Περιδιαβαίνοντας την πόλη της Λάρισας αισθάνεται κανείς ντροπή και απογοήτευση στη θέα των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων. Τα περισσότερα μουντζουρωμένα και μάλιστα πανομοιότυπα. Λες και ισχύει παντού ο ίδιος κανόνας καταστροφής και υποβάθμισης του πολιτισμού μας.
Γι’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος ευθυνόμαστε όλοι μας: Με τις πράξεις μας και την ανοχή μας. Που εξέθρεψαν και γιγάντωσαν το φαινόμενο αυτό. Τόσο που είναι αδύνατο να το περιγράψει κανείς. Γιατί δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει. Αφού το κακό αυτό δεν εξαιρεί τίποτα. Ούτε και αυτήν ακόμα την ιστορία μας, που αποτυπώνεται μέσω των αγαλμάτων και των μνημείων του τόπου μας.
Ενδεικτικά θα επισημάνουμε ορισμένες περιπτώσεις μουντζουροποίησης της πόλης μας, οι οποίες αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της σημερινής κατάντιας. Δεν νομίζω να υπάρχει δημότης ή επισκέπτης που να μην έχει περάσει από το κέντρο της Λάρισας. Εδώ ακριβώς αντικρίζει τη βιτρίνα της μουντζούρας. Και πού λέτε; Στο δικαστικό μέγαρο. Αυτό που αποτελεί τον χώρο εργασίας των λειτουργών της δικαιοσύνης. Όπου μέσα μπορεί να απονέμεται αυτή, απ’ έξω όμως περιζώνεται από τη συμπεριφορά της ανομίας: Της μουντζούρας και της ασχήμιας: Συνθήματα ιδεολογικά, πολιτικά, κομματικά, περιπλέκονται με ύβρεις και αισχρότητες διαφόρων διαβαθμίσεων. Και να σκεφθεί κανείς, ότι στο νότιο μέρος του στεγάζεται το τμήμα μεταγωγών της ελληνικής αστυνομίας. Δυστυχώς τίποτα από τα παραπάνω δεν συγκινεί και δε φοβίζει τους υπονομευτές της περιβαλλοντικής ειρήνης και ομορφιάς.
Λίγο πιο κάτω, στην πλατεία Ταχυδρομείου και στο κτίριο της Ιατρικής Σχολής, η κατάσταση είναι το ίδιο αποκρουστική και αηδιαστική. Με την πυκνότητα της μουντζούρας να συναγωνίζεται αυτή του δικαστικού μεγάρου. Και η ομορφιά του κοσμήματος αυτού να χάνεται μέσα στο μουντό και σκοτεινό χρώμα των ρύπων.
Και να σταματούσε εδώ το κακό θα λέγαμε ότι είναι μικρό. Πριν από καιρό ράγισε η καρδιά μου, όταν αντίκρισα το νεόκτιστο κτίριο, όπου στεγάζεται το 4ο δημοτικό σχολείο. Οι βέβηλοι δεν περιορίστηκαν μόνον στη μουντζουροποίηση του εξωτερικού χώρου, αλλά προσέβαλαν και αυτόν που βρίσκεται εντός της αυλής. Τόσο, που οι ασχήμιες είναι ορατές από μακριά, δημιουργώντας ένα αίσθημα δυσφορίας και απογοήτευσης. Ταυτόχρονα όμως και ένα μεγάλο γιατί;
Γιατί, αυτή η συμπεριφορά ορισμένων; Γιατί καταστρέφουν ό,τι δεν είναι δικό τους; Ό,τι αποτελεί τον υλικό πολιτισμό αυτής της πόλης; Αυτόν που στεγάζει τα παιδιά μας; Τους μαθητές των σχολείων μας; Τους αυριανούς πολίτες; Την ελπίδα της Ελλάδας; Λίγη αγάπη και λίγος σεβασμός δεν βλάπτει. Απεναντίας ομορφαίνει τη ζωή μας.
Το όλο παζλ της περιβαλλοντικής ασχήμιας στο κέντρο της Λάρισας συμπληρώνεται με την παρουσία του κακού αυτού και στο μόλις περατωθέν, επί της Ανθίμου Γαζή, υπέρλαμπρου οικοδομήματος που πρόκειται να στεγάσει, αν δεν κάνω λάθος, το Δημοτικό Θέατρο. Τα πρώτα συνθήματα γραμμένα με παχιά γράμματα φιγουράρουν ήδη στο βόρειο μέρος αυτού, προδίδοντας ταυτόχρονα και τον εσωτερικό κόσμο των εκτελεστών της βέβηλης αυτής πράξης. Αυτών που περιφέρονται ανά τις οδούς της πόλης – μέσα στο σκοτάδι της νύχτας – με μπογιές και μαρκαδόρους ψάχνοντας για υποψήφια θύματα. Κάποιο νεόκτιστο ή φρεσκοβαμμένο κτίριο για να το μαυρίσουν σαν την ψυχή τους. Αυτή βέβαια τη μαυρίλα δεν την ξερνούν στα δικά τους σπίτια. Ούτε στη δική τους ακίνητη περιουσία, αλλά στο βιός των άλλων και στα δημόσια οικοδομήματα.
Όπως και παραπάνω τονίσαμε το φαινόμενο αυτό δεν σταματά στα κτίρια που ενδεικτικά αναφέραμε και περιγράψαμε. Απλώνεται παντού. Σ’ ολόκληρη την πόλη. Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή του απαιτεί τη συστράτευση όλων. Απαιτεί αγώνα συλλογικό και πολύπλευρο. Που πρέπει να γίνει όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και εθνικό επίπεδο. Γιατί δεν αφορά μόνο τη Λάρισα. Κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή – εκτός των αρμόδιων αρχών – πρέπει να έχει η περιβαλλοντική Παιδεία. Που μπορεί να παρέχεται από την οικογένεια, το σχολείο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, από παντού.
Θα πρέπει, κάποτε, τα μέσα ενημέρωσης να το καταλάβουν καλά, ότι δεν μπορούν καθημερινά να μας μαυρίζουν τη ζωή με τα πλέον θλιβερά και απαισιόδοξα γεγονότα και να μη μιλάνε, σχεδόν καθόλου, για τα αυτονόητα. Γι’ αυτά που ποιοτικά αναβαθμίζουν τη ζωή μας. Για να την ασπρίσουν λιγάκι. Σταματώντας έτσι, όχι μόνον τη μαυρίλα της οικονομίας με την οποία διαρκώς μας βομβαρδίζουν, αλλά και αυτή του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε.
Αν η προσπάθεια αυτή αποκτήσει διαρκή και μόνιμο χαρακτήρα και αν γίνει πραγματικό βίωμά μας, τότε ουσιαστικά θα μας αλλάξει. Θα μας μορφώσει. Και η μόρφωση αυτή μπορεί να ανακόψει τη φθορά του πολιτισμού μας και το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται αυτή. Γιατί θα απλωθεί παντού. Σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνίας μας. Και θα μεταμορφώσει εσωτερικά και αυτούς ακόμα τους διώκτες της περιβαλλοντικής ειρήνης και ομορφιάς. Κάνοντάς τους έτσι φανατικούς υπερασπιστές της. Πολέμιους κάθε απόπειρας μουντζουροποίησης του τόπου μας. Δύναμη καθαρότητας και ομορφιάς. Που θα εμπνέει και θα χαροποιεί ντόπιους και επισκέπτες της πατρίδας μας.