Η μεταλλευτική δραστηριότητα έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Διακρίνεται σε υπόγεια και επιφανειακή με χειρότερη τη δεύτερη η οποία από τη μία στιγμή στην άλλη μετατρέπει και το πιο όμορφο τοπίο σε σεληνιακό. Για το λόγο αυτό έχει καταργηθεί σε όλες τις προηγμένες οικονομικά χώρες.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις από τη μεταλλευτική δραστηριότητα μπορούν να συνοψιστούν στις εξής:
- Επιπτώσεις από την εξορυκτική δραστηριότητα (καταστροφή βλάστησης, εδάφους, συρρίκνωση αγροτικών δραστηριοτήτων, αλλαγή τοπίου-φυσικού περιβάλλοντος και υδρολογικών συνθηκών, καταστροφή ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων).
- Επιπτώσεις από τη μεταφορά του μεταλλεύματος (διασπορά υλικού, αύξηση σκόνης, αέρια ρύπανση, ηχορύπανση κ.λ.π.).
- Επιπτώσεις από την επεξεργασία του μεταλλεύματος (διασπορά διάφορων τοξικών ουσιών, εκπομπές διάφορων επικίνδυνων καυσαερίων, ατμών μετάλλων).
- Επιπτώσεις στα υπόγεια νερά τόσο από την καταστροφή των υπερκείμενων υδροφόρων οριζόντων όσο και από την υπεράντληση νερού από τους βαθύτερους ορίζοντες.
- Επιπτώσεις από την απόρριψη και διασπορά κάθε μορφής τοξικών αποβλήτων.
Πολλές από τις παραπάνω επιπτώσεις στο μικροκλίμα, στο τοπίο, στα νερά, στην ατμόσφαιρα, θα παραμείνουν και μετά το πέρας της εκμετάλλευσης και δυστυχώς δεν θα είμαστε σε θέση να τις εξαλείψουμε, αφού η μέχρι σήμερα επιστημονική γνώση μπορεί να συμβάλλει στο μετριασμό μόνο των επιπτώσεων.
Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο περιβάλλον. Οι επιπτώσεις στα διάφορα οικοσυστήματα και κυρίως στον τοπικό άνθρωπο είναι πολλαπλές και έντονες. Μεγάλες εκτάσεις παραγωγικών εδαφών κυριολεκτικά αχρηστεύονται. Η καταστροφή της βλάστησης οδηγεί στη διατάραξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων με αλυσιδωτές δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον (πανίδα, υδατική οικονομία, ποιότητα αέρα κ.λπ.), όσο και στην τοπική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, δασοπονία κ.λ.π.). Οι περισσότερες από τις παραπάνω επιπτώσεις είναι μη αναστρέψιμες όταν οι επεμβάσεις γίνονται χωρίς σχεδιασμό και χωρίς προοπτική αποκατάστασης, γεγονός που περιορίζει τις εναλλακτικές λύσεις για μελλοντική χρήση της γης.
2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
2.1. Επιπτώσεις από την εξορυκτική δραστηριότητα
Προκειμένου να προχωρήσει η επιφανειακή εξόρυξη καταστρέφεται καταρχήν η υφιστάμενη φυσική βλάστηση. Το επιφανειακό έδαφος και οι οργανισμοί του αναμιγνύονται με γεωλογικά υλικά βαθύτερων στρωμάτων τα οποία έρχονται στην επιφάνεια. Το οικολογικό περιβάλλον για τα άγρια ζώα αλλάζει ριζικά ή περιορίζεται δραστικά και οι εγκαταλειπόμενοι σωροί υπολειμμάτων κάνουν το τοπίο αποκρουστικό (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1992).
Κατά τη διαδικασία της εξόρυξης έρχονται στην επιφάνεια τοξικά ή ραδιενεργά στοιχεία τα οποία αναμιγνύονται με τα στείρα και κάνουν την περιοχή ακατάλληλη για την άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας ακόμα και μετά την αποκατάσταση. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει σοβαρός κίνδυνος τα τοξικά και ραδιενεργά αυτά στοιχεία να εισδύσουν στις τροφικές αλυσίδες και να καταλήξουν στον άνθρωπο (Δάλλας και Ζάγκας 2007, Francis et al 1985, Χατζηστάθης 1989, Παναγόπουλος, 1995, Panagopoulos 1995).
