Μου λένε μερικοί ότι γκρινιάζω, ότι δεν βλέπω τίποτα καλό γύρω μου και ότι παραβλέπω τα θετικά στη ζωή μας, γράφοντας μόνο για τα αρνητικά που μας συμβαίνουν.
Σύμφωνοι, μπορεί να είμαι απαισιόδοξος κι αυτοί που με επικρίνουν είναι αισιόδοξοι. Κι επειδή είναι περιττό να αναπτύξω πάλι μια ανιαρή επιχειρηματολογία, μπορείτε να μου υποδείξετε κάποιο σημαντικό τομέα της ζωής μας, όπου τα πράγματα να πηγαίνουν καλά; Οικονομία; Παιδεία; Διοίκηση; Υγεία; Πολιτισμό; Είμαστε μια χώρα υπό το μηδέν και κάποιοι θέλουν να το παίζουν αισιόδοξοι κλείνοντας τα μάτια σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Είναι φυσικό. Όλοι όταν πέφτουν, κλείνουν τα μάτια! Εθελοτυφλούμε αισιόδοξα τη στιγμή που βουλιάζουμε. Την ίδια στιγμή στημένες δημοσκοπήσεις βγάζουν πρώτους στις προτιμήσεις των πολιτών τους πιο μισητούς πολιτικούς! Σχήμα οξύμωρο ή απλώς μια εικονική πραγματικότητα με την οποία παραμυθιάζουν τη «σιωπηλή πλειοψηφία» της κοινωνίας;
Βαρόμετρο της καθημερινότητας αποτελεί η φθίνουσα τοπική οικονομία που πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο. Κι αυτό το βλέπουμε όλοι όσοι διαπιστώνουμε ένα μούδιασμα στην κοινωνική ζωή και μια αμηχανία στη δραστηριότητα των εξουθενωμένων πολιτών.
Φυσικά υπάρχει και η παραδοσιακή αισιόδοξη αντίληψη ότι κάτι θα γίνει και «όλα θα πάνε καλά». Το ζήτημα είναι ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιλαμβάνονται ότι πήραμε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή στην προηγούμενη «μακάρια» κατάσταση, όπου όλοι βολεύονταν με κλεψιές, αισχροκέρδεια και δάνεια. Η εικόνα της αγοράς, για παράδειγμα, έτσι όπως τη γνωρίσαμε, δεν ήταν παρά μια «φούσκα». Ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που αντικατόπτριζε μια πλασματική ευμάρεια και μια καταναλωτική κοινωνία που βασίζονταν στα τραπεζικά δάνεια και στις πιστωτικές κάρτες. Δεν ήταν δυνατόν μια αγορά μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά να έχει διάρκεια ζωής. Τώρα όλα αλλάζουν σταδιακά. Η αγορά μας συρρικνώνεται, τα καταναλωτικά πρότυπα αλλάζουν και οι κερδοσκόποι θα καταλάβουν ότι δεν έχουν πλέον τίποτα να πάρουν από τις άδειες τσέπες των καταναλωτών. Άρπαγες και κοντόφθαλμοι αργούν να κατανοήσουν πως η αγοραστική δυνατότητα του κόσμου δεν είναι ανεξάντλητη.
Και ενώ, απαισιοδοξία, κατάθλιψη και γκρίνια κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας μας, υπάρχει και μια μερίδα αισιόδοξων (αυτοί που θεωρούν «γκρίνια» τη συνειδητοποίηση της κατάστασης) που νοιάζεται πώς θα περάσει καλύτερα τα τριήμερα και ετοιμάζεται για τις καλοκαιρινές διακοπές!..
Αυτοί βασίζονται στις διαβεβαιώσεις μιας κρατικής εξουσίας που υπόσχεται ανάπτυξη τη στιγμή που αποστραγγίζει τα λαϊκά εισοδήματα, βυθίζει τη χώρα στην ανέχεια και εξαντλεί την οικονομική δυνατότητα των πολιτών με απανωτούς φόρους. Μιας κρατικής εξουσίας που με την ιδεολογία της και την πρακτική της είναι ορκισμένος εχθρός κάθε παραγωγικής και δημιουργικής προσπάθειας.
