Τώρα, πέρα από την πλάκα, που αναμφίβολα όλοι κάνουμε ή την «ευχαρίστηση» που νιώθουμε, όταν ας πούμε βλέπουμε να πατάνε γιαούρτια στον Πάγκαλο, το ζήτημα δεν είναι ούτε αστείο, ούτε για να το παίρνει κανείς ελαφρά. Δεν ξέρω αν είναι κοινωνικό «χάπενιγκ» που το χαρακτήρισε ο υπουργός Βενιζέλος. Δηλαδή, αίφνης να αρχίσουμε να λέμε: «Πού θα πάμε σήμερα να διασκεδάσουμε;». «Δεν πάμε στην τάδε πλατεία να κάνουμε χαβά που θα γιαουρτώνουν τον τάδε πολιτικό;». Ή, ας πούμε, οι διάφορες... υψηλής διανόησης εκπομπές της τηλεόρασης που κάνουν... κοινωνική κριτική, αντί να στέλνουν τους... δαιμόνιους ρεπόρτερ αντί να τρέχουν σε διάφορες επιδείξεις και λοιπά «σόου», να στήνουν καραούλι προκειμένου να πετύχουν τον γιαουρτωμένο πολιτικό την ώρα που το γιαούρτι έχει «προσγειωθεί» στο μάγουλο και έχει αρχίσει να στάζει προς το πέτο και να τον ρωτάνε «πώς αισθάνεστε;».
Δεν ξέρω λοιπόν αν είναι «χάπενιγκ», που λέει ο κ. Βενιζέλος, το σίγουρο είναι ότι λόγω της συχνής επανάληψης εξελίσσεται όχι σε μορφή διαμαρτυρίας (κατευθυνόμενης κατά πολλούς και κατά την κυβέρνηση), αλλά σε είδος κοινωνικού φαινομένου. Ανησυχητικού κοινωνικού φαινομένου. Διότι μπορεί το «γιαούρτι» να είναι ανώδυνο, αλλά η πράξη είναι μια πράξη βίας, η οποία μπορεί να γίνει και πολύ σοβαρότερη. Και ανεξάρτητα από το «όπλο», δεν παύει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Είχε «προφητέψει» ο Παπανδρέου από βήματος της Βουλής είχε πει, απευθυνόμενος προς τους λοιπούς εθνοπατέρες «θα μας πάρουν με τις πέτρες» και προφανώς δεν το είχε πει τυχαία, διότι ήξερε τι συνέβαινε και κυρίως τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια. Βέβαια, στις «πέτρες» δεν φτάσαμε ακόμη, αλλά, μην ξεχνάμε τους προπηλακισμούς που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν και ιδιαίτερα σοβαροί, μην ξεχνάμε τις λεκτικές επιθέσεις και φυσικά μην ξεχνάμε τα γιαουρτώματα, που... Που έτσι όπως πάει η δουλειά θα πρέπει η κυβέρνηση να επαναφέρει σε ισχύ εκείνον τον περίφημο νόμο περί τεντιμποϊσμού που ξέρετε, εκτός από τα υπόλοιπα, κούρευαν τους «ενόχους» με την ψιλή και τους έκαναν γουλί. Βέβαια τώρα δεν είναι δα και τιμωρία να κουρευτεί κανείς γουλί. Μόδα είναι. Αλλά λέμε τώρα.
Είναι φυσικό, επόμενο και δικαιολογημένο - περισσότερο από κάθε άλλη φορά - ο κόσμος να είναι βαθιά θυμωμένος και αγανακτισμένος. Και είναι φυσικό να προσπαθούν οι πολίτες να βρουν ένα σημείο, έναν τρόπο «εκτόνωσης» του συσσωρευμένου θυμού ή της έννοιας του αδίκου ή οτιδήποτε άλλο. Ο τρόπος όμως είναι λάθος. Και δεν είναι απλώς λάθος. Είναι αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, αν το θέλετε, καταδικαστέος. Αν το σύγχρονο «αντάρτικο πόλεων» περιλαμβάνει στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα είτε αυθόρμητα, είτε υποκινούμενο, τέτοιου είδους εκδηλώσεις... αντίστασης, τότε απλά καταδεικνύει ότι είμαστε μια κοινωνία που δεν καταλάβαμε τίποτα και δεν μάθαμε τίποτα απ’ όσα τα τελευταία χρόνια περάσαμε και απ’ όσα μπροστά μας περιμένουν. Πράξεις του είδους δεν εκθέτουν τους αποδέκτες, αλλά τους αποστολείς. Και δείχνουν τη «σύγχυση» στην οποία έχει περιέλθει μερίδα της κοινωνίας που ελλείπεται άλλων επιχειρημάτων ή αντιστάσεων.
Βέβαια, το πρόβλημα είναι γενικότερο και όπως πολύ σωστά διάβασα κάπου: «η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται γιατί καταχραστήκαμε τα δικαιώματα της ελευθερίας και της ισότητας. Γιατί έμαθε τους πολίτες να θεωρούν:
* Την αυθάδεια ως δικαίωμα
* Την παρανομία ως ελευθερία
* Την αναίδεια του λόγου ως ισότητα
* Την αναρχία ως ευδαιμονία.
Απλά.