Σ’ ένα διήγημα του Τζέιμς Θώρμπερ, συγγραφέως της «Απόκρυφης Ζωής του Ουώλτερ Μίτυ», ένας άνθρωπος και μια μηχανή μπαίνουν σ’ ένα μπαρ και ζητούν να πιουν από ένα ουίσκι.
Ο μπάρμαν γεμίζει ένα ποτήρι με ουίσκι και το βάζει μπροστά στον άνθρωπο κι αρνείται να σερβίρει ουίσκι στη μηχανή. Ο άνθρωπος επιμένει κι ο μπάρμαν υποχωρεί και βάζει μπροστά στη μηχανή ένα ποτήρι με ουίσκι. Η μηχανή το πιάνει με το ατσάλινο χέρι της και αδειάζει το περιεχόμενό του στο μεταλλικό της στόμα.
Κατόπιν ο άνθρωπος και η μηχανή βγαίνουν από το μπαρ και οι πελάτες που είδαν τη σκηνή, τους κοιτάζουν από την πόρτα.
«Ανέβηκαν στο αυτοκίνητό τους»,είπε κάποιος στον μπάρμαν. «Ξέρεις ποιος οδηγούσε;».
Ο μπάρμαν έμενε σιωπηλός. Σκεφτόταν την εποχή που η μηχανή θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο όχι μόνο στην εργασία, αλλά και σε κάθε έκφανση της ζωής του.
Αν θέλεις να το δεις αυτό, ευγενικέ αναγνώστη, μπες σε μια τράπεζα και κοίταξε με τα μάτια της ψυχής σου. Μην κοιτάζεις ποτέ το πνευματικό με τα σωματικά σου μάτια, γιατί δε θα δεις τίποτε. Αυτό το τίποτα θεωρούν πολλοί ότι είναι το πνεύμα στον άνθρωπο.
Οι άνθρωποι, όσοι δεν έχουν μετατραπεί ακόμη σε ανθρώπους-μηχανές αγωνίζονται για την ανθρώπινη εργασία τους. Πολλοί διαισθάνονται ότι δεν θα είναι μόνον οι εργαζόμενοι περιττοί, αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότητα!