Η απάντηση που έχουμε δώσει μέχρι τώρα στο ερώτημα «Γιατί πέθανε ο Χριστός;» συμβαδίζει με τη μέθοδο που ακολουθούν οι συγγραφείς των ευαγγελίων, καθώς διηγούνται καθένας τη δική του εκδοχή. Δείχνουν την αλυσίδα της ευθύνης (από τον Ιούδα στους αρχιερείς, από τους αρχιερείς στον Πιλάτο, από τον Πιλάτο στους στρατιώτες) και τουλάχιστον υπαινίσσονται ότι η φιλαργυρία, ο φθόνος και ο φόβος που υποκίνησε εκείνους τους ανθρώπους, υποκινεί κι εμάς σήμερα. Κι όμως δεν είναι αυτός ο πλήρης απολογισμός που μας δίνουν οι ευαγγελιστές. Έχουμε άλλη μια πολύ ζωτική μαρτυρία, που οι ίδιοι πάλι μας δίνουν. Κι αυτή είναι ότι ο Ιησούς αν και παραδόθηκε στο θάνατο εξαιτίας των αμαρτιών μας, εν τούτοις δεν πέθανε σαν μάρτυρας. Αντίθετα, ανέβηκε στο σταυρό με τη θέλησή του, τελείως ελεύθερα. Από το ξεκίνημα της δημόσιας διακονίας του ήταν προσηλωμένος σ’ αυτόν το σκοπό. Όταν βαφτιζόταν στον Ιορδάνη, ταύτισε τον εαυτό του με τους αμαρτωλούς (όπως επρόκειτο να κάνει αργότερα πάνω στο σταυρό), και στους πειρασμούς του στην έρημο αρνήθηκε να παρεκκλίνει από το δρόμο του σταυρού. Προανήγγειλε επανειλημένα τα παθήματά του και το θάνατό του, και με απόλυτη σταθερότητα πήρε την απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ και να πεθάνει εκεί. Η σταθερή χρήση της λέξης «πρέπει», που έκανε ο Κύριος όταν αναφερόταν στο θάνατό του, δεν έδειχνε κάποιον εξωτερικό καταναγκασμό, δεν τον καταπίεζε κανένας, αλλά υπονοούσε τη δική του εσωτερική απόφαση να εκπληρώσει στο πρόσωπό του όλα όσα είχαν γραφεί γι’ αυτόν. «Ο καλός βοσκός θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων», έλεγε. Μετά, αφήνοντας τη μεταφορά συνέχιζε: «Εγώ θυσιάζω τη ζωή μου... Κανείς δεν μου την παίρνει, αλλά εγώ μόνος μου την προσφέρω» (Ιω. 10, 11 17-18). Επιπλέον όταν οι απόστολοι στις επιστολές τους μιλάνε για το θάνατο του Ιησού, ότι ήταν μια εκούσια προσφορά εκ μέρους του, χρησιμοποιούν το ίδιο ρήμα («Παραδίδομαι») που και οι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν (αλλά στην ενεργητική φωνή) όταν διηγούνται την «παράδοσή του» στο θάνατο από τους άλλους. Έτσι ο Παύλος γράφει για την πνευματική του ζωή, ότι είναι «ζωή βασισμένη στην πίστη μου στον Υιό του Θεού … που με αγάπησε και πέθανε εκούσια (παραδόντως εαυτόν) για χάρη μου». Πιθανόν πρόκειται για ένα ηθελημένο απόηχο του Ησαία 53,12, όπου αναφέρεται ότι «ο ίδιος τη ζωή του στο θάνατο την έδωσε». Ο Παύλος χρησιμοποίησε επίσης το ίδιο ρήμα, όταν πίσω από την εκούσια παράδοση του Υιού έβλεπε αυτά που χορηγεί ο Πατέρας στον πιστό. Για παράδειγμα: «Ο Θεός δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας. Δεν θα