Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα
Στο ψήφισμα αυτό, ρητά αναφέρεται, ότι οι αποζημιώσεις των βουλευτών εξισώνονται με τις αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Εν τω μεταξύ είχε προηγηθεί όμως από το Νοέμβριο του 1963 ο διπλασιασμός των αποδοχών των Δικαστικών λειτουργών. Από το 1964 πράγματι οι αποζημιώσεις των βουλευτών συμβάδιζαν με τις αντίστοιχες του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Προβλήματα στη σχέση αυτή προέκυψαν, με την ισχύ του Συντάγματος του 1975 όταν στο άρθρο 88 αυτού, γίνεται πρόνοια για τις αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών, όπου αναφέρεται ότι, «Οι αποδοχές τους, είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους» και τίποτε άλλο. Οι Δικαστικοί όμως λειτουργοί από την πλευρά τους, επέτυχαν και μάλιστα με δικαστικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου να αναγνωρισθεί ότι, κανενός δημόσιου λειτουργού οι αποδοχές, δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερες, απ’ αυτές του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Για να το αποδεχθεί όμως αυτό η Πολιτεία, μεσολάβησαν πολλοί δικαστικοί αγώνες μεταξύ Δικαστικών Λειτουργών και του Δημοσίου και έτσι φθάσαμε μετά από πολλά χρόνια απραξίας στις 30-7-2008, όταν ψηφίστηκε από τη Βουλή σχετική τροπολογία για την αποδοχή και υλοποίηση των αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου (Μισθοδικείου άρθρο 88 και 99 του Συντάγματος), του 2006 που, απεφάνθη τότε ότι οι αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου, θα πρέπει να εξισωθούν με τις αντίστοιχες του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), τουτέστιν 10.271 ευρώ το μήνα ακαθάριστα.
Στην τροπολογία αυτή ρητά αναφέρεται ότι «οι αυξήσεις αυτές δεν αφορούν τους βουλευτές». Εν τούτοις όμως η ρητή αυτή διάταξη, εφ’ όσον στη συνέχεια με νόμο δεν καταργήθηκε το Ζ’ ψήφισμα της Βουλής του 1964, χαρακτηρίζεται ως προσχηματική, γιατί δεν εμπόδισε έκτοτε εκατοντάδες συνταξιούχους βουλευτές, να προσφύγουν όπως και έκαναν στα Διοικητικά Δικαστήρια ή στο Ελεγκτικό Συνέδριο και να ζητήσουν, την αναπροσαρμογή των συντάξεών τους, σύμφωνα με αυτό το ψήφισμα, τουτέστιν με τις μηνιαίες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου (10.271 ευρώ ακαθάριστα). Αυτές οι προσφυγές και μάλιστα οι τελευταίες των 117 συνταξιούχων βουλευτών έχει ξεσηκώσει την οργή και την κατακραυγή του κόσμου που, ζητά πλέον να πάψει επιτέλους αυτή η υποκρισία και η αναλγησία αυτών των κυρίων που, εν μέσω αυτής της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της Χώρας να ζητούν από πάνω και τα ρέστα κιόλας. Λίγη ντροπή και τσίπα δεν υπάρχει σε κανέναν;
Για να σταματήσει μια για πάντα και για πάντα αυτή η δυνατότητα που, έχουν οι συνταξιούχοι βουλευτές, ή οι κληρονόμοι τους κάθε λίγο και λιγάκι να ζητούν την αναπροσαρμογή των συντάξεών τους, σύμφωνα με το Ζ’ ψήφισμα της Βουλής του 1964, μια λύση υπάρχει και αυτή δεν είναι άλλη από την εδώ και τώρα κατάργηση αυτού του προκλητικού ψηφίσματος με Νόμο. Και αυτό είναι συμβατό και βατό με το άρθρο 111 του Συντάγματός μας. «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».
Θα μου πείτε τώρα γιατί τόσα χρόνια και ύστερα μάλιστα από τρεις διαδοχικές αναθεωρήσεις του Συντάγματος (1986–2001-2008), δεν καταργήθηκε αυτό το προκλητικό ψήφισμα; Για τον απλούστατο λόγο ότι, αυτό τους βόλευε και ακόμα τους βολεύει. Κορόιδα είναι;
Δεν μπορεί η χώρα μας, να πάει σύντομα στις κάλπες με αυτό το φαύλο καθεστώς που, ρυθμίζει τις αποδοχές και τις συντάξεις των βουλευτών με αυτόν τον ανορθόδοξο και απαράδεκτο τρόπο που, καθημερινά τους εκθέτει. Δεν επιτρέπεται χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι να μπαίνουν σε εργασιακή εφεδρεία, παντού στο Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, να μπαίνει γενναίο κούρεμα, στον περιορισμό του προσωπικού και να οδεύει η χώρα στην κάλπη για την εκλογή και πάλι 300 βουλευτών που, ομολογουμένως για τα μεγέθη της πατρίδας μας είναι πάρα πολλοί.
Επομένως η σημερινή κυβέρνηση, με τη μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που, διαθέτει είναι υποχρεωμένη να κινήσει αμέσως τη διαδικασία, για την κατάργηση με Νόμο του πιο πάνω προκλητικού ψηφίσματος και τη δραστική μείωση του αριθμού των βουλευτών. Διαφορετικά «Αιδώς Αργείοι».
Σημείωση: Στ’ αλήθεια οι κύριοι Σαμαράς και Ρέππας, γιατί ξέχασαν τόσο γρήγορα τις δηλώσεις τους, επ’ αυτού του θέματος και κατάπιαν με τόση ευκολία τη γλώσσα τους;