Ο πρόεδρος άναψε γρήγορα - γρήγορα το αυτοκίνητο και ξεκίνησε για την πόλη. Στο κέντρο του χωριού έκανε μια στάση. Εκεί τον περίμεναν και δύο - τρεις συνεργάτες και μερικοί άλλοι οπαδοί του. - Ελάτε μπείτε μέσα, μην χάνομε καιρό, είπε στους συνεργάτες του. Εσείς, είπε στους άλλους, θα το δείτε τι θα γίνει και θα χαρείτε. Εκλεισε την πόρτα κι όλο περηφάνια ξεκίνησε χαρούμενος. Το τηλέφωνο δεν το έβγαλε απ΄ τ΄ αφτί. Συνέχεια μιλούσε με τους φίλους και συνεργάτες αστυνόμους. Όταν έφτασε στο γραφείο τους, τον περίμεναν μ΄ ανοιχτές αγκαλιές. Καθήσανε και κάνανε το βρόμικο σχέδιο. Πώς να συλλάβουν τον εντεκάχρονο Σταύρο, αυτό το αθώο μικρό αγγελούδι. Το κατηγορούσαν σα μεγάλο ληστή, σαν εγκληματία του χωριού. Το αιματοβαμμένο χέρι του προέδρου, έριξε την υπογραφή για να εκτελεστεί αυτή η μεγάλη επιχείρηση. Αφού τα κανόνισαν όλα, βγήκε κι απ΄ τη χαρά του κερνούσε τους συνεργάτες του αστυνόμους. Το είχε σίγουρο ότι όλο αυτό το χουβαρδαλίκι θα το πλήρωναν διπλό και τρίδιπλο τα κοτέλια συνεργάτες, που τα είχε πάρει μαζί του.
Πιομένοι γύρισαν στο χωριό.΄Εκεί κάτω στον κάμπο πήγαν και βρήκαν τον πατέρα του Σταύρου που φύλαγε το κοπάδι με τα πρόβατα. Χωρίς να τον χαιρετήσουν του λένε κατηγορηματικά: Φέρε τα κλεμμένα λεφτά κι αντικείμενα των χωρικών! - Ποιος τα έκλεψε, τους λέει ήρεμα ο Ηλίας. - Το παιδί σου! Δεν έχει κλέψει κάτι το παιδί μου, τους απάντησε ξανά ήρεμα. - Εγώ τους κλέφτες τους καταλαβαίνω μ΄ ένα κοίταμα. Είμαι πολύ έξυπνος εγώ, περασμένος στην τρύπα του βελονιού, του λέει ο πρόεδρος στρίβοντας το μουστάκι. - Σας λέω άλλη μία φορά ότι το παιδί μου είναι αθώο, δεν έκλεψε τίποτε. - Εκλεψε και παραέκλεψε φώναξε ο πρόεδρος τρίζοντας τα δόντια του βάζοντας μπρος το αμάξι για το χωριό. Ο καημένος ο Ηλίας αθώος, δεν κατάλαβε τίποτε από ό,τι τον περίμενε το βράδυ. Όταν πήρε να νυχτώσει γύρισε με το κοπάδι στο σπίτι. Ο Σταύρος εκείνη την ημέρα δεν είχε πάει στο σχολείο. Επειδή η μάνα του είχε πάει σε φίλους σ΄ ένα γειτονικό χωριό (για οικογενειακές υποχρεώσεις), αυτός φύλαγε τ΄ αρνιά. Ολη την ημέρα έπαιζε και τα χαίρονταν. Μαζί του είχε πάρει και τη σχολική τσάντα με τα σχολικά βιβλία. Όταν τ΄ αρνάκια καθόταν και λιάζονταν στον ήλιο αυτός έριχνε από μια ματιά στο κάθε σχολικό κείμενο.
