρα και να μας αιχμαλωτίσουν όλους εμάς 10-12 χιλιάδες στρατού μας.
Ο δασωμένος Λόφος ήταν γύρω στα 100-150 χιλιόμετρα. Το πεζικό των Ιταλών, το χώρο αυτόν τον είχαν οχυρώσει με πολεμίστρες μόνιμες και σταθερές. Σύμφωνα με τη μορφολογία του εδάφους, ήταν ένα μισοφέγγαρο. Οι Ιταλοί απ’ έξω, και εμείς μέσα από τον κύκλο.
Χωρίς να περιττολογούμε, σίγουροι πια ότι οι Ιταλοί θα μας επιτίθονταν, όλες οι δυνάμεις μας πήραν μέτρα άμυνας. Τα 24 βαριά πυροβόλα μας τα είχαμε στρέψει σε ευθεία βολή, ακριβώς στο στόμιο που θα περνούσαν τα εκατοντάδες τανκς, πυροβόλα κ.λπ. σε δύο γραμμές βέβαια για να προλάβουν να μπουκάρουν μαζικά. Τελειώνοντας ο Μουσολίνι και το επιτελείο του ήταν σίγουροι, ότι εδώ θα έκαναν τον τάφο του ελληνικού στρατού και της Ελλάδας βέβαια.
Ήρθε λοιπόν η άγια μέρα αυτή, 4 Απριλίου 1941 η ώρα 4 το πρωί από άκρη εις άκρη όλο το εξωτερικό μέρος του μισοφέγγαρου, από τις λάμψεις των όπλων των Ιταλών, νόμιζες πως βάλαν φωτιά. Εδώ τώρα «ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε». Ξεκίνησαν τα πρώτα τανκς των Ιταλών. Εύστοχα τα 24 βαριά κανόνια μας με συνεχείς ομοβροντίες. Σίδερα και φωτιές πετιούνταν σε περίμετρο 500 μέτρων. Αυτό έγινε σε βάθος 200 με 300 μέτρα. Ό,τι υπήρχε στους δύο δρόμους δεξιά και αριστερά καίγονταν. Οι Ιταλοί που ήταν στο δασωμένο σίγουροι, με λίγες αψιμαχίες θα βγαίναν – και θα τους παίρναν τα φορτηγά τους και θα τους πήγαιναν γρήγορα στην Κλεισούρα να κλείσουν τα στενά. Αντί όμως αυτού θάφτηκαν στο δασωμένο λόφο και μετά από δύο μέρες ο λόφος έγινε σπανός – γιατί ρίξαν και τα κανόνια μας. Με ξεφλουδισμένα δέντρα και με άσπρες σημαίες των Ιταλών για να μαζέψουν τα θύματά τους. Σε όλη την πολεμική περίμετρο, τα στρατεύματα δεν κάναν ούτε ένα βήμα πίσω, αλλά ούτε και εμπρός, αυτή ήταν η διαταγή.
Δυστυχώς όμως οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη και εμείς χωρίς να μας ενοχλήσει κανείς πήραμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και σε 24 ώρες τα περάσαμε μέσα από τα σύνορά μας και γεμίζαμε τις ρεματιές.
Πάντως όποια κατάληξη και αν είχε ο Αγώνας μας, η ουσία είναι μία. Ο Ελληνικός Λαός και στρατός έγραψαν την ένδοξη και γενναία Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας.
Στον ίδιο ακριβώς χρόνο γράφτηκε μια άλλη ένδοξη ιστορία – που είναι άγνωστη για τον ελληνικό λαό -.
Στο Ρούπελ, Παποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Αρπαλούκι Παλιουρώνες κι όλοι οι τόποι αυτοί είναι μαρτυρικοί μαζί με τα οχηρά του Ρούπελ. Στις 6 Απριλίου 1941 οι 300 του Λεωνίδα έδιναν την τελευταία πνοή τους για την υπεράσπιση των οχηρών και της πατρίδας τους. Ήταν όμως ανώφελα, διότι οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και στο Μπέλες, σκοτείνιασε ο ουρανός από παντός τύπου αεροπλάνα και αλεξιπτωτιστές Γερμανών. Παρόλο που οι Γερμανοί είχαν 400 τραυματίες και νεκρούς στην παράδοση των οχυρών από τους ήρωες υπερασπιστές του, οι Γερμανοί είχαν παρατάξει τιμητικό άγημα με Γερμανούς στρατιώτες στους αθάνατους ήρωες Αξιωματικούς και οπλίτες Έλληνες.
ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ
Η ιστορία γράφεται όταν ζούνε οι Μαχητές ήρωες που τη γράψανε και όχι όταν φεύγουν όλοι. Τότε γίνεται η παραχάραξη και οι λουφατζήδες βγαίνουν ήρωες και οι πραγματικοί ήρωες προδότες.