Φαντάζομαι ότι όλοι μας γνωρίζουμε πλέον, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η χθεσινή ήταν μία ακόμη «εθνική επέτειος». Ή, τέλος πάντων, αν δεν μπορούμε να την πούμε «εθνική», μπορούμε να την πούμε πολιτική επέτειο. Πρωταπριλιά γαρ. Και άμα δεν γιορτάζουν οι πολιτικοί την Πρωταπριλιά, τότε πότε θα γιορτάζουν; Νομίζω;
Και δεν νομίζω μόνον εγώ. Σε μία εποχή που η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, εκ μέρους των πολιτών βρίσκεται στο ζενίθ, ένας από τους λόγους (ο βασικός) για την οποία υφίσταται όλο αυτό το κλίμα είναι γιατί... Γιατί οι πολίτες (όχι ότι το ανακάλυψαν τώρα) αναγκάστηκαν να παραδεχθούν μέσα από κοινωνικές συνθήκες που προκάλεσαν και προκαλούν απανωτά «σοκ» ότι ο βασικός λόγος που οδηγεί στην απαξίωση είναι το ψέμα. Το ψέμα με το οποίο μας έχουν «φλομώσει» εδώ και χρόνια και το οποίο εμείς καταπίναμε αμάσητο, στις περισσότερες περιπτώσεις. Όχι γιατί είμαστε τόσο αφελείς. Όχι γιατί δεν ήμασταν ψυλλιασμένοι. Όχι γιατί είχαμε εμπιστοσύνη στους πολιτικούς. Όχι γιατί δεν υποψιαζόμασταν (ως ένα βαθμό) την αλήθεια. Αλλά γιατί συνένοχοι όντες, θεωρούσαμε συμφερότερο να καταπίνουμε το ψέμα και να «βολευόμαστε» και εμείς αναλόγως, εξυπηρετώντας τα πάσης φύσεως ίδια συμφέροντα. Ένα «ψέμα» άλλωστε ήταν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό και η σχέση των πολιτικών με τους πολίτες. Γιατί η «πελατειακή» σχέση που καλλιεργήθηκε και ευδοκίμησε μεταξύ των μεν και των δε και εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει, ως μία εκ των βασικών προϋποθέσεων εκλογής ενός πολιτικού, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ψέμα. Το οποίο αναγκάζει ή εξωθεί ή όπως θέλετε πέστε το, τους πολιτικούς να «παραμυθιάζουν» τους πολίτες, αλλά και τους πολίτες να παραμυθιάζουν τους πολιτικούς προκειμένου να γίνει η δουλειά τους.
Πέρα όμως από αυτή την ιδιάζουσα και γνωστή σχέση, αυτό που υποχρεωθήκαμε να παραδεχτούμε - και μάλιστα με το δύσκολο τρόπο τα τελευταία χρόνια - είναι ότι η συσσώρευση των ψεμάτων που ειπώθηκαν επί χρόνια μας οδήγησαν στο σημείο που σήμερα βρισκόμαστε. Εμείς ζούσαμε σε έναν κόσμο επίπλαστης ευημερίας και τώρα φτάσαμε με ξένα κόλλυβα να κάνουμε το μνημόσυνο της ελληνικής οικονομίας και το δικό μας μαζί κατά μία έννοια.
Ας πούμε ότι επί έτη και έτη είχαμε μια διαρκή Πρωταπριλιά. Κρατήσαμε το... «έθιμο» παρατεταμένα γιατί μας άρεσε και μας βόλεψε όλους για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Και ξαφνικά αναγκαστήκαμε να σταθούμε μπροστά σε μια οδυνηρή αλήθεια: ότι τόσα χρόνια επενδύαμε πάνω σε ένα μεγάλο ψέμα, όπως μας το μαγείρευαν και μας το σέρβιραν οι διάφοροι κυβερνώντες, εξυπηρετώντας βέβαια τις δικές τους πολιτικές βλέψεις και υποτιμώντας - προφανώς - το μέγεθος των προβλημάτων που διαρκώς συσσωρεύονταν. Ή, απλά, αποφεύγοντας να τα αντιμετωπίσουν φοβούμενοι το πολιτικό κόστος και εκτιμώντας ότι πάντα υπάρχουν περιθώρια να τα... «φορτωθούν οι επόμενοι».
Αυτό που τώρα αντιλαμβανόμαστε και πάλι όλα δεν τα γνωρίζουμε, είναι ότι χρόνια ολόκληρα περάσαμε με ψέμα στο ψέμα, περιμένοντας τι; Να βρεθεί ας πούμε μια «μαγική λύση» η οποία μονομιάς θα διόρθωνε τα πάντα; Ή ποντάραμε ή μάλλον πόνταραν οι πολιτικοί στην ελληνικ... «μαγκιά» και στο «εντάξει αδελφέ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα την σκαπουλάρουμε;». Μάλλον κάπου εκεί κυμαίνονταν τα... ακλόνητα πολιτικά επιχειρήματα και στο μεταξύ συσσωρεύονταν τα λάθη και τα ψέματα προς τα μέσα αλλά και προς τα έξω. Γιατί είχαν φλομώσει στην μπαρούφα και τους εταίρους.
Αν λοιπόν η Πρωταπριλιά δεν αποτελεί για την μεταπολιτευτική Ελλάδα (τουλάχιστον) ένα είδος «εθνικής επετείου», πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί ν’ αποτελεί. Μόνο που «ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται». Ε, εμείς που χαρήκαμε κα τόσα, μα τόσα χρόνια, παράπονο να μην έχουμε!