Η πραγματικότητα είναι μία. Και σε αυτό τουλάχιστον θα πρέπει να συμφωνούν όλοι. Ότι όλα τα πολιτικά κόμματα και πρωτίστως τα μετέχοντα στη Βουλή, φέρουν ιστορική και εθνική ευθύνη για τις αποφάσεις που παίρνουν αυτή την εποχή, για τις δηλώσεις που κάνουν, για τη στάση που τηρούν απέναντι στα γεγονότα που τρέχουν, γιατί έχουν πάρει την κατηφόρα με πρωτοφανή τρόπο. Οπότε όλα θα έπρεπε να προσπαθούν να βλέπουν πέρα από το δένδρο, το δάσος. Αυτό είναι το ένα και μάλλον το κοινά αποδεκτό, παρότι ακόμη και σε αυτό ο καθένας δίνει τις δικές του ερμηνείες.
Από κει και πέρα, τα όσα συμβαίνουν και εξελίσσονται από τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, έχουν έντονο τον χαρακτήρα του τραγέλαφου, γεννούν ερωτηματικά (πόσα ακόμη ερωτηματικά!;) και απορίες.
Συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας - ορθά έπραξε ο άνθρωπος γιατί τουλάχιστον αυτό εμπίπτει στον περιορισμένο ρόλο του - ένα συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, με ζητούμενο τη συναίνεση, σχετικά με το μεσοπρόθεσμο και την εκταμίευση της πέμπτης δόσης. Πριν όμως συμβεί αυτό, έχουν προηγηθεί εμφανή συμπτώματα εκβιασμού του εγχώριου πολιτικού κόσμου, εντελώς απροκάλυπτα, τόσο από κοινοτικούς αξιωματούχους όσο και από την ίδια την Ελληνίδα επίτροπο στην Ε.Ε. Απαράδεκτο, ως τακτική, από όποια οπτική και να το δει κανείς. Ταυτοχρόνως ενσπείρεται και ένα κλίμα από την ίδια την κυβέρνηση ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην μας επιτρέψουν να εκταμιεύσουμε την 5η δόση. Και στην περίπτωση αυτή βγαίνει ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου και λέει ότι τα λεφτά φτάνουν μέχρι τις 15 Ιουλίου.
Συγκαλείται λοιπόν υπό το διλημματικό και εκβιαστικό κλίμα το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, με τα γνωστά (και αναμενόμενα άλλωστε) σε όλους αποτελέσματα θα έλεγε κανείς. Ότι περισσότερο συγκλήθηκε για να «βγουν από την υποχρέωση» καθότι δεδομένες εκ προοιμίου ήταν οι θέσεις όλων των κομμάτων. Ωστόσο έπρεπε και προς τα έξω να φανεί ότι καταβάλλεται, έστω και υπό το κράτος εκβιασμών, προσπάθεια για την ανεύρεση της συναίνεσης.
Την επομένη, δηλαδή το Σάββατο και αφού έχει προκύψει το ναυάγιο, «κύκλοι» του υπουργείου Οικονομικών διαρρέουν ότι «εντάξει, θα την πάρουμε τη δόση». Και χθες το ίδιο είπε και ο αρμόδιος υπουργός. Από την όλη συμπεριφορά «πριν» και «μετά», μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι εφόσον ο εκβιασμός απέτυχε, επανήλθε η κυβέρνηση στην πεπατημένη. Και παρότι όλοι οι εκτός Ελλάδας φροντίζουν ανελλιπώς με άρθρα (περισσότερο ή λιγότερο αληθινά) να μας ενημερώνουν για το... «χάλι» μας, η κυβερνητική παλινωδία και ως προς την τακτική που ακολουθεί δημιουργεί ερωτηματικά και αμφιβολίες σχετικά με το «πώς» έχουν πράγματι τα πράγματα, ειδικά με αυτή την περιβόητη «πέμπτη δόση».
...Παρεμπιπτόντως να παρατηρήσουμε ότι με αυτές τις «δόσεις» έχουμε πλέον καταντήσει σαν ναρκομανείς. Αν δεν πάρουμε τη «δόση» μας, παθαίνουμε στερητικό κι αρχίζουμε να χτυπιόμαστε. Και που την παίρνουμε, συνερχόμαστε μεν, κερδίζουμε λίγο χρόνο αλλά... πάλι τη δόση μας θέλουμε! Και τελικά θα καταλήξουμε σε κάνα χαντάκι από... υπερβολική δόση.
Εδώ, για να επανέλθουμε, το υπαρξιακό κυριολεκτικά ερώτημα είναι «να συναινέσει κανείς ή να μη συναινέσει;». Και κυρίως αυτό αφορά στη Νέα Δημοκρατία. Γιατί καμία εγγύηση δεν υπάρχει ότι η όποια συναίνεση να φέρει και αποτελέσματα, όταν η πολιτική που ακολουθείται είναι λάθος. Και το ερώτημα για την αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι αν θα υποκύψει στον «εκβιασμό», αλλά αν υποκύπτοντας θα παράσχει καλές υπηρεσίες στη χώρα.
Ανεξάρτητα από τα διάφορα επιχειρήματα που προβάλλονται και το «παζάρι» που συνεχίζεται έστω για «μισοσυναίνεση», δεν θα πρέπει να θεωρείται καθόλου βέβαιο ότι μπορεί κανείς να πει, εξ όλων αυτών των πολιτικών, με βεβαιότητα και το χέρι στην καρδιά ποιο είναι το πραγματικά σωστό για τη χώρα. Όλοι πειραματίζονται στου... ψυριάρη την καμπούρα. Αλλά βεβαίως εδώ που έχουμε φτάσει, είναι προφανές ότι δεν αναζητούμε το «σωστό» αλλά το λιγότερο λάθος.