Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Αντιδράσεις στην Ελλάδα και την Εσπερία, έχει προκαλέσει η συμμετοχή τεσσάρων υψηλόβαθμων στελεχών του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο, συμμετοχή την οποία αποδέχθηκαν οι άλλοι δύο συμπράττοντες στην εν λόγω κυβέρνηση, ο (υποτίθεται) σοσιαλδημοκράτης Γιώργος Α. Παπανδρέου και ο συντηρητικός Αντώνης Σαμαράς.
Είναι προφανές ότι το σημερινό σχήμα, που δεν είναι ούτε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ούτε οικουμενική (όπως εκείνη υπό τον καθηγητή Ξ. Ζολώτα το 1989 – 1990) αλλά μια μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας, καλείται, με τις ευλογίες των κομμάτων που υποστηρίζουν το Μνημόνιο, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να διεκπεραιώσει αποφάσεις και πολιτικές, οι οποίες θα καθυποτάξουν την κοινωνία στη φτώχεια και την υποδούλωση.
Πρόκειται για μια ετερόκλητη κυβέρνηση, στο σχηματισμό της οποίας (όπως δείχνουν τα μέχρι στιγμής δεδομένα) αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Γιώργος Καρατζαφέρης (άγνωστο, ακόμη, αν βρισκόταν σε κάποιου είδους συνεννόηση με κάποιον εκ των συμβληθέντων αρχηγών) και φτάσαμε στο σημείο ο ΛΑΟΣ να έχει δυσανάλογο, με την εκλογική ή την όποια άλλη του επιρροή, αριθμό υπουργοποιημένων στελεχών του.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό, αλλά πολιτικής ουσίας, καθώς για πρώτη φορά ένα κόμμα, με ακροδεξιά ρητορική και θέσεις, συνεργάζεται σε ένα κυβερνητικό σχήμα με σοσιαλδημοκράτες και δεξιούς, μια συνεργασία η οποία δεν ενόχλησε ούτε τον πρόεδρο Σαρκοζί, ούτε την καγκελάριο Α. Μέρκελ (στη χώρα της οποίας επωάζεται και εκδηλώνεται με δολοφονικό τρόπο το «αυγό του φιδιού») που αποδέχθηκαν αυτή τη συνεργασία, ως απαραίτητη για να συγκροτηθεί στο πειραματόζωο, που λέγεται Ελλάδα, ένα καθαρόαιμο αστικό Μνημονιακό μέτωπο.
Υπενθυμίζεται, πάντως, η θύελλα των αντιδράσεων που είχε εκδηλωθεί όταν το 2000, στην Αυστρία, το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας του Γεργκ Χάιντερ σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα, με κορυφαία αντίδραση την επιβολή κυρώσεων από την Ε.Ε. στη χώρα.
Στην Ελλάδα η σύμπραξη ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και ΛΑΟΣ, πέραν των αντιδράσεων της Αριστεράς (η οποία έκανε λόγο για «μαύρο μέτωπο») και κάποιων αντιδράσεων από κάποιους βουλευτές, οι οποίοι ευθέως καταψήφισαν την κυβέρνηση Παπαδήμου (διαφωνώντας με τη συμμετοχή των κ. Βορίδη, Γεωργίου, Ροντούλη και Γεωργιάδη) και άλλους που την υπερψήφισαν (βάζοντας αστερίσκους – ω της γελοιότητας! - στην ψήφο τους) οι λοιπές αντιδράσεις, προσώρας, κρίνονται ως είναι μάλλον χλιαρές.
Ο μουσουλμάνος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Τσετίν Μαντατζή αρνήθηκε την ψήφο εμπιστοσύνης, καθώς «δεν μπορεί να συμπλεύσει με εκείνους που, με την ακροδεξιά ρητορική τους, παρεμποδίζουν τον εμπλουτισμό της κοινωνίας με τη διαφορετικότητα και ναρκοθετούν τη σύνθεση, το θεμέλιο της Δημοκρατίας μας».
«Έμαθα ότι ο κ. Ερντογάν, διά των οργάνων του, δεν είναι καθόλου ευτυχής που συμμετέχουμε σ' αυτήν την κυβέρνηση. Ε, από τη στιγμή που οι Τούρκοι δεν με θέλουν στην κυβέρνηση, αισθάνομαι ότι έχω πετύχει», ήταν η (αν μη τι άλλο) αλαζονική απάντηση του Γ. Καρατζαφέρη.
Ο έτερος που δεν υπερψήφισε την κυβέρνηση ήταν ο, επίσης, «πράσινος» βουλευτής Χρ. Κατσούρας, ο οποίος έκανε λόγο για έναν «περίεργο συνασπισμό και μια νέα πολυκατοικία, ένα συνασπισμό μακριά από την παράδοση και την κουλτούρα οποιουδήποτε σοβαρού σοσιαλδημοκρατικού ή ακόμη και συντηρητικού κόμματος».
Ο δε Χάρης Καστανίδης υπερψήφισε μεν την κυβέρνηση, αλλά διευκρίνισε ότι «δεν περιβάλλω με την εμπιστοσύνη μου υπουργούς που υπηρέτησαν τη χουντική Δεξιά ή είναι γνήσιοι ιδεολογικοί απόγονοι του δικτατορικού καθεστώτος».
