Του κ. Κων/νου Γιαννακόπουλου προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας
Η ίδρυση του ΕΣΥ ταυτίστηκε με την εποχή της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, τις δεκαετίες ’80-’90. Κατασκευάστηκαν πολλά Νοσοκομεία και Κ.Υ., κυρίως στην περιφέρεια, όπου υπήρχε μεγάλη έλλειψη υποδομής. Το τελευταίο αυτό κατασκευαστικό πρόγραμμα έδωσε νέα όψη στο λαό για τη Δημόσια Υγεία και υπερηφάνεια στους εργαζόμενους, που θεωρούσαν τιμή την εργασία τους στο ΕΣΥ. Μετά από 27-28 χρόνια λειτουργίας το Ελληνικό Εθνικό Σύστημα Υγείας φαίνεται εγκαταλελειμμένο στην τύχη του, έτοιμο να καταρρεύσει. Οι ασθενείς δεν είναι ευχαριστημένοι και σύμφωνα με τις μελέτες του ΟΟΣΑ το 2007, μόνο το 16% των πολιτών δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, τοποθετώντας την Ελλάδα στη 17η θέση του Οργανισμού αυτού.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του σημερινού προβλήματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκταση του Συστήματος. Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, αποτελεί τη μεγαλύτερη δημόσια επιχείρηση της χώρας, η λειτουργία της οποίας δεν σταματά ποτέ, αλλά σε υψηλό βαθμό διαρκούς ετοιμότητας, οφείλει να αντιμετωπίζει με επιτυχία τους ασθενείς πολίτες, κυρίως την ώρα της μεγάλης ανάγκης για επιβίωση. Το ΕΣΥ, για να ανταποκριθεί στο ρόλο του, διαθέτει μία αρκετά αναπτυγμένη υποδομή 146 Δημόσιων Νοσοκομείων, με σύνολο 34.000 κλινών. Σχετικά καλό εξοπλισμό με πολλούς αξονικούς και λιγότερους μαγνητικούς τομογράφους, που αθροιζόμενοι με τους ιδιωτικούς συνιστούν τη μεγαλύτερη, αναλογικά, πυκνότητα βαρέων μηχανημάτων ιατρικής τεχνολογίας στην Ευρώπη. Διαθέτει περίπου 26.000 γιατρούς μετρίου ως αρίστου επιπέδου, αλλά ανισοκατανεμημένους. Σε κάποιες περιοχές της χώρας, οι γιατροί περισσεύουν προκλητικά ενώ σε περιοχές απομακρυσμένες παρουσιάζονται τραγικές ελλείψεις. Διαθέτει περίπου 39.000 νοσηλευτές, συμπεριλαμβανομένων και 1000 περίπου βοηθών κατηγορίας ΥΕ, όπου κι αυτοί παρέχουν και νοσηλευτικό έργο, καθώς και 500 περίπου επισκέπτριες. Στα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) του 2007 αναφέρονται επίσης, διοικητικοί-τεχνικοί, άλλοι 8.700 περίπου. Το γενικό σύνολο είναι 75.300 εργαζόμενοι περίπου.
Έχουν, επίσης, κατασκευαστεί 250 Κέντρα Υγείας (Κ.Υ.), που αποτελούν το ευρύτερο δίκτυο Κ.Υ. της Ευρώπης. Ουδείς γνωρίζει όμως, τον ακριβή αριθμό των εργαζομένων στα Νοσοκομεία και τα Κ.Υ., που, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγείας, ίσως υπερβαίνει τους 110.000 εργαζομένους! Το ετήσιο κόστος λειτουργίας του Δημόσιου Τομέα Υγείας είναι περίπου 5,3% του ΑΕΠ, επί συνόλου δαπανών για Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα Υγείας 9,2%, ενώ κάθε 3 χρόνια το ΕΣΥ χρεώνεται με 3 δισ. ευρώ περίπου, μεγάλο μέρος των οποίων οφείλεται σε ανεξόφλητες οφειλές των Ασφαλιστικών Ταμείων που ανήκουν στην ευθύνη της Κεντρικής Κυβέρνησης. Οι εργαζόμενοι που αποτελούν το σημαντικότερο τμήμα του ΕΣΥ, έχουν χαμηλές οικονομικές απολαβές και κακές συνθήκες εργασίας, λόγω της έλλειψης προσωπικού, κυρίως νοσηλευτικού, που επηρεάζει όμως το σύνολο της λειτουργίας των Μονάδων. Από την ενθουσιώδη περίοδο της πρώτης δεκαετίας, μεγάλο ποσοστό εργαζομένων έχει περάσει στην επαγγελματική εξουθένωση. Οι προσπάθειες που έγιναν για τη μεταρρύθμιση του ΕΣΥ δεν απέδωσαν και όπως λειτουργεί μέχρι σήμερα, εκτός του ότι δεν ικανοποιεί ούτε τους ασθενείς ούτε τους απασχολούμενους σ’ αυτό, συμβάλλει και στην επιδείνωση της εθνικής οικονομίας. Με την τελευταία προσπάθεια για μεταρρύθμιση( Ν. 3868/2010) που καθορίζεται η λειτουργία των ολοήμερων Νοσοκομείων με τα απογευματινά ιατρεία, επιχειρείται προκλητικά πλέον μια νέα επίθεση στην τσέπη του Έλληνα ασθενούς και μία έμμεση καταλήστευση και αφαίμαξη των ήδη ευρισκομένων υπό κατάρρευση Ασφαλιστικών Ταμείων. Και όλα αυτά με τελικό στόχο την πλήρη εμπορευματοποίηση της υγείας.