Στο χωριό δεν ήταν άλλο μικρό αγόρι. Ηταν το μοναδικό αγόρι του χωριού. Οι περισσότεροι, που είχαν καλές οικογενειακές αρχές για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών χαίρονταν κι αγκάλιαζαν το μικρό Σταύρο πολλές φορές όταν ήταν κοντά στο παντοπωλείο του χωριού (ας το πούμε έτσι) πολλές φορές τον κερνούσαν κάτι. Αυτός το έπαιρνε ντροπαλά, τους ευχαριστούσε κι απομακρύνονταν ποτέ δε χάλαγε χατίρι σε κανέναν. Ό,τι μικροδουλειά και, αν ήταν, αυτός έλεγε δεν γύριζε λόγο. Ηταν πανέτοιμος και την έκανε όσο το γρηγορότερο. Κάπου, με τους καπριτσιόζους, που δεν το έβλεπαν με καλό μάτι, απ΄ το μίσος που είχαν για τον πατέρα του, αντιλογούσε κι αυτός. Όταν έφερε τ΄ αρνιά απ τη βοσκή βγήκε κι η μάνα του και τον βοήθησε να τα κλείσουν στο μαντρί τους. Η μάνα του τον συγχάρηκε για την καλή φροντίδα που έδειξε για τ΄ αρνιά και για το διάβασμα των μαθημάτων. Ολο χαρά κρατώντας χέρι - χέρι ο ένας τον άλλον πήγαν στο κοπάδι και βοήθησαν τον Ηλία στο άρμεγμα του κοπαδιού. Οι συνεργάτες του προέδρου, βλέποντας αυτή την καλή συμπεριφορά και την καλή μητρική οικογενειακή αγάπη, δεν το έβλεπαν με καλό μάτι. Πήγαν στο αγνάντιο και φώναξαν το πρόεδρο να έρθει να πιουν καφέ. Εκεί κοντά στο σπίτι του Ηλία. Ο πρόεδρος που δεν χαρίζει τέτοιες περιπτώσεις πήγε αμέσως πίνοντας το καφεδάκι και ο ρακί τους ξερνούσαν δηλητήριο για το μικρό Σταύρο και για την οικογένειά του. - Για κοιτάξτε λέει ο πρόεδρος χαίρονται έναν αλήτη. Όταν μεγαλώσει, θα σαπίσει στις φυλακές. - Μωρέ, θα μαρτυρήσει το γάλα της μάνας του απόψε, του έφυγε ο λόγος το προέδρου - για πες, για πες του είπαν οι άλλοι που δεν ήξεραν. Ελα, έλα, θα το μάθετε, τους λέει αυτός ρουφώντας το ρακί και χαϊδεύοντας τη μεγάλη κοιλιά του. Σε λίγο ακούστηκαν και δυνατά χαχανητά. Ο Ηλίας κατακουρασμένος, αφού τελείωσε το άρμεγμα, ταχτοποίησε το κοπάδι και πήρε το δρόμο προς το σπίτι. Η γυναίκα του μαζί με τον μικρό Σταύρο πήραν το γάλα και τ’ άλλα πράγματα όπως καρδάρι, χάτα, τσαντήλα και…
Οι ώρες περνούσαν και η νύχτα άπλωνε το μαύρο σκοτάδι της. Όταν ήρθε η ώρα του ύπνου ο Σταύρος επέμενε να κοιμόταν πλάι στην αγκαλιά της μάνας του. Οι γονείς του δεν το χάλασαν χατίρι. Ηρεμη, ξάστερη βραδιά. Ο Σταύρος μόνιασε στην αγκαλιά της μάνας και τον έπιασε ο ύπνος και ο Ηλίας αφού βγήκε έξω κι αγνάντεψε το κοπάδι, γύρισε και ξάπλωσε. Ολοι κοιμούνταν. Παντού απόλυτη ησυχία. Δεν πέρασε πολύ ώρα που αυτή την ησυχία, αυτό το γλυκό ύπνο τον χάλασαν οι δυνατές φωνές των νομικών, που είχαν έρθει απ΄ την πόλη. Ε! νοικοκύρη! Ξύπνα! Τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν. Οι φωνές πλύθαιναν κι όλο αγρίευαν. Ηταν πολλές, πλην από δέκα ατόμων όσο πλησίασαν στο παράθυρο και το χτυπούσαν ζητούσαν τους γονείς, να τους παραδώσουν το μικρό Σταύρο. Ξύπνησαν οι γονείς, ξύπνησε κι ο Σταύρος. Η μάνα κρατούσε σφιχτά το παιδί της στην αγκαλιά. Ο μικρός Σταύρος, τρομαγμένος, έριξε τα χέρια του απάνω στις πλάτες της μάνας και με δάκρια στα μάτια φώναζε. Μάνα μην με δίνεται! Μόνο κράτα με δυνατά! Οι αγριεμένες φωνές των αστυνομικών όλο και δυνάμωναν. Παραδώστε το! Θα σπάσουμε την πόρτα και τα παράθυρα και θα το αρπάξουμε. - Γιατί, τι ζητάτε απ΄ το παιδί, τι κακό έκανε; Είναι ληστής. - Εχει κλέψει χρήματα των χωρικών. Δεν είναι σωστό. - Ποιος σας πληροφόρησε;
- Είναι λαθεμένος το παιδί μου δεν έκλεψε. Όχι, δεν έκλεψα εγώ κανέναν, ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του μικρού Σταύρου. Τα δάκρια του πήγαιναν βροχή για την αδικία που του γίνονταν. Ας πάμε να ειδοποιήσουμε τον πρόεδρο, είπε κάποιος. Τρέχει ο Ηλίας, φωνάζει, ξεφωνάζει, μα ο πρόεδρος έκανε τον κουφό. Στο τέλος βγαίνει και λέει. - Αφήστε την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της, και πάει και ξαπλώθηκε κι έπεσε σε γλυκό ύπνο. Ο διοικητής έδωσε τη διαταγή. Αρπάξτε με τη βία το παιδί. Τότε οι δύο γονείς, έμασαν τον εαυτό τους κι είπαν στο μικρό Σταύρο: «Μη φοβάσαι από τίποτε παιδάκι μου! Κράτα το κεφάλι ψηλά! Η αλήθεια θα βγει. Να έρθουμε κι εμείς μαζί με το παιδί, τους λέει η μάνα. Ετρεξε ν΄ανεβεί στο αστυνομικό αυτοκίνητο, την άρπαξαν και την έσπρωξαν. Τότε η μάνα έβαλε τα κλάματα και μαζί με το σύζυγό της έτρεξαν πίσω απ΄ το αυτοκίνητο για να πάνε στην πόλη στο αστυνομικό τμήμα.