Ωστόσο, όσο κι αν η ηγεσία του ΛΑΟΣ προσπαθεί (με ρητορικό τρόπο) να πείσει ότι έχει αναθεωρήσει τις αντισημιτικές και ρατσιστικές θέσεις της, σοβαρές είναι οι προειδοποιήσεις που εκπορεύθηκαν από Μέσα Ενημερώσεως στην Ευρώπη, πολιτικούς και οργανώσεις.
Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα τόνισε ότι ο κ. Καρατζαφέρης «ηγέτης του κόμματος της ακροδεξιάς ΛΑΟΣ, πρώην επικεφαλής ενός κινήματος νεολαίας που στήριζε τους συνταγματάρχες που επέβαλαν τη δικτατορία στη χώρα αυτή, δεν μπορεί καθόλου να βοηθήσει τον ελληνικό λαό να βγει από την κρίση» και υπογράμμισε:
«Να που οδηγείται η Ευρώπη όταν γυρίζει την πλάτη της στους λαούς, με την επιβολή σκληρής και τυφλής λιτότητας, χωρίς να δίνει τη δυνατότητα και τον χρόνο για την ανόρθωση (των οικονομιών τους) και παρεμβαίνοντας στη δημοκρατική λειτουργία των κρατών μελών. Στην οικονομική και κοινωνική κρίση προστίθεται μια κρίση πολιτική και δημοκρατική».
Η εφημερίδα «Liberation» με τίτλο «Η είσοδος στην κυβέρνηση του σχηματισμού της άκρας Δεξιάς δεν δημιουργεί αντιδράσεις στη χώρα», σημείωσε:
«Ο ΛΑΟΣ, κόμμα αντισημιτικό, ομοφοβικό και εθνικιστικό, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τα άλλα κόμματα της άκρας Δεξιάς που ανθούν στην Ευρώπη της κρίσης (...). Οι ιθύνοντές του ποτέ δεν εξοστρακίστηκαν από τα ΜΜΕ, όπως συνέβη, για κάποιο διάστημα, με τον Λεπέν στη Γαλλία».
Η «Μοντ» έγραψε ότι «με καθυστέρηση, η συμμετοχή στην κυβέρνηση του ακροδεξιού κόμματος ΛΑΟΣ αρχίζει να προκαλεί αντιδράσεις στην Ελλάδα, τόσο που ο Γιώργος Καρατζαφέρης, αναγκάστηκε να εξηγήσει ότι δεν είναι αντισημίτης».
Η δε Γερμανική λαϊκή εφημερίδα Bild, έγραψε:
«Είναι η πρώτη φορά από την πτώση της Χούντας το 1974, που μετέχει στην κυβέρνηση ένα ακροδεξιό κόμμα. Ο νέος υπουργός Υποδομών και Δικτύων Μάκης Βορίδης προέρχεται από την οργάνωση νεολαίας της στρατιωτικής δικτατορίας και ανήκε για πολλά χρόνια στο ακροδεξιό Λαϊκό Μέτωπο του Λεπέν στη Γαλλία» και συμπλήρωσε:
«Ο ΛΑΟΣ είναι γνωστός για τα ξενοφοβικά του συνθήματα. Ο κ. Καρατζαφέρης είχε δηλώσει, κατά την ίδρυση του κόμματός του, το 2000, ότι «είμαστε οι μόνοι γνήσιοι Έλληνες». Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε με Εβραίους, ομοφυλόφιλους και κομμουνιστές».
Και ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου των Εβραίων της Γερμανίας Ντήτερ Γκράουμαν τόνισε:
«Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι μετέχουν στο ελληνικό υπουργικό συμβούλιο υπουργοί αυτού του κόμματος. Πιστεύω ότι θα είναι δύσκολο για κάθε γερμανική κυβέρνηση να διαπραγματεύεται με την ελληνική κυβέρνηση».
Ο αρθρογράφος στα «Νέα» Κ. Παπαϊωάννου (πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) ανέφερε, σε άρθρο του, ότι με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση «σηματοδοτείται η συμβολική και ουσιαστική νομιμοποίηση της ελληνικής Ακροδεξιάς» και σημείωσε ότι «οι τέσσερις εκπρόσωποι του ΛΑΟΣ αποτελούν θεμελιακή αστοχία υλικού στη σύνθεση της κυβέρνησης (...). Η δική τους υπουργοποίηση παραβιάζει την «κόκκινη γραμμή»: θίγει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του κράτους δικαίου».
Ακόμη τόνισε ότι η συμμετοχή αυτή δεν ήταν απαραίτητη για τον σχηματισμό της κυβερνήσεως, αλλά «ήταν επιλογή των δύο μεγάλων της συμμαχίας, επιλογή συμβατή με το γενικότερο κλίμα «συναίνεσης» που δημιουργήθηκε στα ΜΜΕ και την προσδοκία της πλειονότητας των πολιτών να τερματιστεί η πολιτική εκκρεμότητα, επιλογή κυρίως συμβατή με το πολυετές ξέπλυμα της εγχώριας Ακροδεξιάς που επιτελούν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα».