* Του Κώστα Ελ. Δεληγιάννη γεωπόνου
Το πρόσφατο κρούσμα με διοξίνες σε τρόφιμα, όπως και τόσα άλλα στο παρελθόν, έρχεται για μια ακόμη φορά να επιβεβαιώσει την ανάγκη για μια συνολικά διαφορετική πολιτική, από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση τους. Γιατί οι διοξίνες και άλλοι ρυπαντές στα τρόφιμα που ενισχύουν εντυπωσιακά αλλά περιστασιακά τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, αποτελούν απλώς την κορυφή του παγόβουνου. Όπως επιβεβαιώνεται από επίσημες πηγές, η μεγάλη αύξηση της νοσηρότητας συνδέεται καθοριστικά με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και το περιεχόμενο των τροφίμων. Αποτελεί, άλλωστε, γενικευμένη πεποίθηση ότι πολλά τρόφιμα με τις συνθήκες που παράγονται και μεταποιούνται, όχι μόνον δεν λειτουργούν και σαν φάρμακο για την υγεία, αλλά σαν φαρμάκι. Η σύνδεση της ποιότητας των τροφίμων μόνον με κάποιους άστοχους χειρισμούς ή το πολύ με κάποιους κακόβουλους μεταποιητές, αφήνει στο απυρόβλητο τις βασικές αιτίες που ευνοούν την ακαταστασία όχι μόνον στην ποιότητα αλλά και στην ποσότητα των τροφίμων, και παράλληλα στους όρους και τις συνθήκες παραγωγής των. Οι δαιδαλώδεις «πορείες» που επιβλήθηκαν από τις πολυεθνικές στη χρήση πρώτων υλών και συντηρητικών και η ακόρεστη όρεξη για κέρδη, έχουν μετατρέψει το τρόφιμο σε χημικό σκεύασμα με ολέθριες συνέπειες για την υγεία των ανθρώπων.
Οι επαναλαμβανόμενες διοξίνες αποτελούν συστατικό αυτής της διαδικασίας παραγωγής.
Ανάμεσα στα πολλά αδιέξοδα που συνδέονται με αυτές τις εξελίξεις, καθοριστικά επέδρασαν στη χώρα μας όλες εκείνες οι επιλογές που «στρίμωξαν» την παραγωγή αγροτικών προϊόντων ανάμεσα στις εισροές εισαγομένων εφοδίων και τεχνολογίας και τις εκροές που διαχειρίζεται αυξητικά ένας περιορισμένος αριθμός καρτέλ και πολυεθνικών.
«Στρίμωγμα» που οδήγησε απρόσκοπτα όχι μόνον στη αποδιάρθρωση της αγροτικής οικονομίας της χώρας και στην κατακόρυφη αύξηση εισαγωγής τροφίμων, αλλά και στη διάσπαση της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό. Σχέση που παραδοσιακά εδράζεται στη ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών και συμβάλλει στην εξισορροπημένη ανάπτυξη του δίπολου: πόλη –ύπαιθρος.
Το τρόφιμο αποτελεί βασικό φορέα επανασύνδεσης της παραγωγής της περιφέρειας με την κατανάλωση της πόλης, που διασπάστηκαν μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές. Προοπτική που μπορεί εκτός των άλλων να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων αλλά και την ανάδειξη των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων της κάθε περιοχής, στα πλαίσια ενός άλλου μοντέλου ανάπτυξης. Η τοπικότητα των προϊόντων διατροφής για την πλατειά κατανάλωση και η συνεταιριστική παρέμβαση αποτελούν τους άξονες πάνω στους οποίους μπορεί το τρόφιμο να αποκτήσει ταυτότητα αλλά και όλα εκείνα τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που θα το καθιστούν υγιεινό και ποιοτικό προϊόν, ικανό να εκπροσωπήσει ανταλλακτικά όχι μόνο τα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής αλλά και τις ανάγκες και τις αξίες που θα προωθεί το άλλο μοντέλο ανάπτυξης.
Αντίθετα, η σημερινή κατάσταση και η διαφαινόμενη εξελικτική προοπτική της για τη μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων γεωργοκτηνοτρόφων με τις αντιαγροτικές επεξεργασίες της Κ.Α.Π. και μετά το 2013, ορθώνει αδιέξοδες στρεβλώσεις όχι μόνον για την ποιότητα των τροφίμων και το επίπεδο της διατροφής αλλά και για το παραγωγικό δυναμικό της κάθε περιοχής. Είναι φανερό ότι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων αποτελεί σήμερα το κέντρο βάρους της επίθεσης των πλέον κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Επίθεση που αναπτύσσεται πολύμορφα και δικτυώνεται πολυεπίπεδα με διάφορους τοπικούς «ανταποκριτές»σε κάθε χώρα, σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Οι διοξίνες και όσα άλλα κατά καιρούς βλέπουν το φώς της δημοσιότητας, αποτελούν συστατικό αυτής της πορείας ανάπτυξης που αναγνωρίζει μόνον αριθμούς και κέρδη και περιφρονεί την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.