Η προσφυγή εκατοντάδων συνταξιούχων βουλευτών και κληρονόμων αυτών, στο Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ.) για την αναπροσαρμογή των συντάξεών τους, δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, αλλά σιγοβόσκει από το 2008 όταν, η τότε Κυβέρνηση Καραμανλή, σε εκτέλεση αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου (Μισθοδικείον άρθρο 88 και 99 του Συντάγματος) εξίσωνε τις αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου, με τις αντίστοιχες του Προέδρου της Τηλεπικοινωνιακής Αρχής και Ταχυδρομείου, τουτέστιν 10.271 ευρώ το μήνα ακαθάριστα.
Στην τροπολογία, που ρύθμισε τις αποδοχές των Δικαστών, υπάρχει πρόνοια, με τη συγκατάθεση όλων των Πτερύγων της Βουλής ότι, απ’ αυτή τη ρύθμιση, εξαιρούνται οι βουλευτές, των οποίων ως γνωστόν οι αποζημιώσεις συνδέονται υποχρεωτικά, με βάση τις αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου (Ζ’ ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων 1964 και 1975). Σε παλαιότερα άρθρα μου το 2008 για το ίδιο αντικείμενο έγγραφα ότι η εξαίρεση των βουλευτών είναι προσχηματική και κανένας, δεν θα μπορέσει στο μέλλον, να απαγορεύσει, στους 474 τότε συνταξιούχους βουλευτές, να προσφύγουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο και να διεκδικήσουν την αναδρομική, αναπροσαρμογή των συντάξεων τους και αναδρομικά, που θα κυμαίνονται ανάλογα από 80.000 ευρώ μέχρι και 250.000 ευρώ. Η πρώτη προσφυγή έγινε από έναν υπέργηρο βουλευτή 95 ετών το 2008 και ακολούθησαν στη συνέχεια και πάρα πολλοί άλλοι και κληρονόμοι αυτών. Συνεπώς οι προσφυγές των συνταξιούχων βουλευτών, βρίσκονται εντός του Συντάγματος, είναι νόμιμες, η υφιστάμενη Νομολογία τους προστατεύει και επομένως οψέποτε αυτές εκδικασθούν, πιστεύεται να δικαιωθούν, παρά τις όποιες δικονομικές παρεμβάσεις και παλικαρισμούς του Υπουργού Οικονομικών. Μόνο η λαϊκή κατακραυγή και η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, φαίνεται να αναστέλλουν προς το παρόν την εκδίκαση των προσφυγών αυτών, ενώπιον του Ε.Σ. με τη μέθοδο των ανακοπών, που συγχρόνως δεν παραγράφονται οι όποιες απαιτήσεις των αναδρομικών τους. Με λίγα και απλά λόγια ένας συνταξιούχος βουλευτής με 18ετή θητεία στα έδρανα και πάνω, είναι δυνατόν να κερδίσει δικαστικά σύνταξη του 80% των 10.271 ευρώ, δηλαδή 8.216 ευρώ ακαθάριστο.
Είμαι από τους ανθρώπους, που πιστεύουν ακράδαντα ότι οι βουλευτές πρέπει να αμείβονται ικανοποιητικά κα να ζουν αυτοί και οι οικογένειές τους με αξιοπρέπεια, που τους περιβάλλει το αξίωμα, που κατέχουν. Ενδεχομένως να πρέπει να διπλασιασθούν οι αποδοχές του (αποζημιώσεις). Παράλληλα όμως να αποδεσμευθούν οι αμοιβές τους, απ’ αυτές του προέδρου του Αρείου Πάγου. Τα καθήκοντά τους είναι διαμετρικά αντίθετα και δεν συμπίπτουν πουθενά. Με τον διπλασιασμό των αμοιβών τους, να στερηθούν όλων των λοιπών επιδομάτων χορηγήσεων και διευκολύνσεων όπως χρήση αυτοκινήτου, δωρεάν εισιτήρια τηλεφωνικών ταχυδρομικών τελών και πάσης αποζημιώσεως από τις συμμετοχές σε διάφορες επιτροπές, όπου αμείβονται σήμερα, με το ευκαταφρόνητο ποσό των 255 ευρώ την ημέρα.
