Του Δημήτρη Μαγουλιώτη, πρωτοετούς φοιτητή Ιατρικής
Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη φορά σαν φάρσα, είχε διαπιστώσει ο Καρλ Μαρξ. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η ιστορία δεν μπορεί να επαναληφθεί;
Η πορεία των γεγονότων της τελευταίας δεκαετίας επιβεβαίωσε τους πιο κρυφούς φόβους. Με διαφορά μόλις είκοσι ετών, αμφότερα, το κομμουνιστικό ιδεώδες και το ιδεολόγημα της «ελεύθερης» και «αυτορυθμιζόμενης» αγοράς που είχαν ήδη πάψει να κινητοποιούν το συναίσθημα, γκρεμίστηκαν παύοντας, πλέον, να γοητεύουν και τη λογική. Ήταν πλέον σαφές ότι αν ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε ως «ο αιώνας των άκρων», ο εικοστός πρώτος μπορεί αβίαστα να χαρακτηριστεί ως «ο αιώνας των ακραίων αδιεξόδων». Αδιεξόδων πρωιμότερων των ερειπίων του Τείχους του Βερολίνου και των πακέτων διάσωσης των τραπεζών. Οι μέχρι σήμερα εφαρμόσιμες μορφές θέσμισης απλώς κακοφόρμιζαν. Πλέον, αδυνατούν να αναπαραχθούν.
Βασική αιτία για αυτό είναι η απονοηματοδότηση που υφίστανται οι δυτικές κυρίως κοινωνίες, αλλά και οι ανατολικές με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Κίνα και τις αραβικές χώρες, οφειλόμενη κυρίως στην προαναφερθείσα ιδεολογική κατακρήμνιση. Όταν ο Patrick Dillon έγραφε στο εαρινό τεύχος του Intelligent Life ότι «σε μερικές χώρες... το παρελθόν έχει χάσει τη μαγεία του» πιθανότατα δεν είχε κατά νου ότι αυτή η «μαγεία» στην οποία αναφέρεται στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από το νόημα που αποδίδει το κοινωνικό φαντασιακό στους θεσμούς που παραγάγει και αναπαράγει. Και πράγματι, έχει δίκιο, δεδομένου ότι οι κοινωνίες συνηθίζουν να βιώνουν την ύπαρξή τους σε μεγάλο βαθμό μέσω μίας συλλογικής μνήμης και ειδικότερα μέσω μίας, όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε, «ιστορίας της συναίνεσης». Με υπαρκτή, όμως, την κρίση νοήματος κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Χαρακτηριστικό, όμως, παραμένει το ότι αυτή η «απομάγευση» του κόσμου, ξεφεύγει πλέον από τη θεωρητική συζήτηση, εντασσόμενη στο πλαίσιο ενός σαφούς και επιτακτικού προβληματισμού.
Τη στιγμή μάλιστα που οι παραδοσιακές έννοιες φαίνεται να έχουν χάσει το νόημά τους, επιβάλλεται διεθνώς, με πρόσχημα την κρίση, μία οικονομική πολιτική λιτότητας η οποία ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί, ούτε μπορεί να νοηματοδοτηθεί από κάποιο «ιδεολόγημα-τερατούργημα». Ζητείται, δηλαδή, από τους ανθρώπους να θυσιαστούν, για πρώτη, ίσως, φορά στην ιστορία, χωρίς να τους προσφέρεται ένα όραμα ως αντάλλαγμα. Κάτι που αν μη τι άλλο, ενισχύει την άποψη ότι το σύστημα έχει αγγίξει τα όριά του.
Η κατάσταση, λοιπόν, σήμερα, σε πολιτικό επίπεδο, μοιάζει ανάλογη της δεκαετίας του ’30. Παντού σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται ενίσχυση των ακροδεξιών τάσεων, από τους πραγματικούς Φιλανδούς και το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, μέχρι την Ουγγαρία με την περίφημη συνταγματική αναθεώρηση. Το κλείσιμο της δεκαετίας του ’30 βρήκε τον πλανήτη να σείεται από τις βόμβες και τις ερπύστριες. Έτσι, αντιμετωπίστηκε η κρίση της δεκαετίας του ’30. Σήμερα, μία τέτοια επιλογή δεν είναι εφικτή. Η ύπαρξη των εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, όπως των πυρηνικών όπλων, όσο κοντά έχει φέρει την ανθρωπότητα στον όλεθρο, άλλο τόσο την έχει απομακρύνει, δεδομένου του εκτιμώμενου κόστους. Παράλληλα, με ζωντανή ακόμη τη συλλογική μνήμη από την τελευταία σύγκρουση και με την αδυναμία ιδεολογικής κινητοποίησης των μαζών, που αναφέρθηκε πιο πάνω, κάτι τέτοιο μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο.
Παράλληλα, μια σειρά άλλων παραγόντων θέτουν σε δοκιμασία το σύστημα. Η οικονομική κρίση, όχι απλώς δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλά όπως φαίνεται ελλοχεύει ο κίνδυνος νέας υποτροπής. Ήδη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε ότι το διογκούμενο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ δημιουργεί μικρό, αλλά σημαντικό κίνδυνο πρόκλησης νέας διεθνούς οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, η φυσική καταστροφή που έπληξε την Ιαπωνία απειλεί με αποσταθεροποίηση την εύθραυστη οικονομία της, ενώ ο οίκος Fitch προχώρησε σε υποβάθμιση της Κίνας στο επίπεδο ΑΑ-, βασιζόμενος στον κίνδυνο μίας πιθανής χρεοκοπίας των κινεζικών τραπεζών. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με την κρίση της δεκαετίας του ’30, όπου το υπερσυσσωρευμένο βρήκε παραγωγική διέξοδο μέσω μίας κολοσσιαίας σύγκρουσης, σήμερα μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο.
Και, όμως, πλάι σε αυτά κορυφαίο παραμένει το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας δεν αποτελεί, πλέον, έναν απροσδιόριστο κίνδυνο, αλλά μία ορατή πραγματικότητα. Η παραγωγή πετρελαίου θεωρείται ότι εδώ και χρόνια έχει φτάσει στο σημείο κορύφωσης (“Hubbert peak”), παρά τα ευαγγελιζόμενα αποθέματα στον Αρκτικό Ωκεανό, ενώ οι συνεχείς εκχερσώσεις τροπικών δασών και η ολοένα αυξανόμενη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων από τις αναδυόμενες οικονομίες απειλούν να δυναμιτίσουν ολόκληρο το οικοσύστημα. Εν τέλει, αποδεικνύουν τον ανορθολογισμό του υπάρχοντος συστήματος και, εν μέρει, το πεπερασμένο χαρακτήρα της ανάπτυξης και της οικονομικής επέκτασης.
Φαίνεται πως έχουμε αγγίξει τα όρια του υπάρχοντος συστήματος. Αν κάτι τέτοιο ισχύει τότε βαδίζουμε ήδη σε μία μεταβατική περίοδο. Έχει συμβεί στο παρελθόν, πιθανότατα συμβαίνει και τώρα. Μία εγελιανή σπειροειδής άποψη εκτύλιξης ή μία θεώρηση περί οικονομικών κύκλων της παγκόσμιας ιστορίας, πιθανώς θα μπορούσε να ερμηνεύσει τη σημερινή κατάσταση. Σίγουρα, όμως, δεν θα μπορούσε να προβλέψει αν οδηγούμαστε σε ένα σύστημα ευρύτερης ελευθερίας και μεγαλύτερης ορθολογικότητας στην αξιοποίηση, και όχι, πλέον, στην ανάπτυξη της τεχνικής, ή όχι.
Αν, λοιπόν, βρισκόμαστε στο τέλος της εποχής που γέννησε τις μεγάλες ιδεολογίες, της περιόδου που ενέπνευσε το Ζίγκφριντ και τον Τανχόιζερ του Βάγκνερ, των χρόνων της ραγδαίας προόδου της τεχνολογίας, τίθεται το ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε;». Προτού, όμως, θέσουμε αυτό το ερώτημα είναι προτιμότερο να αναρωτηθούμε «τι θέλουμε να κάνουμε;», υπό την έννοια ότι πρέπει να στοχαστούμε πάνω στο τι κοινωνία επιθυμούμε. Απαιτείται δηλαδή ένας στοχασμός-πέραν του υπάρχοντος για να ακολουθήσει η ενέργεια-προς αυτό.
Αναμφισβήτητα, διανύουμε περίοδο πρωτόγνωρης κρίσης. Κάθε κρίση, όμως, αποτελεί και ευκαιρία. Ο άνθρωπος εκ φύσεως πάντα θα ακροβατεί ανάμεσα στο «κακόν» και στο «εσθλόν». Ιστορικά, αυτό άλλοτε ερμηνεύτηκε ως η πάλη των τάξεων, η σύγκρουση των πολιτισμών, των θρησκειών, και εσχάτως, η σύγκρουση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, αγοράς και κοινωνίας. Οι προγενέστερες κοινωνίες κατόρθωσαν να απαντήσουν σε αυτά τα διλήμματα διασφαλίζοντας τις καταλληλες ισορροπίες. Και είναι τώρα, στο διαφαινόμενο τέλος «της εποχής του Ζίγκφριντ» που η ανθρωπότητα θα κληθεί για μία ακόμη φορά να επιλέξει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει.