Ο Αγιος καταγόταν από τη Λιβαδειά και ήταν από τη νεότητά του πιστός Χριστιανός, ασκητικός στους τρόπους και ζούσε μια καθαρή και αγνή ζωή. Ήταν συγγενής του του Αγίου Αχιλλίου και βρέθηκε, ως παρατηρητής, μάλλον, καθόσον δεν είχε ακόμα χειροτονηθεί, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Σκοπέλου πράγμα που προξένησε πάνδημη χαρά στο νησί. Υπό τη νέα του αρχιερατική ιδιότητα συμμετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής1, το 347, μαζί με άλλους τριακόσιους αρχιερείς. Η Σύνοδος είχε σκοπό να καταδικάσει κάποιους επισκόπους υπερασπιστές των κακοδοξιών του Αρείου, οι οποίοι συμμερίζονταν την άποψη ότι ο Ιησούς ήταν ετεροούσιος από τον Πατέρα, πράγμα που επιτεύχθηκε, καθώς και να επαναδιατυπώσει το Σύμβολο της Νικαίας («Πιστεύω»). Ο συναξαριστής του Αγίου μας βεβαιώνει για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομιλία του Αγίου ο οποίος κατάφερε με πειστικά επιχειρήματα να νικήσει κατά κράτος τα σοφίσματα των αιρετικών. Στα κατοπινά χρόνια της ποιμαντορίας του Ρηγίνου εμφανίστηκε ένας χειρότερος πειρασμός . Στο θρόνο της Αυτοκρατορίας ανήλθε ο νέο – ειδωλολάτρης Ιουλιανός που, ως γνωστόν, προσπάθησε να επαναφέρει τη λατρεία του δωδεκαθέου, χτυπώντας με κάθε τρόπο το Χριστιανισμό. Έτσι, κατά τη διάρκεια του διωγμού που εφάρμοσε ο αυτοκράτορας, ο έπαρχος της Ελλάδας έφτασε στη Σκόπελο και άρχισε να φονεύει, βασανίζοντας σκληρά, πολλούς Χριστιανούς. Συνέλαβε και τον Αγιο επίσκοπο του νησιού και προσπάθησε στην αρχή με κολακείες και υποσχέσεις να τον πείσει απλώς να θυσιάσει στα είδωλα, έστω προς το θεαθήναι. Επειδή, όπως αντιλαμβανόμαστε, ο Ρηγίνος αρνήθηκε θαρραλέα, επιχείρησε στη συνέχεια με άγρια και αφόρητα βασανιστήρια να τον μεταπείσει. Ο έπαρχος – τύραννος, βλέποντας τον Αγιο να μένει σαν βράχος στέρεος στην πίστη του και τον πιστό λαό της Σκοπέλου να ενισχύεται από το παράδειγμα του ποιμένα του, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Έτσι την 25η Φεβρουαρίου του 362, στο παλιό γεφύρι της Χώρας Σκοπέλου αποκεφαλίστηκε. Το σώμα του τέθηκε από το ποίμνιό του μέσα σε ναό που οικοδομήθηκε σε ένα λόφο έξω από τη Χώρα του νησιού στο δρόμο προς τον Αγνώντα. Το 1068 ο Γουλιέλμος της Σικελίας άρπαξε και μετέφερε το άγιο λείψανο του Ρηγίνου στην Κύπρο. Πολύ αργότερα, το 1740, στάλθηκε από τη Γερουσία της Σκοπέλου στην Κύπρο ο Κων/νος Χατζής ο οποίος πήρε από τους Κυπρίους τμήματα του λειψάνου, που τοποθετήθηκαν στη συνέχεια στην Ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Σκοπέλου. Μετά τη διάλυση του μοναστηριού, τα λείψανα μεταφέρθηκαν σε λειψανοθήκη στη Μητρόπολη (Ι. Ν. Χριστού Γεννήσεως) του νησιού όπου βρίσκονται και σήμερα2.
«Χαίροις, της Σκοπέλου λαμπρός πυρσός,
χαίροις, εκκλησίας ωραιότης και στολισμός,
χαίροις ορθοδόξων δογμάτων μυροθήκη,
Ρηγίνε θεοφόρε, πίστεως καύχημα»
kao@in.gr - www.scribd.com/oikonomoukon
1 Πρόκειται για τη σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας.
2 Ακολουθία και Παρακλητικός Κανών εις τον Ιερομάρτυρα Επίσκοπον Σκοπέλου, Ι. Μ. Ν. Γεννήσεως Χριστού της Σκοπέλου, Αθήναι 2006, σ. 28-30.