Του Κώστα Ευ. Καραμπάτσα*
Στα τριήμερα των αργιών έχω από χρόνια τη συνήθεια να ξεψαχνίζω αρχεία, βιβλία, εφημερίδες και γενικά έντυπα που η σφιχτή καθημερινότητα με τα απίστευτα εργασιακά μας ωράρια καθιστά την περιδίνηση αυτή σχεδόν απαγορευτική.
Ακράδαντα πιστεύω ότι ακόμη και για την αναγνωστική μας τέρψη, προμηθευόμαστε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που πραγματικά χρειαζόμαστε και τελικά θα διαβάσουμε. Έτσι τουλάχιστο δείχνει το ξεκαθάρισμα των ημερών και το έντρομο βλέμμα του γείτονα που με παρατηρούσε χριστουγεννιάτικα να κατεβάζω εντυπωσιακά μεγάλο όγκο υλικού για ανακύκλωση!
Διαβάζοντας όμως –πέρα από την οδυνηρή διαπίστωση άμεσης ανάγκης αλλαγής γυαλιών και τη σχετική γκρίνια προς τους καλούς μου φίλους οφθαλμίατρους - ανακαλύπτει κανείς εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στο χθες και το σήμερα.
Για παράδειγμα το είδος και το περιεχόμενο της Ιστορίας που ακόμη διδάσκουμε στα σχολειά μας. Μια διδασκαλία προσαρμοσμένη ακόμη στην προβολή μόνο των αναμφισβήτητων προτερημάτων του περιούσιου λαού μας και ουχί των αποδεδειγμένων ελαττωμάτων του.
Δεν θα ήθελα να δημιουργηθεί κάποιο σύνδρομο μειονεκτικότητας στους μαθητές και γενικότερα στους νέους μας, στη γενιά του μνημονίου και της αυξανόμενης ανεργίας, αλλά θεωρώ πολύ σημαντικό το να συνειδητοποιεί κανείς από νωρίς τα όποια αρνητικά μας γνωρίσματα για να μπορεί να αγωνίζεται να τα ξεπερνάει.
Ποιος θα αρνηθεί, ας πούμε, ότι η επανάσταση του ’21 έπνεε τα λοίσθια το 1827 και ότι η ναυμαχία του Ναυαρίνου με πρωταγωνιστές τους τότε συμμάχους της Εσπερίας έδωσε στη διεκδίκηση της ελευθερίας μας αληθινό φιλί της ζωής; Πώς να παραβλέπουμε 200 περίπου χρόνια μετά ότι η ντόπια ηγεσία της επανάστασης προέβαλε συχνά προώθηση ιδιοτελών σχεδίων και όχι την ολοκλήρωση του εθνικού αγώνα; Ότι σπαταλήθηκαν ανθρώπινοι και υλικοί πόροι για να μεταχειριστεί ο Κολοκοτρώνης ως κοινός κακοποιός, να δολοφονηθεί ο Ανδρούτσος, να παραγκωνιστεί και να περιφρονηθεί ο Δημήτριος Υψηλάντης; Πριν φτάσει ο Όθων και οι Βαυαροί, είχαμε προλάβει να... ξεμπερδέψουμε με τον Καποδίστρια! Ότι ως τα χρόνια του Τρικούπη –τον οποίο εκπαραθύρωσε το 1895 ο περίφημος «ανθ’ ημών Γουλιμής»- ο εκάστοτε Έλληνας υπουργός Εξωτερικών γονυκλινής απέτιε τα σέβη του στους εδώ πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων! Πώς να εξηγήσουμε ότι το 1920 στις εκλογές «καταμαυρίστηκε» ολόκληρος Ελευθέριος Βενιζέλος; Ότι πάνω στα συντρίμμια και τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εμείς μπλέξαμε με τον καταστρεπτικό εμφύλιο, ότι αναγνωρίσαμε την Εθνική μας Αντίσταση-την κορυφαία της Ευρώπης- τόσο μα τόσο ετεροχρονισμένα και πάντως όχι μέσα στο κλίμα εθνικής συναίνεσης που, επιτέλους, τα τελευταία χρόνια την τιμούμε!
Το ότι δώσαμε τα φώτα στον κόσμο, ισχυρή πεποίθηση, στα όρια του δόγματος τολμώ να πω, που κινητοποιεί και σήμερα στην καρδιά της κρίσης ευρύ κίνημα διανοούμενων και φιλελλήνων ανά τον κόσμο έτοιμο να παλέψει για μας, προφανώς και δεν μας απαλλάσσει γενικευμένα. Γιατί ακόμα και σήμερα συνηθίζουμε να φορτώνουμε τα πάντα στους ξένους, να επιχειρούν κάποιοι γραφικοί να μας πείσουν ότι είμαστε ένας λαός αψεγάδιαστος, τα πιο ευφυή και προικισμένα δημιουργήματα του Πλάστη του κόσμου στον οποίο ζούμε... Οι ίδιοι γραφικοί που με κηνσορική αυταρέσκεια απειλούν την αισθητική μας με... «εξυπνιλίτιδα», συγχωρήστε μου τον αδόκιμο όρο, και μάλιστα κραδαίνοντας επιφανειακού τύπου δήθεν πατριωτικές και υποκριτικά ηθικολογικές ρομφαίες.
Η νέα γενιά μας έχει πολλά να κερδίσει αν κοντά στα μεγάλα μας επιτεύγματα ακούσει και έναν κριτικό λόγο για τις αδυναμίες και τα λάθη μας. Που ιδιαίτερα σήμερα, εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης, στην αυγή μιας πολύ κρίσιμης για την πατρίδα μας χρονιάς, καλό θα ήταν να τα περιορίσουμε, αφού, τελικά, δεν μπορούμε εντελώς να τα εξαλείψουμε...
* Ο Κώστας Ευ. Καραμπάτσας είναι αν. διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και γ.γ. του τοπικού παραρτήματος της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας