Με τις νομοθετικές της παρεμβάσεις για τις εκλογικές δαπάνες συνδυασμών και υποψηφίων στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, η κυβέρνηση άνοιξε έναν νέο αντιδραστικό κύκλο μεταρρυθμίσεων, που αποτελούν βάρβαρη επίθεση στα πολιτικά δικαιώματα και στις δημοκρατικές ελευθερίες των εργαζομένων.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε για ψήφιση στη Βουλή, για πρώτη φορά στην πρόσφατη πολιτική ιστορία, θεσμοθετεί την απαγόρευση της διακίνησης προεκλογικού υλικού στο σύνολο του δημόσιου τομέα (στενού και ευρύτερου). Έτσι, τίθενται σε καταστολή η διακίνηση ιδεών, η προβολή πολιτικών θέσεων και προγραμμάτων, στην έντυπη μορφή τους, στην πιο ολοκληρωμένη δηλαδή μορφή διατύπωσης πολιτικού λόγου που δίνει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να διαβάσει και να εμβαθύνει, συνεπώς να οδηγηθεί στην κάλπη και να επιλέξει με γνώση και συνείδηση.
Ταυτόχρονα, εμποδίζει συνδυασμούς, όπως της «Λαϊκής Συσπείρωσης» οι οποίοι απαρτίζονται κυρίως από εργατοϋπάλληλους, μικρούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους και στηρίζονται από το ΚΚΕ, να προπαγανδίζουν την πολιτική τους, διασφαλίζοντας αυτό το προνόμιο στα αστικά κόμματα που ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ή έχουν μέσω αυτού, αλλά και άλλων πηγών, καταλόγους με ονόματα και διευθύνσεις ανθρώπων, αλλά και το χρήμα, για να τους αποστέλλουν το έντυπο προεκλογικό τους υλικό. Έτσι, η αστική δημοκρατία εξοστρακίζει τους εργάτες από τη συμμετοχή στην πολιτική δράση.
Το νομοσχέδιο εισάγει το φακέλωμα των εργαζομένων για το πολιτικό τους φρόνημα αφού επιβάλλει ότι η ενίσχυση υποψηφίων και συνδυασμών πρέπει να γίνεται μέσω τράπεζας με καταγραφή όλων των στοιχείων του ενισχύοντος. Έτσι οι τράπεζες και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους, μέσω του λογαριασμού υποψηφίων και συνδυασμών, έχουν εξ αντικειμένου και το φάκελο με τα πολιτικά φρονήματα των ενισχυόντων πολιτών.
Στην τελική μορφή του νομοσχεδίου, μάλιστα, επεκτείνεται αυτή η πολιτική φακελώματος με τη θεσμοθέτηση υποχρέωσης στους συνδυασμούς και στους υποψηφίους να χρησιμοποιούν, στις συνεστιάσεις και άλλες εκδηλώσεις με χρηματικό αντίτιμο, διπλότυπα εισιτήρια θεωρημένα από την εφορία, στα οποία θα αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία των προσώπων στα οποία θα διατίθενται.
Μετά τις έντονες αντιδράσεις στο προσχέδιο νόμου, η κυβέρνηση, με το τελικό νομοσχέδιο, επιχείρησε να συσκοτίσει το ζήτημα της περιστολής του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, που - με τις αρχικές της ρυθμίσεις - το καταργούσε εντελώς για υποψηφίους από τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Οι αρχικές ρυθμίσεις απαγόρευαν ρητά και κατηγορηματικά στα κόμματα να χρηματοδοτούν υποψηφίους και συνδυασμούς. Στις τελικές ρυθμίσεις η προαναφερόμενη ρητή απαγόρευση για τα κόμματα δεν υπάρχει, έμμεσα όμως διατηρείται αλώβητη αφού στα άρθρα 1 και 2 του νομοσχεδίου, που αναφέρονται στα έσοδα και στις δαπάνες υποψηφίων και συνδυασμών, ως έσοδο ορίζεται η εισφορά φυσικών προσώπων. Έτσι η χρηματοδότηση ενός συνδυασμού ή ενός υποψηφίου από κόμμα μπορεί να θεωρηθεί ως μη νόμιμη.
Χωρίς αμφιβολία οι παρεμβάσεις αυτές της κυβέρνησης έχουν στόχο την περιστολή των πολιτικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών και θα έχουν συνέχεια. Στην πραγματικότητα η στόχευση πάει πολύ βαθύτερα στο χρόνο. Κατακτήσεις και δικαιώματα που έχουν συνδεθεί με τις καλύτερες αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας - και άλλων λαών - στη νεότερη ιστορία τίθενται υπό αμφισβήτηση. Για το λόγο αυτό η αμφισβήτησή τους πρέπει να σταματήσει τώρα, στο ξεκίνημά της. Σε αυτή την κατεύθυνση η ψήφος στα ψηφοδέλτια της «Λαϊκής Συσπείρωσης» που στηρίζει το ΚΚΕ, πρέπει να είναι η απάντηση του λαού.
Ο Τάσος Τσιαπλές είναι μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