Μία άλλη σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον από τη δραστηριότητα των μεταλλείων είναι η υποβάθμιση και η ρύπανση των υδάτων. Τα υδρολογικά πρότυπα αλλάζουν ριζικά στις περιοχές αυτές. Τα πλημμυρικά νερά αυξάνουν, η διάβρωση είναι πολύ πιο έντονη και η μεταφορά στερεών υλικών στα ρέματα και τους ποταμούς είναι πολύ πιο μεγάλη. Το οικολογικό περιβάλλον για την υδρόβια ζωή μεταβάλλεται δραστικά και πολλοί ζωικοί οργανισμοί εξαφανίζονται (Warner 1969, Χατζηστάθης-Ισπικούδης 1992).
Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία για περιοχές οι οποίες κατά καιρούς αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα από τη δράση των τοπικών χειμάρρων. Τα χειμαρρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο καταστροφικά μετά την άσκηση μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, αφού στον ευρύτερο χώρο θα υπάρχουν πολλές πηγές φερτών υλικών οι οποίες θα τροφοδοτήσουν τα αυξημένα πλημμυρικά νερά και θα οδηγήσουν σε πρωτόγνωρες για τα χρονικά καταστροφές.
Επίσης τα νερά αποτελούν τον πολυτιμότερο φυσικό πόρο και πιθανόν στο μέλλον οι υδάτινοι πόροι μιας περιοχής να αποδειχθούν πολυτιμότεροι κι από το χρυσό. Επομένως η υποβάθμισή τους και η ρύπανσή τους θα δρομολογήσουν σοβαρές αλλαγές στην περιοχή και δυστυχώς πρόκειται για κάτι μη αντιστρεπτό.
2.2. Επιπτώσεις από τη μεταφορά του μεταλλεύματος
Η μεταφορά του μεταλλεύματος από τον τόπο παραγωγής του (εξόρυξης) στον τόπο επεξεργασίας του γίνεται με μεγάλα ειδικού τύπου φορτηγά αυτοκίνητα και με ταινιόδρομους. Και τα δύο μέσα μεταφοράς συντελούν στη διασπορά ποσοτήτων μεταλλεύματος, σκόνης και στην ηχορύπανση. Τα φορτηγά αυτοκίνητα πλην της έντονης ηχορύπανσης, των καυσαερίων και των μικροσωματιδίων καπνού λόγω λειτουργίας στη μέγιστη ισχύ τους είναι υπεύθυνα για τη σημαντική επιβάρυνση του αέρα με στερεά σωματίδια (κονιορτό) ποικίλης προέλευσης.
2.3. Επιπτώσεις από την επεξεργασία του μεταλλεύματος
Οι επιπτώσεις από την επεξεργασία του μεταλλεύματος θα είναι πολλές και ποικίλες και περιλαμβάνουν:
- Τη ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα με στερεούς και αέριους ρύπους.
- Τη ρύπανση των εδαφών.
- Τη ρύπανση των νερών.
- Τη μεταφορά στην τροφική αλυσίδα βαρέων μετάλλων.
- Την αλλαγή του μικροκλίματος της περιοχής και
- Την εν γένει ανατροπή της οικολογικής ισορροπίας.
2.4. Επιπτώσεις στην τοπική υδατική οικονομία
Η όλη δραστηριότητα αλλά κυρίως οι μονάδες επεξεργασίας χρειάζονται για τη λειτουργία τους τεράστιες ποσότητες νερού.
Οι ποσότητες αυτές νερού προέρχονται συνήθως από γεωτρήσεις, με αποτέλεσμα να ανατρέπονται όλα τα δεδομένα σε ό,τι αφορά στην τοπική υδατική οικονομία.
Ένα άλλο πρόβλημα το οποίο προκύπτει είναι η καταστροφή των υπερκείμενων υδροφόρων οριζόντων οι οποίοι και μετά την ιδανικότερη αποκατάσταση της περιοχής δεν πρόκειται να εμφανισθούν όσα χρόνια και αν περάσουν.
Μια άλλη σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον από τη μεταλλευτική δραστηριότητα, είναι η υποβάθμιση και ρύπανση των υδάτων της γύρω περιοχής. Οι μονάδες επεξεργασίας το νερό που χρησιμοποιούν το απορρίπτουν στον περιβάλλοντα χώρο. Οι μεγάλες αυτές ποσότητες υγρών αποβλήτων, υποβαθμίζουν σοβαρά την ποιότητα των υδάτων και δηλητηριάζουν τα εδάφη της γύρω περιοχής. Η υποβάθμιση των υπόγειων υδάτων συντελείται μέσω της αποστράγγισης διαλυτών τοξικών στοιχείων στους υποκείμενους υδροφόρους ορίζοντες αλλά και τα ρέματα της περιοχής (Striffler 1969).
