Στην Ελλάδα δεν υπάρχει άνοιξη. Χθες ακόμα κρυώναμε τα πρωινά και τα βράδια και τώρα δεν ανεχόμαστε ούτε σακάκι. Γράφω αυτές τις γραμμές επηρεασμένος από μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα στον Κίσσαβο, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι αυτή η εαρινή παρένθεση θα συνεχιστεί και αύριο. Δυστυχώς αυτό το ανοιξιάτικο ιντερμέτζο δεν κρατάει πολύ. Σε μας η καλοκαιριάτικη ζέστη εισβάλλει κτηνωδικά σαν ένας νικητής πολεμιστής που καταπατάει εχθρικά εδάφη. Οι καυτές ακτίνες του ήλιου ξεσκίζουν την ατμόσφαιρα σαν διάτορα πολεμικά σαλπίσματα. Δεν υπάρχει η περίοδος εκείνη της ανακωχής που είναι η άνοιξη, η γλυκιά μεταβατική περίοδος που αφήνει πίσω τις χειμωνιάτικες μέρες και μας προετοιμάζει για το μακρύ καυτό καλοκαίρι.
Στην πόλη η άνοιξη είναι ξεχασμένη υπόθεση. Τη χάσαμε όταν αλλάξαμε τον τρόπο ζωής μας και πνιγήκαμε στο τσιμέντο και στα αυτοκίνητα. Την ξεχάσαμε από τότε που γκρεμίσαμε τις μονοκατοικίες και από κηπούπολη με λουλουδισμένες αυλές, η Λάρισα έγινε τσιμεντούπολη, όπως κι όλες οι μεγάλες πόλεις.
Τώρα μόνο στο ύπαιθρο μπορείς να νιώσεις τον ανοιξιάτικο παλμό της ζωής. Στην εξοχή, εκεί που τα χρώματα γίνονται ζωηρότερα και η ατμόσφαιρα καθαρότερη. Η δόξα της άνοιξης είναι στα χωριά. Είναι στον αέρα που γίνεται χλιαρός, στο φως που έχει μια φρεσκάδα ασύγκριτη, στα νέα φυλλαράκια των δέντρων, στο γυαλιστερό γρασίδι, στην πολύχρωμη φύση που βγαίνει από έναν μακρύ χειμώνα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση, από το να ξυπνάς στο ύπαιθρο ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Όλα έχουν ένα αέρα καινούριο και γιορταστικό γεμάτο χρώματα και αρώματα. Ως κι αυτή ακόμα η βροχή είναι χαρωπή και πεταχτή.
«Ω, ανοιξιάτικη βροχή γλυκιά κι αρμονική», τραγουδούσε ο Ελληνογάλλος ποιητής Ζαν Μορεάς. Καθώς έρχεται ύστερα από έναν μακρύ και σκληρό χειμώνα, η διαύγεια και η γλυκύτητα των γύρω σε κάνει να σκέπτεσαι ότι έτσι θα ήταν η γη στη χαραυγή της ζωής.
Εντάξει, πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα παράθυρα των ανθρώπων δεν είναι όλα τόσο ρόδινα. Κάθε οικογένεια έχει τα μικρά ή τα μεγάλα βάσανά της. Κυρίως αυτόν τον καιρό που μας χτυπούν ανηλεώς τα στημένα οικονομικά «παιχνίδια» των μεγάλων και ισχυρών, των κλεφτών και αμαρτωλών, με περικοπές αποδοχών, αναδιαρθρώσεις, εξορθολογισμούς , «μεταρρυθμίσεις» επιμηκύνσεις, ανασχεδιασμούς και άλλα κόλπα. Αλλά η ζωή πρέπει να συνεχιστεί και η επιλογή είναι μία, η ίδια για όλους: να τη ζήσουμε. Με ό,τι κουβαλάει. Τώρα η άνοιξη μας μεταφέρει έξω από τα όρια του πολυμέριμνου βίου, όσο αβίωτο κι αν μας τον κατάντησαν, έξω από τις πόλεις και το τεχνητό περιβάλλον τους. Η φύση καλεί το θαυμασμό και τον σεβασμό μας να στραφεί και προς αυτήν. Μας καλεί να εντρυφήσουμε στην αρμονία της, στη σοφία της και στη δημιουργικότητά της. Δεν επιζητεί να μας μπάσει στα μυστήριά της, να μας εξηγήσει το θαύμα της, την τελειότητά της. Μας καλεί να δούμε το εξωτερικό αποτέλεσμα, την ομορφιά και την ατμόσφαιρα της ζωής. Να φιλοξενηθούμε στη μαγεία της, να μας στεγάσει στο φως της. Να ξεκουράσει τη σκέψη μας και να γεμίσει την ψυχή μας από τη θεία αναπνοή της ανοιξιάτικής της αναγέννησης.