Από ισχύος του Συντάγματός μας του 1975, έχουν γίνει μέχρι σήμερα τρεις αναθεωρήσεις αυτού (1986-2001-2008), χωρίς όμως να γίνει ποτέ, καμία βαθιά τομή, που θα ξεκαθάριζε συγχρόνως την όλη σύγχυση, που υπάρχει γύρω από τις οικονομικές διεκδικήσεις και αποζημιώσεις των ενδιαφερομένων από το Δημόσιο, ώστε να σταματήσει αυτό το φαύλο καθεστώς και το μπάχαλο που υπάρχει στην πατρίδα μας και ανατρέπει με δικαστικές αποφάσεις κάθε χρόνο, τη δημοσιονομική πολιτική της εκάστοτε Κυβέρνησης. Στο Ε.Σ. σήμερα εκκρεμούν 36.000 εφέσεις. Και μια υπόθεση για να τελεσιδικήσει χρειάζονται επτά χρόνια και να καταστεί αμετάκλητη αλλά τουλάχιστον πέντε χρόνια ήτοι συνολικά 12 έτη.
Προκύπτει συνεπώς αδήριτη ανάγκη όπως η επόμενη Βουλή χαρακτηρισθεί Αναθεωρητική και να γίνει βαθιά τομή και να απολειφθούν όλες εκείνες οι διατάξεις και τα άρθρα, που στρεβλώνουν την ομαλή λειτουργία του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, όπως η ασυλία των βουλευτών, η ατιμωρησία των, οι αμοιβές των δικαστών (Άρθρα 61-86-88-99) και άλλα πολλά, που ανατρέπουν την ισότητα έναντι του Νόμου.
Εκείνο όμως, που προκύπτει από το θόρυβο των αναδρομικών των συνταξιούχων βουλευτών, είναι η ανάγκη δραστικής μείωσης, του αριθμού των βουλευτών. Μέχρι σήμερα το θέμα αυτό έχει θίξει στην αρχή ο κ. Σαμαράς και έκτοτε τηρεί σιγή ιχθύος και δύο φορές ο κ. Ρέππας και κανένας άλλος. Είναι απαίτηση πλέον της κοινωνίας, η μείωση του αριθμού των Βουλευτών σε πρώτη φάση από 300 σε 200, που είναι βατή με το άρθρο 51 του Συντάγματος και με την αναθεώρησή του, σε 151, που είναι υπέρ αρκετοί για τις ανάγκες της χώρας μας. Επίσης οι βουλευτές να συνταξιοδοτούνται από το φορέα, που ανήκουν, τα δε ασφάλιστρα όσο διαρκεί η θητεία τους, να τα αναλάβει η Βουλή ή το πολύ να μείνει μια μικρή σύνταξη ως επικουρική.
Κύριε πρωθυπουργέ όσα συμβαίνουν σήμερα με τις μίζες των υποβρυχίων, της Siemens και τελευταία με τις προσφυγές μεγάλης μερίδας συνταξιούχων βουλευτών, για τη διεκδίκηση αναδρομικών, έχουν πυροδοτήσει στον ελληνικό λαό μια μεγάλη οργή και αγανάκτηση και περιμένει από εσάς, όχι λόγια και ευχολόγια, αλλά να βγείτε αύριο και να δηλώσετε ότι στις επόμενες εκλογές οψέποτε γίνουν ο αριθμός των βουλευτών, που θα προκύψουν απ’ αυτές θα είναι 200. Αυτό το απαιτεί πλέον σύσσωμη η ελληνική κοινωνία.
Μιμηθείτε σε αυτό τον Χαρίλαο Τρικούπη, που αντιμετωπίζοντας τότε ο μεγάλος πολιτικός, παρόμοιες καταστάσεις, με εσάς το 1986, τόλμησε και μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 245 στους 150. Και στις εκλογές, που επανακολούθησαν το 1987 το Νεωτερικό κόμμα του, θριάμβευσε κερδίζοντας τους 90 από τους 150 βουλευτές. Τολμήστε και προχωρήστε κύριε πρωθυπουργέ, σε αυτήν την κίνηση, ο τόπος την έχει τόσο ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε. Και να είσθε βέβαιος ότι ο ελληνικός λαός σίγουρα, θα το αναγνωρίσει και θα μείνετε και εσείς, στην Ιστορία, ως ένας τολμηρός και μεταρρυθμιστής Πρωθυπουργός. «Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα».
Εν κατακλείδι η χώρα μας χρειάζεται, ένα άλλο Σύνταγμα περισσότερο λειτουργικό, να αντιμετωπίζει όλους τους Έλληνες το ίδιο, να μην τους χωρίζει σε πατρίκιους και πληβείους, να είναι έναντι του Νόμου πραγματικά ίσιοι, να μην υπάρχουν ειδικά δικαστήρια και ειδικές διατάξεις και ψηφίσματα, που θα προνοούν προνομιούχες αμοιβές σε κατηγορίες εργαζομένων (Δικαστές – βουλευτές κ.λπ.) και τα πάντα θα ρυθμίζονται πλέον από τη Νομοθετική εξουσία δηλαδή τη Βουλή των Ελλήνων, όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατικές χώρες του κόσμου.