«Εμείς που μεγαλώσαμε,
με λάδι στο ψωμί,
και ρίγανη κι αλάτι,
και πάντα ορεξάτοι»,
(χωρίς γκοφρέτες, κρουασάν και... σόου, μάπετ-σόου, πολιτικά σόου κ.ά.)
διατηρούμε ένα δικαίωμα, κεκτημένο, αντιστάθμισμα των όποιων στερήσεων: το δικαίωμα της αναπαραγωγής των παραμυθιών. Ιδίως εκείνων που καταλάγιαζαν παιδικούς φόβους ή απελευθέρωναν την παιδική φαντασία. Ο προφορικός παραμυθητικός λόγος του παππού ή της γιαγιάς, ιδίως αυτών, είναι πολύτιμη κληρονομιά για όσους είχαμε την τύχη να τον χαρούμε. (Και ήταν και Μικρασιάτισα η εύφωνη γιαγιά Ευδοξία... ας επιτραπεί αυτό). Κάπως έτσι, το δικαίωμα γίνεται και υποχρέωση, άδηλη αλλά υπαρκτή. Ελαφραίνει κάπως αν η αφήγηση συνοδεύεται από διάθεση... μικροσκανταλιάς, όσης απόμεινε από τα μικράτα, για να επιτρέψει παραλλαγές. Με όσες διασκευές επιτρέπει, φυσικά, ο άχαρος γραπτός... παλιμπαιδισμός.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, κατά την παραδοσιακή αφηγηματική, ζούσε ένας βασιλιάς, σε μία πολύ όμορφη χώρα... Θα ξαναπούμε το γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν για τον γυμνό βασιλιά. Εκείνον που τον έπεισαν οι δικοί του ότι του ταιριάζει η διάφανη στολή (πως λέμε... diaphaneia). Βγήκε κι αυτός και έκανε παρέλαση θαυμάζοντας τον εαυτό του. Αφού τα ωραία ρούχα που φορούσε τα αποθαύμαζαν οι αυλικοί του αλλά και ο λαός «του», όπως νιώθουν οι βασιλιάδες τους λαούς «τους». Μόνο ένα παιδί έβγαλε φωνή όταν αντίκρισε το θέαμα: «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!»
Προβλέπω, στο σημείο αυτό, τη θεμιτή ένσταση ενός εφήβου, εκεί γύρω στα 16, ενός από αυτούς που ξέρουν τα πάντα, ότι η επανάληψη του παραμυθιού είναι βαρετή πια, δεν έχει κάτι καινούργιο. Σωστό! Εκείνο που σίγουρα αγνοεί όμως, και κάποια μέρα θα μάθει, είναι ότι είναι άλλο πράγμα να παραμυθιάζεις ή να σε παραμυθιάζουν και άλλο να... ζεις το παραμύθι. Το άλλο που θα διαπιστώσει, όταν έρθει η ώρα, είναι ότι τα παραμύθια επαναλαμβάνονται για να πείσουν, να γίνουν πιστευτά, αφού έχουν πάντα κάτι απίστευτο... Ανταποκρίνονται και στην ανάγκη πολλών...
Δεν θυμάμαι καλά τη συνέχεια του παραμυθιού, φαίνεται πιθανό όμως ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο στις μέρες μας και στον τόπο μας, με τον πατριωτικό ρεαλισμό τον αναμφισβήτητο που διαθέτουμε, ο μικρός θα έτρωγε σβουριχτή σφαλιάρα και θα άκουγε το «Σκάσε μπάσταρδο! Πώς τολμάς;». Θα ακολουθούσαν και τα σχόλια «Ακούς εκεί ένα τσουτσέκι να βγάλει γλώσσα και να μας πει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός!». Ή, «Καλά του κάναν!». Και το πιο... προχωρημένο: «Πρέπει να βρουν και να πιάσουν και αυτούς που το βάλανε να το πει!».
