Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Με ανακούφιση, ενίοτε και με πανηγυρισμούς, έγινε δεκτή από την πλειοψηφία των ελληνικών και των ξένων ΜΜΕ, τα οποία απηχούν ή εκφράζουν ευθέως τις θέσεις της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, την (έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, η οποία, σύμφωνα με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κων. Στεφανόπουλο, οδήγησε σε «πλήρη γελοιοποίησή» τους) συμφωνία των ηγετών των δύο βασικών συνιστωσών του (καταρρέοντος) μεταπολιτευτικού δικομματισμού (με «συγκολλητική» ουσία τον Γιώργο Καρατζαφέρη) για το σχηματισμό μεταβατικής κυβερνήσεως «ευρύτερης συνεργασίας», με πρωθυπουργό τον 64χρονο τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο.
Μια κυβέρνηση, η οποία, αφού προχωρήσει στην «υλοποίηση των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011 και την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που συνδέεται με τις αποφάσεις αυτές», θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, οι οποίες, κατ’ αρχήν, έχει συμφωνηθεί να διεξαχθούν στις 19 Φεβρουαρίου του 2012, αν και ο Λουκάς Παπαδήμος δήλωσε ότι «δεν έχει προσδιορισθεί ο ακριβής χρόνος» τους.
Μια κυβέρνηση, η οποία, δια της επικυρώσεως της περιβόητης και αμφιλεγόμενης δανειακής συμβάσεως της 26ης Οκτωβρίου (και των όσων τη συνοδεύουν – εξ ου και η Αριστερά ομιλεί για «μαύρα μέτρα», το δε πρακτορείο Reuters προεξοφλεί νέα μέτρα λιτότητος) υποτίθεται ότι θα αποτρέψει την έξοδο της Ελλάδος από την Ευρωζώνη, ενώ ήδη είναι γνωστό ότι ο άξονας Βερολίνου – Παρισίων (όσο κι αν το διαψεύδει) προωθεί σχέδια για μια Ευρώπη «δύο ταχυτήτων» και μια μικρότερη ζώνη του ευρώ.
Η επιβληθείσα κυβερνητική σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ (με την προσθήκη του Γιώργου Καρατζαφέρη, η «θεατρική» αποχώρηση του οποίου από το Προεδρικό Μέγαρο και η ανταρσία 50 «πράσινων» βουλευτών, «μπλόκαραν» τη λύση Πετσάλνικου και επέβαλαν τη «λύση Παπαδήμου») την οποία επιζητούσαν πολλούς μήνες το ιερατείο των Βρυξελλών, το ΔΝΤ και οι εκπρόσωποι της εγχώριας επιχειρηματικής και εκδοτικής ελίτ (και μέσω ορισμένων πολιτικών εκφραστών τους) ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις να διευθετήσει (προσωρινά) το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδος.
Πιθανώς θα διευκολύνει τις σχέσεις των Αθηνών με τους δανειστές της χώρας (καθώς ο Λουκάς Παπαδήμος διατηρεί τους απαιτούμενους διαύλους επικοινωνίας, ως και εκ της θητείας του ως αντιπροέδρου της ΕΚΤ, μαζί τους) ενδεχομένως να συντελέσει στην ανάδειξη νέου πολιτικού προσωπικού στη χώρα, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα αλλάξει ο,τιδήποτε αφορά τα δεδομένα που ίσχυαν και ισχύουν για την ελλαδική κοινωνία.
Η πραγματικότητα είναι σκληρή (ο Κ. Στεφανόπουλος ζήτησε ανοιχτά να μην επιβληθούν νέοι φόροι, γιατί «οι πολίτες υποφέρουν και δεν αντέχουν») για την κοινωνία και δεν μπορεί να αλλάξει, επειδή άλλαξε η κυβέρνηση και επικεφαλής της τοποθετήθηκε ένας επιφανής τραπεζίτης.
Και αυτό γιατί δεν θα αλλάξει ούτε κατά κεραία η ασκούμενη βάρβαρη πολιτική του τελευταίου 24μήνου, εκτιμάται δε βασίμως ότι τα προβλήματα παραμένουν και η όποια κυβέρνηση (είτε η σημερινή «ευρύτερης συνεργασίας», είτε αυτή που θα προκύψει από τις, οψέποτε διεξαχθούν, εκλογές) «θα τα βρει μπροστά της», όπως θα βρει μπροστά της τις πιέσεις και την οργή της πενόμενης ελληνικής κοινωνίας.
ΑΣΦΥΚΤΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΙ
Η τριμερής συμφωνία Παπανδρέου – Σαμαρά – Καρατζαφέρη, επετεύχθη ύστερα από αφόρητες πιέσεις του άξονα Γερμανίας - Γαλλίας, της ΕΕ και του ΔΝΤ, που επεδίωκαν αυξημένη κοινοβουλευτική (και όχι κοινωνική) νομιμοποίηση των ανάλγητων επιλογών τους, φοβούνταν (και φοβούνται) το ρόλο του λαϊκού παράγοντα (εξ ου και η άρνησή τους να αποδεχθούν, στην παρούσα συγκυρία, την προσφυγή στις κάλπες) και, σε τελική ανάλυση, ήθελαν ενωμένο το «μνημονιακό μέτωπο» των αστικών κομμάτων.
Οι πιέσεις προς την Αθήνα εκδηλώθηκαν (μετά την απόφαση Παπανδρέου να ζητήσει δημοψήφισμα για τη δανειακή σύμβαση) με την ταπείνωση του πρωθυπουργού στις Κάννες και τις συνεχείς εκβιαστικές δηλώσεις εκπροσώπων του ευρωπαϊκού ιερατείου (σύμφωνα με τις οποίες αν δεν επικυρωθεί η εν λόγω σύμβαση, τότε η Ελλάδα θα πτωχεύσει και θα επιστρέψει στη δραχμή) ταυτόχρονα δε είχαν (και εξακολουθούν να έχουν) χαρακτήρα ωμής επεμβάσεως στα εσωτερικά μίας χώρας – μέλους της ΕΕ (επεμβάσεως, που σημαίνει σαφή αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας) καθώς ζητήθηκε γραπτή δέσμευση των κ.κ. Παπαδήμου, Παπανδρέου, Σαμαρά, του Υπουργού των Οικονομικών και του Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος ότι θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.
Αυτό το εκβιαστικό παιχνίδι, που (με δεδομένες τις ραγδαίες εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ και ειδικότερα στην Ιταλία, όπου κατέρρευσε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι) έχει μια κάποια βάση στην πραγματικότητα, το αξιοποίησε επικοινωνιακά, δια των περισσοτέρων ΜΜΕ, η κυβέρνηση Παπανδρέου και το αποδέχθηκε η ηγεσία της ΝΔ, έπαιξε το ρόλο του στον αποπροσανατολισμό της ελλαδικής κοινής γνώμης και δεν είναι τυχαία τα αποτελέσματα (έστω και αν υποτεθεί ότι μπορεί να είναι «πειραγμένα») τελευταίων δημοσκοπήσεων, που έφεραν τους πολίτες σχεδόν διχασμένους μεταξύ μιας κυβερνήσεως συνεργασίας και της προσφυγής στις κάλπες, ενώ «έδιναν» πολύ χαμηλά ποσοστά στο ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ.
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Κι ενώ ένα από τα ζητούμενα είναι οι ηγεσίες των κομμάτων που «συγκυβερνούν» να μην τορπιλίσουν την κυβέρνηση Παπαδήμου, από την έκβαση των συνεννοήσεων Παπανδρέου - Σαμαρά – Καρατζαφέρη (με μεσολαβητή τον Πρόεδρο Παπούλια, καθώς ήταν πρόδηλη η καχυποψία και η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο παλαιών φιλών και συμφοιτητών στις ΗΠΑ, αλλά και τα εκατέρωθεν παιχνίδια τακτικής και οι εσωτερικές, ο καθένας στο χώρο του, πιέσεις) προκύπτει ότι οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, παραμέρισαν (προσωρινά) τις προσωπικές τους φιλοδοξίες (χωρίς να τις εγκαταλείπουν), αλλά ίσως αποδειχθεί ότι αυτοαναιρέθηκαν.
Ο Γ. Α. Παπανδρέου εγκατέλειψε την πρωθυπουργία στη μέση της θητείας του, ευρισκόμενος σε πολιτικό και σε προσωπικό αδιέξοδο, δεχόμενος ποικίλες πιέσεις να αποχωρήσει (κυρίως από τους επίδοξους διαδόχους του) κι έτσι η αποχώρησή του ήταν, όντως, μια σημαντική πολιτική και προσωπική θυσία και ως τέτοια την παρουσίασε στην ελληνική κοινωνία.
Ο εγγονός του Γεωργίου Παπανδρέου και υιός του Ανδρέα Παπανδρέου, παρέμεινε στον πρωθυπουργικό θώκο 2 χρόνια και 38 μέρες, δηλαδή λιγότερο από κάθε άλλον πρωθυπουργό της μεταπολιτεύσεως, έχοντας ξεκινήσει με 160 βουλευτές, αλλά «ξέμεινε» με 152.
Θέλοντας δε να αποχωρήσει αξιοπρεπώς προχώρησε σε ένα πολιτικό παράδοξο: Ζήτησε και έλαβε την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής του ομάδος, όχι, όμως, για να συνεχίσει να κυβερνά, αλλά για να αποχωρήσει...
Ο Γ. Α. Παπανδρέου, διαδεχόμενος στην πρωθυπουργία τον Κώστα Καραμανλή και όλα όσα του κληροδότησε, βρέθηκε μέσα σε μια πρωτοφανή θύελλα, αλλά εξαρχής υπονόμευσε τη θέση του με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», ένα σύνθημα το οποίο αναγκάστηκε να λησμονήσει, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα.
Οι κεϋνσιανές θέσεις βασικών οικονομικών του συμβούλων, όπως οι καθηγητές Τζ. Στίγκλιτς, Πωλ Κρούγκμαν και Τζέημς Κ. Γκαλμπρέηθ, τις οποίες φαίνεται πως ενστερνιζόταν, βούλιαξαν, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τις σκληρές μονεταριστικές και άκρατα νεοφιλελεύθερες συνταγές των κυρίων δανειστών της χώρας, οι οποίοι του επέβαλαν τις δικές τους αποφάσεις και συνταγές, οι οποίες, όμως, έχουν αποτύχει και έχουν οδηγήσει τη χώρα σε παρατεταμένη ύφεση και ανεργία.
Ο απελθών πρωθυπουργός, αδυνατώντας να συντονίσει την κυβέρνησή του και να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι των δανειστών, κατηγορούμενος μάλιστα ότι ακολουθώντας την αμερικανική στρατηγική (έχουν γραφεί πολλά για τις σχέσεις του με το Ίδρυμα Brookings και τον επικεφαλής του, Στόουμπ Τάλμποτ, πρώην αναπληρωτή Υπουργό των Εξωτερικών του Μπιλ Κλίντον) έσπρωξε προσχεδιασμένα τη χώρα στις αγκαλιές του ΔΝΤ, έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο, ενώ το καλοκαίρι του 2011 υποχρεώθηκε να μοιραστεί την εξουσία με τον σημαντικότερο εσωκομματικό αντίπαλο του, τον Ευ. Βενιζέλο, ο οποίος, όμως, ούτε και αυτός απεδείχθη αποτελεσματικότερος.
ΑΝΟΙΞΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Ο Γ. Α. Παπανδρέου με την αποτυχημένη κίνησή του για το δημοψήφισμα, οδήγησε το όλον σύστημα στα όριά του (όπως έχουμε επισημάνει από τις στήλες της «Ε») τρόμαξε (όπως παραδέχεται μερίδα του διεθνούς τύπου) το ευρωπαϊκό ιερατείο (ότι ένα αρνητικό αποτέλεσμα θα προκαλούσε ντόμινο στην Ευρωζώνη) και ουσιαστικά «άνοιξε» όλες τις διαδικασίες:
Αυτές, δηλαδή, που οδήγησαν στην νέα κυβέρνηση, αλλά και στη συγκρότηση ενός καθαρά αστικού μνημονιακού μετώπου, καθώς και σε άλλες (προς το παρόν μη συγκεκριμένες) που θα οδηγήσουν σε πιθανές αλλαγές στο ΠΑΣΟΚ, σε ενδεχόμενες ανακατατάξεις στην ΝΔ, ίσως δε και ευρύτερα στο πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει, επίσης, φτάσει στα όριά του.
Μπορεί ο Λουκάς Παπαδήμος να δήλωσε πως δεν είναι πολιτικός, πλην, όμως, η θερμή υποδοχή που του επεφύλαξαν η εκδοτική και επιχειρηματική ελίτ (άραγε είναι τυχαία η εμφάνιση του «Κοινωνικού Συνδέσμου» του Γιώργου Φλωρίδη, που απηχεί ανάλογες «μνημονιακές» θέσεις;) σε συνδυασμό με την ανωτέρω (πανθομολογούμενη) κατάσταση του ελλαδικού πολιτικού συστήματος και την (προβαλλόμενη ως) αναγκαία εξεύρεση νέου πολιτικού προσωπικού, πιθανόν (και υπό προϋποθέσεις) να δημιουργήσουν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδος.
ΠΡΟΠΛΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
Ο απελθών πρωθυπουργός (ο οποίος είναι ακόμη άγνωστο τι θα πράξει στο άμεσο μέλλον, όσο αφορά τις προσωπικές και τις πολιτικές του επιδιώξεις και πώς θα τον αντιμετωπίσουν οι πάσης φύσεως «πράσινοι βαρόνοι») «κατάφερε» να καταστήσει συμμέτοχο, συνεγγυητή και στην ουσία συνένοχο τον Αντώνη Σαμαρά (τη ΝΔ και από κοντά τον ΛΑΟΣ και την Ντόρα Μπακογιάννη) καθώς τον υποχρεώνει να εγκαταλείψει την αντιμνημονιακή ρητορική του ή, εν πάση περιπτώσει, να την μετριάσει.
Ταυτοχρόνως, όμως, η σημερινή κυβέρνηση (η συγκρότηση της οποίας συνιστά πολιτική εκτροπή, καθώς στηρίζεται από μία Βουλή, που δεν έχει νωπή λαϊκή νομιμοποίηση και εκφράζει ξεπερασμένους κομματικούς συσχετισμούς) εκτιμάται βασίμως (ορισμένες πλευρές το υποδεικνύουν ως λύση) ότι θα αποτελέσει το πρόπλασμα για το τι μέλλει να συμβεί στη χώρα, μετά τις εκλογές, αν φυσικά (όπως όλα δείχνουν) δεν υπάρξει αυτοδυναμία.
Κι αν ο Αντώνης Σαμαράς διεκδικούσε αυτήν την αυτοδυναμία, ενδεχομένως τώρα, μετά τις «συναινετικές» εξελίξεις που έχουν σημειωθεί, να είναι πολύ δύσκολο να την πετύχει, αφού η, ως τώρα, αξιωματική αντιπολίτευση δεν θα είναι, σε τελική ανάλυση, ούτε αξιωματική, ούτε αντιπολίτευση, καθώς, είτε το θέλει, είτε όχι, μετέχει του νέου, συγκροτημένου, «μνημονιακού μετώπου».
ΕΚΤΟΣ ΚΑΔΡΟΥ ΑΛΛΑ...
Ορισμένοι εκτιμούν (βασίμως ή μη, αυτό θα φανεί και τελεί υπό την αίρεση των εσωτερικών διεργασιών στο ΠΑΣΟΚ) ότι ο Γ. Α. Παπανδρέου με την αποχώρησή του, βγαίνει ο ίδιος από το «κάδρο των ευθυνών», αλλά σε αυτό αφήνει τους επίδοξους διαδόχους του, που παραμένουν στην κυβέρνηση Παπαδήμου, αλλά και τη ΝΔ (που συμμετέχει με κορυφαία στελέχη της) στην ηγεσία της οποίας ασκούνται πιέσεις από τη λαϊκή βάση (και βουλευτές της «λαϊκής δεξιάς») η οποία έχει γαλουχηθεί, το τελευταίο διάστημα, με αντιμνημονιακή ρητορική.
Οι έντονες διεργασίες στο «πράσινο» και το «γαλάζιο» στρατόπεδο, όταν οι κ. κ. Παπανδρέου και Σαμαράς συμφώνησαν στο πρόσωπο του Προέδρου της Βουλής ως μεταβατικού πρωθυπουργού, πιστοποιούν, για το μεν ΠΑΣΟΚ, τις μάχες οπισθοφυλακής που προσπάθησε να δώσει η «παπανδρεϊκή φρουρά» και το τι «περιμένει» τον απελθόντα πρωθυπουργό, για δε τη ΝΔ ότι ο αρχηγός της θα πρέπει ισορροπήσει μεταξύ της υπονομεύσεως Παπαδήμου και του συγκερασμού των «αντιμνημονιακών» και των «μνημονιακών» ρητορικών στη συντηρητική παράταξη.
Όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση Παπαδήμου έχει να βαδίσει σε ένα έδαφος εκ των προτέρων ναρκοθετημένο, από τις εσωτερικές εξελίξεις και συσχετισμούς (εντός του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ) και τα συμβαίνοντα στην Ευρώπη και διεθνώς, με την οικονομική και κοινωνική κρίση να τείνει να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και να παίρνει χαρακτήρα ντόμινο, με όσα δυσμενή αυτό συνεπάγεται για τους λαούς και τις κοινωνίες.