Μπήκε με δύο λόγια η ταφόπλακα στο Δωρεάν Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία απέφυγε να αναλάβει πρωτοβουλίες στο πιο περίπλοκο και ευαίσθητο τμήμα του ΕΣΥ, που είναι οι εργαζόμενοι σ’ αυτό. Όλοι οι Υπουργοί υποτίμησαν και δεν αξιοποίησαν όπως έπρεπε τους ανθρώπινους πόρους, που αποτελούν την κρίσιμη μάζα που θα δώσει την καλή ή την κακή και μη αποδοτική διάσταση του Συστήματος. Κανένας δεν αντιμετώπισε το ΕΣΥ συνολικά, που χαρακτηρίζεται από απουσία ελέγχου, απουσία ικανής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης, απουσία διαφάνειας, αξιοκρατίας και νομιμότητας. Κανένας δεν τόλμησε να αγγίξει το λυπηρό αλλά υπαρκτό φαινόμενο της παραοικονομίας της ΥΓΕΙΑΣ! Οι πολίτες δεν ασχολούνται με τις διοικητικές διεργασίες, αλλά κρίνουν το αποτέλεσμα και εύλογα ρωτούν: εφόσον υπάρχει καλή υποδομή, καλός εξοπλισμός και στη μεγάλη πλειοψηφία τους φιλότιμοι εργαζόμενοι, γιατί το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό; Η απάντηση είναι ότι η πολιτική ηγεσία, ούτε κατά την έναρξη της λειτουργίας του ΕΣΥ, ούτε στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη θεσμοθέτηση και εγκατάσταση ενός αποτελεσματικού επιχειρησιακού τρόπου οργάνωσης, διοίκησης και διαχείρισης αυτού του τεράστιου και πολύπλοκου Συστήματος. Οι άνθρωποι του ΕΣΥ, οι εργαζόμενοι όλων των κλάδων, οι σχέσεις εργασίας τους, η εκπαίδευση και η μετεκπαίδευσή τους, οι ηθικές και οικονομικές απολαβές τους, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και στρατηγικού σχεδιασμού για τον έλεγχο και την οικονομική αποδοτικότητα του Συστήματος.
Στο Σύστημα, όπως λειτουργεί σήμερα, η γνώση, οι δεξιότητες, η προσωπικότητα και η συμπεριφορά των εργαζομένων όλων των κλάδων (γιατρών, νοσηλευτών, διοικητικών, τεχνικών και βοηθητικών υπηρεσιών) δεν αξιολογείται, δεν αναγνωρίζεται, δεν επιβραβεύεται, αντίθετα μάλιστα αγνοείται αρκετές φορές προκλητικά. Η εργασία που προσφέρεται ισοπεδώνεται και παρασύρει συχνά σε ισοπέδωση και την εργασιακή συμπεριφορά. Όλοι μιλούν για πιστοποίηση, αλλά ακόμα και οι εκθέσεις αξιολόγησης του προσωπικού αποτελούν τυπική ετήσια διαδικασία, όπου ο Προϊστάμενος διευκολύνει τη ζωή του βαθμολογώντας τους συνεργάτες του, επί τροχάδην, με πολύ καλούς βαθμούς ή άριστα. Άλλωστε το Σύστημα δεν επιτρέπει να αξιοποιούνται οι εργαζόμενοι με εξατομικευμένο και δίκαιο τρόπο. Τα ιδιαίτερα εργασιακά χαρακτηριστικά, που κάνουν τη διαφορά, παραβλέπονται. Απαξιώνεται έτσι και η εργασία και ο εργαζόμενος.
Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση και όλοι γνωρίζουν ότι το Υπουργείο Υγείας δεν διαθέτει αξιόπιστα στοιχεία για τις Μονάδες που διοικεί. Κατά συνέπεια, ο κεντρικός προγραμματισμός γίνεται κατά προσέγγιση, η στελέχωση γίνεται με κριτήρια ποιος πιέζει περισσότερο, ποιο Νοσοκομείο έχει περισσότερο απαιτητικούς ασθενείς ή το κριτήριο των πελατειακών πολιτικών σχέσεων, ενώ ένα πρόσθετο κριτήριο για την επίλυση των προβλημάτων είναι οι καταγγελίες στα ΜΜΕ. Προσλαμβάνονταν και προσλαμβάνονται εργαζόμενοι ανάλογα με την επαγγελματική δύναμη και πίεση που ασκούν για να εξασφαλίσουν εργασία. Θα ήταν παράλειψη, επίσης, η μη αναφορά στην απουσία ορθής αξιοποίησης της Υπηρεσίας Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας, που λαμβάνει εντολές, αποκλειστικά, από το Γραφείο του Υπουργού. Όπως έχει δείξει η εμπειρία, οι Επιθεωρητές Υγείας, «χρησιμοποιούνται» περισσότερο, για να συγκαλύπτουν παρά να αποκαλύπτουν ζητήματα και κακώς κείμενα. Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα της στρεβλής αντίληψης και πρακτικής της ηγεσίας σχετικά με τη διοίκηση του ΕΣΥ. Ποτέ τα πορίσματα των Επιθεωρητών Υγείας δεν αξιοποιήθηκαν για να βελτιωθεί η λειτουργικότητα του Συστήματος, όπως επιβάλλει ο σκοπός λειτουργίας της Υπηρεσίας αυτής. Όλα τα μεγάλα προβλήματα του Κρατικού Τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών πελατειακών σχέσεων και της ισοπεδωτικής δημοσιοϋπαλληλικής αντίληψης, έχουν πλήξει καίρια το ανθρώπινο δυναμικό του ΕΣΥ. Μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση; Η απάντηση είναι ΝΑΙ. Οι προτάσεις μας στο επόμενο άρθρο.