Και πάνω εκεί που κάποιοι παιδοψυχολόγοι θα έπρεπε να καταπιαστούν με το πώς, δηλαδή με ποιους τρόπους, και πού ένα πριγκιπόπουλο έγινε βασιλιάς... γυμνός, έρχονται οι «πολιτικοί αναλυτές» - κατά πώς τους λένε- και αραδιάζουν τα δικά τους. Για σκοτεινά κέντρα συνωμοσίας, ξένους και ντόπιους δάκτυλους, συμφέροντα κ.λπ. Και συζητούν για ένα σωρό πράγματα, εκτός από το ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός και παραμένει γυμνός. Και, ακόμα, ότι το παιδί έλεγε, λέει και θα λέει την αλήθεια έως ότου ο βασιλιάς... ντυθεί. Είναι απλό: όλοι μας μπορεί να έχουμε συμπλέγματα, να έχουμε αδυναμίες, να είμαστε και γυμνοί, μόνο που δεν είμαστε βασιλιάδες...
Τέτοιες καταστάσεις, αυτό είναι αναμενόμενο, είναι βαθύτατα ανατρεπτικές. Πρώτα για τον βασιλικό περίγυρο. Τους αυλικούς, τους αυλοτραφείς, τους αυλόνοες, τους αυλοσκεπείς, τους αυλόφρονες και λοιπά «στελέχη» της εξουσίας, του όποιου συστήματος εξουσίας. Ένα μεροκάματο βγάζουν οι άνθρωποι. Να μείνουν άνεργοι, στις δύσκολες μέρες που περνάμε, ακόμα και οι... «κηπουροί»;
Πρόβλημα έχει όμως και ο λαός. Που δυσκολεύεται να το χωνέψει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός και γι’ αυτό σφαλιαρίζει βιαστικά το παιδί. Βρίσκεται σε μια προσωρινή, μεταβατική αμηχανία. Γιατί είναι δύσκολη η απάντηση, χρειάζεται εξατομικευμένη σαν την ψήφο αυτογνωσία και θαρραλέα αυτοκριτική, η απάντηση στο ερώτημα που έχει μπροστά του: «Μα, είναι δυνατόν ο βασιλιάς να είναι τόσο... γυμνός;» Κάποια ώρα, όμως, ελπίζεται οτι θα ξεπεράσει την αμηχανία. Τότε θα σταματήσει, μετά από γόνιμη δυσπιστία, να κοιτάζει προς τον... «Κανένα». Δεν θα βολοδέρνει ανάμεσα στις σφυγμομετρήσεις των πολιτικών... τάλεντ-σόου.
Η καταχνιά ταιριάζει στην πατρίδα του Άντερσεν, εκεί στα βορεινά, αλλά και στην παρέλαση του βασιλιά. Έλα, όμως, που ταιριάζει και στις μέρες που ζούμε εδώ, σε έναν τόπο ηλιόλουστο, με καταγάλανο ουρανό. Με μια καθαρή και διαυγή ατμόσφαιρα. Αλλά με πολιτική καταχνιά!
Γι’ αυτό, λίγο ζηλόφθονα είναι αλήθεια, μπαίνουν αυθόρμητα κάποια απλά ερωτήματα. Γνωρίζετε ποιο είναι το όνομα της Δανέζας πρωθυπουργού; Ναι, εκείνης της δίμετρης, της αεράτης κουκλάρας που την αγκαλιάζουν όλοι στα συμβούλια; Ποιος είναι πρωθυπουργός της Φινλανδίας; Όχι, δεν είναι ο κ. Όλι Ρεν! Από πού βαστάει η σκούφια του Σουηδού πρωθυπουργού; Πότε τον άλλαξαν; Γιατί δεν χρησιμοποιούν οι λαοί αυτοί τα συστήματα opengov.gr και diavgeia.gr; Γιατί έχει τόσα πολλά να πει η οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς» για τη διαφθορά; Με όλα αυτά, ποιος βασιλιάς θα μπορούσε να μείνει γυμνός, όπως τον γέννησε η μανούλα του, σ’ αυτές τις τυχερές χώρες, περισσότερο από όσο διαρκεί μια... παρέλαση; Ή, έστω, παραπάνω από μια κοινοβουλευτική περίοδο;
Ευχή, ο καινούργιος χρόνος να μην έχει άλλες παραμυθίες, για να μπορέσουμε να αντικρίσουμε με κουράγιο τις αλήθειες μας...
xatzis@hotmail.com