Η φωνή της έγινε ουρανοδράμα. Δεν περπατούσαν, μα πετούσαν για να έφταναν όσο το γρηγορότερο σε βοήθεια το παιδιού της. Οι αστυνομικοί, όταν έφτασαν στο μέγαρο της αστυνομίας άρχισαν να παίρνουν το μικρούλη σε ανάκριση. Χρησιμοποιούσαν διάφορους δαιμονικούς τρόπους για να μάθουν. Η μάνα, μόλις έφτασε ζητούσε ανυπόμονα να μάθει κάτι για το παιδί της. Οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν. Αυτή επέμενε. Θέλω να ιδώ το παιδί μου. Μέσα στα κρατητήρια, ο μικρούλης πότε - πότε φώναζε: «Θέλω να πάω στο σπίτι μου! Θέλω τους γονείς μου!
Για μια στιγμή άνοιξε η πόρτα κι η μάνα φωνάζοντας με όλη τη φωνή της Σταύρο! Παιδί μου, που είσαι! Το παιδί μου είναι αθώο. - Ναι το καταλάβαμε είπε κάποιος αστυνόμος μουμουριστά. Σε λίγο θα σας το δώσουμε. Σας λέμε ότι είναι καλά. Τη βγάλανε έξω. Αυτή επέμενε, να ιδεί το παιδί της.
Ο Σταύρος άκουσε τις φωνές της μάνας και φώναζε δυνατά. «Μανούλα μου, είμαι εδώ! Ελα να με πάρεις! Σ΄ αυτά πάνω ήρθε κι ο διοικητής. Φώναξε τους γονείς και μ΄ ένα συγγνώμη άφησε ελεύθερο το μικρούλη. Μόλις βγήκε απ΄ τα κρατητήρια, ρίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας και μόνιασε στο ζεστό κόρφο της. Ο Σταύρος ήταν αθώος. Τον πήραν και πήγαν να φάνε κάτι στο εστιατόριο. Για μια στιγμή οι γονείς του έμειναν μόνοι τους, γιατί το Σταύρο τον πήρε η θεία του να τον πάρει κάτι στο ζαχαροπλαστείο.
Εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται ο πρόεδρος και μ΄ ένα ευγενικό τρόπο τους λέει: Μην στενοχωριέστε! Θα πάω εγώ και θα βγάλω το παιδί απ΄ εκεί. - Τι άλλο έχεις να μας πεις του λέει η μάνα - Θα το μάθω εγώ όλα και θα σας πως, δώστε τώρα να πιούμε μια μπύρα! Τότε ο Ηλίας δεν άντεξε. Εχασε την υπομονή του, απ΄ αυτή την ανοιχτή κοροϊδία που τους έκανε.
- Δεν ντρέπεσαι, βρε υποκριτή! Παίζεις με τον πόνο μας! Σ΄ αυτό από όπου έρχονταν η θεία με το Σταύρο. Ο πρόεδρος, μόλις τον είδε από μακριά, έφυγε τρέχοντας πιο κάτω τον περίμεναν δύο - τρια άλλα πρόσωπα. Αγκαλιάστηκαν και χαμογελώντας πήγαν για το καφενείο. Ε! κάθε τόσο και λίγο, πρέπει να δίνουμε από ένα τέτοιο μάθημα σ΄ εκείνους που δεν μας παν τυφλά έλεγε ο πρόεδρος μουρμουριστά, μπροστά στους συνεργάτες του. Ο Θεός είναι ψηλά, αλλά βλέπει χαμηλά, έλεγαν μερικές γυναίκες στο χωριό. Θα κλάψει και το μάτι του! Θα λυπηθεί κι η καρδιά του ο Σταύρος έτρεξε ξανά στα παιδικά του παιχνίδια, συνέχισε το σχολείο και έμαθε ένα δύο επαγγέλματα. Ακούραστα και τίμια και με την καλή συμπεριφορά του κέρδισε τις καρδιές όλων των τίμιων ανθρώπων. Ο πρόεδρος και οι συνεργάτες που έβλεπαν την καθημερινή άνοδο του Σταύρου σκύβαν ντροπιασμένοι το κεφάλι. Ετσι την παθαίνουν όσοι προσπαθούν να σκάψουν το λάκκο των άλλων.
Νίκος Σκεύης