Ο δρόμος προς τον Κίσσαβο περνάει μέσα από ρεματιές και καταπράσινες πλαγιές. Ανεβαίνει, κατεβαίνει ανάμεσα σε θάμνους και δέντρα, ελιές, καστανιές, κερασιές, μηλιές και βάτα. Τα πάντα μοιάζουν ανανεωμένα γεμάτα ζωή, σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ. Κι αυτά τα άγρια λουλούδια, τα σκορπισμένα εδώ κι εκεί, χαίρονται το δικαίωμά τους στον ήλιο. Εκτελούν την αποστολή τους: την αποστολή της ζωής που πρέπει να υπάρχει πάντοτε, στιγμή με στιγμή, άνθρωπος με άνθρωπο, λουλούδι με λουλούδι, να συντηρούν την αλυσίδα της αιωνιότητας.
Εκεί που οι πλαγιές δεν διακόπτονται από κανένα σπίτι, η ανθρώπινη δραστηριότητα απουσιάζει, εκεί η φύση διατηρεί την ήρεμη πρωτεϊκή όψη της, όλη τη γαλήνη της. Τόποι μοναξιάς, περισυλλογής και ανάπαυσης του νου, της καρδιάς, του σώματος. Αναζωογόνηση της ανθρώπινης μηχανής, πλύσιμο του αίματος με οξυγόνο, του ματιού με την απαλή άχνη του χρώματος, του αυτιού με τη σιωπή, της ψυχής με το φως.
Εκεί μακριά από το θόρυβο των μηχανών, ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανεπαίσθητων μικρών θορύβων της φύσης, νιώθεις σαν καλεσμένος. Αισθάνεσαι τη φιλοξενία, την προσφορά, το περπάτημα της φύσης στο δέρμα σου. Βυθίζεσαι στην αισθητική της σιωπής και των χρωμάτων, οσφραίνεσαι λαίμαργα τα αρώματα που σου προσφέρονται αφειδώλευτα, με μόνο αντάλλαγμα το σεβασμό σου σ’ αυτό το πολύχρωμο καλλιτέχνημα, το φυσικό περιβάλλον.
Η άνοιξη στον καταπράσινο, λουλουδισμένο Κίσσαβο επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις στον κουρασμένο άνθρωπο της πόλης. Βλέπεις κάτι από κείνα που σε εκπλήττουν, ακριβώς γιατί σου είναι ασυνήθιστα. Γιατί δεν μπορείς να τα φανταστείς στη σκληρή καθημερινότητα. Ακριβώς ίσως γιατί δεν υπάρχει φανταστικότερο πράγμα από την πραγματικότητα, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι. Τα χρώματα εκεί έχουν ψυχή και η σιωπή είναι γεμάτη μουσική. Δεν έχει σημασία που δεν τ’ ακούς να σου μιλούν. Καταλαβαίνεις πως έχουν φωνή καθώς υπάρχουν όλα μαζί εκεί γύρω σου, φως, λουλούδια και μουσική.
Τα κελαηδήματα των πουλιών, τα ζουζουνίσματα των εντόμων, τα αρώματα που σκορπά απλόχερα αυτή η φύση, αναδίνουν ένα αίσθημα σαν αυτό που νιώθεις διασχίζοντας τα χρωματιστά κομμάτια της γης του Κισσάβου. Το χώμα, η βροχή, ο αέρας, ο ήλιος, τα περιγράμματα του βουνού, των λοφίσκων και των πλαγιών, ως κάτω στις ακτές του Αιγαίου, μεταβάλλουν κάθε άνοιξη την όψη της γης, δίνουν κουράγιο στην ψυχή του ανθρώπου. Ξυπνούν μέσα του ένα είδος ευδαιμονίας καθώς στο βάθος κυριαρχεί σε όλα ή ίδια φωνή: Να ζήσουμε, να επιβιώσουμε! Να υπάρχουν πάντοτε μάτια να βλέπουν την άνοιξη, αυτή την άνοιξη, αυτήν την παράξενη αναγέννηση που γεμίζει το χώρο γύρω μας με το θαύμα της.
Μπορεί πολλά πράγματα να σκιάζουν αυτή την ομορφιά, να μη σ’ αφήνουν να τη χαρείς. Σκέπτεσαι πόσο μίζερη μπορεί να γίνεται η ζωή στην καθημερινότητά της..... Αλλά και πόσο όμορφη είναι στ’ αλήθεια η άνοιξη για κείνους που απλά τη ζούν. Την άνοιξη, τη ζωή. Όλα!