Δεν ξέρω πόση αισιοδοξία μπορεί να αντλήσει κανείς από ένα κράτος που φέρεται στους πολίτες σαν νταβατζής. Κόβει μισθούς, περιορίζει συντάξεις, καταργεί επιδόματα, αξιώνει δουλειά γεμάτη ανασφάλεια χωρίς αποδοχές και φόρους χωρίς ανταποδοτικότητα. Τι όραμα και τι προοπτικές ανάπτυξης να έχει κάποιος όταν το κράτος με την εξουσία, που εμείς οι ίδιοι βάλαμε στο σβέρκο μας, έχει ως μόνο στόχο να μας απομυζά ως την έσχατη ικμάδα των οικονομικών μας δυνατοτήτων για να πληρώνει χρέη που δημιούργησε μια ηγετική ολιγαρχία. Χρέη που δεν πρόκειται να αποπληρωθούν ποτέ, τουλάχιστον σε προβλέψιμο από μας χρόνο.
Φτάσαμε έτσι στο σημείο, αισιοδοξία να σημαίνει θράσος. Κι αυτή τη θρασύτατη αισιοδοξία μας την πασάρουν αυτοί που μας θεωρούν απαισιόδοξους, γκρινιάρηδες και ταραξίες, γιατί η κρατική εξουσία αντιμετωπίζει τον πολίτη σαν εχθρό και τον ελληνικό λαό σαν μια μάζα προς εκμετάλλευση και ξεζούμισμα.
Κατηγορούν τον κόσμο ότι δεν πληρώνει τους φόρους του, δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν, στους εξοντωτικούς λογαριασμούς της ΔΕΗ, στα παράνομα διόδια ανύπαρκτων εθνικών δρόμων, στα υπέρογκα εισιτήρια των συγκοινωνιών, στο χαράτσι των απογευματινών ιατρείων και όπου αλλού δεν μπορεί ο πολίτης να ανταποκριθεί γιατί του έχουν εξαντλήσει τις οικονομικές δυνατότητες. Και τον επικρίνουν αυτοί που πρώτοι έχουν κηρύξει στάση πληρωμών και καθιέρωσαν τη λογική του, «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω». Δηλαδή το κράτος και οι επιχειρηματίες, μικροί ή μεγάλοι. Το πρώτο από κακοδιαχείρηση και κακοδιοίκηση που κατέληξε σε χρεοκοπία. Οι δεύτεροι από αδυναμία και οι άλλοι, οι μεγάλοι από μια τάση διατήρησης των κεκτημένων της κερδοσκοπίας, στην οποία είχαν συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά ευτυχώς που υπάρχουν και οι αισιόδοξοι, να λέμε και του στραβού το δίκιο...
Λένε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η αισιοδοξία των αισιόδοξων πηγάζει από την ελπίδα ότι οι κλέφτες του δημόσιου πλούτου και οι καταχραστές της εξουσίας θ’ αλλάξουν τακτική. Τα κόμματα των εργολάβων και οι θεσμοί της μίζας θα αποδυναμωθούν και η κοινωνία των πολιτών θα πάψει να υπονομεύεται από τα ισχυρά ιδιοτελή συμφέροντα των κομματικών σχηματισμών.
Ο αισιόδοξος της σήμερον πιστεύει ότι σύντομα, με τα μέτρα που παίρνονται, θα ανατραπεί η περίφημη ιδεολογία που θέλει στο κεφάλαιο να πηγαίνουν τα κέρδη και στο κράτος οι ζημιές. Η φοροκλοπή, το ρουσφέτι, οι μίζες, η εξαγορά δημόσιων λειτουργών, δημόσιων έργων και προμηθειών, θα εξαφανιστούν κι όλοι θα επανέλθουμε σε ρυθμούς που θα μας επιτρέψουν να δούμε καλύτερες μέρες! Δικαιολογημένες λοιπόν οι θυσίες των πολιτών, εξοβελιστέα η γκρίνια και οι αντιδράσεις της κοινωνίας. Σύντομα θα δούμε ανάπτυξη και πρόοδο στον καθημαγμένο τόπο μας.
Ως αμετανόητος «γκρινιάρης», επιτρέψτε μου να αμφιβάλω. Κι αυτό δεν είναι απαισιοδοξία αλλά προσπάθεια για συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι, η δημαγωγική τακτική των πολιτικών μας, διεφθαρμένων ή όχι, οδηγεί αμετάκλητα σε αμφισβήτηση των επιλογών και των αποφάσεών τους.