2.5. H μέχρι σήμερα εμπειρία από τη λειτουργία μεταλλείων
Τα κάθε είδους μεταλλεία ξεκινούν τη λειτουργία τους κάτω από μια ευνοϊκή συγκυρία όπως:
- Μεγάλη ζήτηση και υψηλή τιμή του παραγόμενου προϊόντος διεθνώς.
- Άφθονα και φθηνά εργατικά χέρια.
- Ευνοϊκή μεταχείριση από πλευράς κυβερνώντων.
- Οικονομική ευρωστία του επιχειρηματία ο οποίος επιδιώκει επικερδή τοποθέτηση των κεφαλαίων του.
Σε περίπτωση που κάτι απ’ όλα αυτά αλλάξει ο επιχειρηματίας «εν μια νυκτί» εγκαταλείπει την εκμετάλλευση και αφήνει τα προβλήματα στην τοπική κοινωνία (παραδείγματα ΜΑΒΕ, ΚΥΠΡΟΣ).
Σε ό,τι αφορά στο θέμα της απασχόλησης του ντόπιου πληθυσμού κανείς δεν δεσμεύεται για κάτι τέτοιο και οι επιλογές της κάθε επιχείρησης γίνονται με βάση το κέρδος.
3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας όλο και πιο βίαιης επέμβασης του ανθρώπου στο περιβάλλον, τις περισσότερες φορές στο όνομα της ανάπτυξης.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος στη γη ο οποίος είναι κατά της ανάπτυξης. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι, τι είδους ανάπτυξη επιθυμούμε;
Εκείνη που χάριν μιας βραχυχρόνιας, αμφισβητούμενης τις περισσότερες φορές ευημερίας, θα θυσιάσει ένα μεγάλο τμήμα του περιβάλλοντός μας, ή εκείνη που με σεβασμό στο περιβάλλον και με κάποιους κανόνες οικολογικής ηθικής θα εξασφαλίσει στη χειρότερη περίπτωση το ίδιο βιοτικό επίπεδο στις μελλοντικές γενιές.
Από τότε που η δασοπονία άρχισε να ασκείται σε επιστημονική βάση, εφαρμόσθηκε και εφαρμόζεται μέχρι σήμερα με επιτυχία μια θεμελιώδης αρχή, αποκαλούμενη «αρχή της αειφορίας». Η αρχή αυτή μας λέει ότι οι δασικοί πόροι θα πρέπει να διαχειρίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μας παρέχονται σήμερα, να είναι δυνατό να μας παρέχονται στο διηνεκές. Σήμερα μετά πάροδο πολλών ετών διαπιστώνουμε με ιδιαίτερη ικανοποίηση, την παραπάνω αρχή να την υιοθετούν και άλλοι κλάδοι και κυρίως εκείνοι οι οποίοι διαχειρίζονται ανανεώσιμους φυσικούς πόρους. Η αρχή αυτή επιβάλλεται όμως να γίνεται σεβαστή (με κάποια τροποποίηση) από όλους εκείνους οι οποίοι διαχειρίζονται και μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους (άνθρακα, πετρέλαιο κ.λ.π.), ιδιαίτερα όταν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις γι’ αυτό.
Όλοι είμαστε υπέρ της ανάπτυξης. Θα πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι η ανάπτυξη αυτή θα πρέπει να συντελεστεί σε αειφορική βάση και όχι κατά τρόπο που «το παρόν να υποθηκεύει το μέλλον». Μ’ άλλα λόγια ο όρος «ανάπτυξη» θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο «αειφόρος ανάπτυξη». Η «αειφόρος ανάπτυξη» όμως, προκειμένου να περάσει από τη θεωρία στην πράξη χρειάζεται εκτός από τους ειδικούς, διορατικούς πολιτικούς άλλα πάνω απ’ όλα καλά ενημερωμένους και ενεργούς πολίτες.
*Ο κ. Θεοχάρης Δ. Ζάγκας είναι αν. καθηγητής Τομέα Δασικής Παραγωγής-Προστασίας Δασών-Φυσικού Περιβάλλοντος Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκη