Τα τελευταία γεγονότα των ημερών, έφεραν επίκαιρα στη σκέψη μου ένα κατοχικό περιστατικό, πέρα για πέρα αληθινό, που με συγκινεί πραγματικά κάθε φορά που το αναθυμούμαι.
Με συγκινεί και με γεμίζει με παρηγοριά, αλλά και κάποια υπερηφάνεια για το λαό μας, που ποτέ δεν λύγισε και δεν γονάτισε, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας του.
Η θύμηση αυτή η κατοχική, ήρθε στη σκέψη μου συγκαιριακά, βλέποντας τον τρόπο που μας φέρονται οι σύμμαχοι και συνεταίροι μας, κάθε φορά που τους ζητάμε να κατανοήσουν τις δυσκολίες μας και να μας διευκολύνουν να βγούμε απ’ την κρίση. Περισσότερο με πειράζει η περιφρόνηση και η υποτίμηση προς το φιλότιμο, τη λεβεντιά και την αξιοπρέπεια του Έλληνα, που φορές με τα λόγια και τις δηλώσεις τους προσβάλλουν και υποτιμούν τις αντοχές και τα ψυχικά του αποθέματα.
Απορώ με το φέρσιμό τους αυτό, λες και δεν μας ξέρουν τους Έλληνες από τα παλιά, αλλά και από τους χιλιάδες μετανάστες πρόσφατα, που με την εργατικότητα, την τιμιότητα και την ευσυνειδησία τους βοήθησαν στην ανάπτυξή τους, χωρίς να τους δημιουργούν προβλήματα. Όλ’ αυτά μου φέραν στο νου το κατοχικό περιστατικό και το γράφω, ίσως και γλυκάνω λίγο την πίκρα που γέμισαν την ψυχή μου με τη συμπεριφορά τους. Τελευταίες μέρες του Φλεβάρη 1944. Ο χειμώνας δύσκολος και βαρύς. Η ανέχεια και οι στερήσεις ταλαιπωρούν και βασανίζουν το σκλαβωμένο λαό. Ο κόσμος φοβισμένος κοιτάει απ’ τα παράθυρα. Στη Σιάτιστα εδρεύει ένα τάγμα. Ες – Ες. Από τους Γερμανούς που κυκλοφορούν, ξεχωρίζει ένας υπολοχαγός βαρόνος. Ψηλός, βλοσυρός και υπερόπτης, δεν καταδέχεται ούτε ματιά να ρίξει δίπλα του.
Πίσω του τον ακολουθεί ένα λυκόσκυλο, ο Λούπης όπως τον φωνάζει. Στην άκρη της πλατείας είναι το Κουρείο του μπαρμπα - Σιάντου. Περιποιημένο και καθαρό, είναι το σπίτι των κυνηγών που μαζεύονται κάθε φορά και διηγούνται ιστορίες και κατορθώματα.
Στην πόρτα, με τη μούρη ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια είναι ξαπλωμένος ένας σκύλος, ο Τζακ.
Παλιά δόξα του κυνηγιού, γκρινιάζει κάθε φορά και δείχνει τα δόντια του όταν περνάει απέναντι ο Γερμανός με το λυκόσκυλο.
Η περηφάνια του δεν ανέχεται τον κατακτητή. Κι η τρίχα του σηκώνεται μια πιθαμή. Οι θαμώνες απ’ τα γύρω καφενεία ανησυχούν μην τον πάρει είδηση ο Γερμανός και την πληρώσει. Κι αυτό που φοβούνταν δεν άργησε να ‘ρθει. Μια μέρα τον αντιλαμβάνεται και βλέποντας την τρίχα του σηκωμένη, βγαίνει από τα ρούχα του.
Είναι δυνατόν το παλιόσκυλο αυτό να δείχνει τα δόντια του στο δικό του το Λούπη; Πλησιάζει αγριεμένος και δίνει το σύνθημα. Ο Τζακ σηκώνεται απότομα και δείχνει αποφασισμένος να παλέψει. Τα δυό σκυλιά συμπλέκονται κι ο κόσμος παρακολουθεί με αγωνία. Από μέσα του ενθαρρύνει τον Τζακ κι οι καρδιές όλων σπάνε από συγκίνηση και εθνικό παλμό. Αυτή την ώρα παλεύει η Ελλάδα με τον κατακτητή. Το θαύμα γίνεται. Ο Τζακ αρπάζει τον Λούπη απ’ το λαιμό και τον γονατίζει. Ο σκύλος ουρλιάζει και μακελεμένος φεύγει με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Αγριεμένος ο βαρόνος δεν αντέχει την ήττα και την ντροπή. Με βαρβαρότητα κι απανθρωπιά βγάζει το πιστόλι του και τον σκοτώνει. Η οργή και η αγανάκτηση των συμπατριωτών μου, για την άνανδρη αυτή πράξη δεν περιγράφεται. Μια βουβή καταλαλιά βγαίνει από την ψυχή τους και φτάνει μέχρι το λαιμό, χωρίς να μπορεί να βγει έξω. Απορημένος σκέφτομαι κι εγώ. Σε ποιοές κρυψώνες της ψυχής του έχει φυλαγμένη τη δύναμη αυτή ο λαός μας κι αντιστέκεται με καρτερία και γενναιότητα στα δυνατά χτυπήματα που του ‘ρχονται απανωτά κι ακάλεστα.
Όσο για τον Τζακ, τάμα το ‘χα να γράψω δύο λόγια για την τόλμη και τη γενναιότητά του. Κι είπα από μέσα μου, δεν το κάνω τώρα στα 85 μου, γιατί δεν ξέρω πόσα χρόνια μου φυλάει ακόμα ο Θεός; Δεν θα μπορέσω να τηρήσω την υπόσχεσή μου και βγω εκτεθειμένος.