μας δωρίσει, λοιπόν, τα πάντα μαζί μ’ αυτόν;». Κάποιος έγραφε: «Ποιος παρέδωσε τον Ιησού στο θάνατο; Δεν ήταν ο Ιούδας, για τα λεφτά δεν ήταν ο Πιλάτος, από φόβο ούτε οι Ιουδαίοι, από φθόνο ήταν ο Πατέρας, από αγάπη!». Είναι πολύ βασικό να συνδυάσουμε αυτούς τους δύο τρόπους ενατένισης του σταυρού – ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Από ανθρώπινη άποψη ο Ιούδας παρέδωσε τον Ιησού στους αρχιερείς, αυτοί στον Πιλάτο και ο Πιλάτος στους στρατιώτες, οι οποίοι και τον σταύρωσαν. Αλλά από θεϊκή άποψη ο Πατέρας τον παρέδωσε, και ο ίδιος παρέδωσε τον εαυτό του για να πεθάνει για μας. Καθώς λοιπόν αντικρίζουμε το σταυρό του Χριστού, μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας και τα δύο: «Εγώ έκανα αυτό το κακό, οι αμαρτίες μου τον ανέβασαν εκεί», κι επίσης μπορούμε να πούμε: «Εκείνος έκανε αυτό το έργο, η αγάπη του τον ανέβασε εκεί». Ο Απόστολος Πέτρος έφερε τις δύο αυτές αλήθειες κοντά τη μία στην άλλη στο σπουδαίο εκείνο κήρυγμά του την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν είπε: «Ο Ιησούς σας παραδόθηκε γιατί έτσι όρισε ο Θεός, που το θέλησε και το γνώριζε» και παράλληλα είπε: «Εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο του Θεού, να τον καρφώσουν στο σταυρό». Έτσι ο Πέτρος αποδίδει το θάνατο του Ιησού παράλληλα και στο σχέδιο του Θεού και στη φαυλότητα των ανθρώπων. Γιατί, ο σταυρός του Χριστού αποτελεί σημάδι της ανθρώπινης κακίας, αλλά είναι ταυτόχρονα η αποκάλυψη των θείων σκοπών να κατανικηθεί η ανθρώπινη κακία που ακριβώς μ’ αυτό τον τρόπο εξωτερικεύτηκε. Γιατί λοιπόν πέθανε ο Χριστός; Η απάντησή μας είναι ότι δεν πέθανε, θανατώθηκε. Όμως μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτή την απάντηση την αντίθεσή της. Δεν θανατώθηκε, πέθανε, προσφέροντας τον εαυτό του εκουσίως, προκειμένου να εκτελέσει το θέλημα του Πατέρα του. Τιμώντας το εκούσιο θείο Πάθος Του!, τούτη την πένθιμη μέρα …, ο Ποιητής εξεγείρεται! Αφήνοντας, για τον ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ απ’ τα εσώψυχά του, τις παρακάτω πολυευλαβείς ρίμες του:
«Φόρεσες στο κεφάλι Σου αγκάθια της ελπίδας,
στο παιδεμένο σώμα Σου της αρετής χλαμύδα
και βάσταγες στο βλέμμα Σου σύννεφο ματωμένο,
που Σου’φερε ο ορίζοντας μαζί με καταιγίδα…
Ένωσε πάνω στο Σταυρό τη δόξα του λαού Σου
με τον ουράνιο χείμαρρο της θεϊκής αγάπης
και πότισες το Γολγοθά με αίμα απ’ το κορμί Σου
για να πηγάσει λύτρωση έπρεπε να πεθάνεις…
Γιόμισες τα λιβάδια Σου της πολυευσπλαχνίας
με χλευασμού πετρώματα και ρύπους διαφθοράς,
μα στα σκοτάδια άναψες του εγωισμού μας φώτα,
ανθρώπινης συγχώρησης μ’ ανταύγειες της χαράς!
Καλή Ανάσταση