* Του Κώστα Γιαννούλα
Ξεφυλλίζοντας κανείς το βιβλίο της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας του ελληνικού έθνους διαπιστώνει μεταξύ των άλλων και ότι:
Το 1824 και 1825 επειδή τα ταμεία της επαναστατημένης κατά των Τούρκων χώρας μας ήταν άδεια, με ενθάρρυνση της Αγγλίας πάρθηκε απόφαση από τράπεζές της να χορηγηθούν δύο δάνεια για ονομαστικό κεφάλαιο 800.000 λίρες το πρώτο και για 2 εκατομμύρια λίρες το δεύτερο.
Εν τούτοις στις ελληνικές κυβερνήσεις των ετών 1825-1826 περιήλθε, δυστυχώς, μικρό μόνο μέρος απ’ τα χρήματα αυτών των δανείων τα πιο πολλά παρακρατήθηκαν για τόκους, προμήθειες, στρατιωτικές και άλλες δαπάνες!
Πολλές υπήρξαν, βέβαια, οι επικρίσεις και για τους επαχθείς όρους των δανείων αλλά και για τη διασπάθισή τους. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι υποθηκεύτηκαν τα λεγόμενα «εθνικά κτήματα», πράγμα που δυσχέρανε πολύ την εσωτερική πολιτική ζωή, αφού αδρανούσε κάθε κίνηση για αποκατάσταση ακτημόνων και αγωνιστών και έχασε το κράτος τη δυνατότητα να αυξήσει τα εισοδήματά του είτε απ’ την εκποίηση των κτημάτων είτε απ’ την αύξηση της παραγωγής.
Με τη σύναψη αυτών των δανείων κέρδισε μεν η χώρα μας την αναγνώριση του αγωνιζόμενου έθνους ως εμπόλεμου κράτους, που σημειωτέον ανακηρύχτηκε ως ανεξάρτητο μόλις το 1830 με βόρειο σύνορο τη γραμμή Παγασητικού- Αμβρακικού, δημιούργησε, όμως, «προστάτες», που έκτοτε ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων τους αλλά και άλλες συμφέρουσες γι’ αυτούς σχέσεις στην περιοχή μας.
Τα δύο αυτά δηλ. δάνεια, που συνάφθηκαν για την επίτευξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, υπήρξαν οι θεμελιώδεις συντελεστές της εξαρτήσεώς του.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης υποχρεώθηκε τελικά να αναγνωρίσει από το βήμα της Βουλής ότι «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», γεγονός που προκάλεσε την εξέγερση όλων των δανειστών: Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο ζητούσαν την κεφαλή του Τρικούπη και αξίωσαν την επιβολή διεθνούς ελέγχου πάνω στις εισπράξεις των προσόδων του δημοσίου, όταν διαπίστωσαν τον εκμηδενισμό της αξίας των ελληνικών χρεογράφων στα χρηματιστήρια του εξωτερικού.
Είχε προηγηθεί αποκλεισμός της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια απ’ το 1826 ως το 1879 λόγω του μη διακονισμού των δύο δανείων της Ανεξαρτησίας.
Απ’ το 1879, ωστόσο, (χρονιά κατά την οποία χάρη στη διεθνή κρίση και ύφεση η Ελλάδα έγινε δεκτή στις χρηματιστηριακές αγορές, αφού προηγουμένως είχε ρυθμίσει το χρέος, που εκκρεμούσε), μέχρι το 1893 είχαν συναφθεί κατά καιρούς απ’ τις κυβερνήσεις Τρικούπη και Δηλιγιάννη 9 δάνεια ύψους 640.000.000 χρυσών γαλλικών φράγκων, τα οποία αντί να αναστείλουν την πτώχευση έγιναν τελικά παράγοντας, που συνέβαλε στη διεύρυνση του ελλείμματος και μέσω αυτής στην οικονομική χρεοκοπία.
Σημειωτέον ότι το έλλειμμα εκείνης ης περιόδου ανέρχονταν στις 471.000.000 δρχ. και αντιστοιχούσε στο 32,1% του συνολικού προϋπολογισμού.
Είχε προηγηθεί, επίσης, δημοσιονομική και νομισματική κρίση, δρακόντεια μέτρα λιτότητας, πτωχεύσεις εταιριών, συνεχείς υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, βαριά φορολογία, έντονες διαμαρτυρίες λαϊκών στρωμάτων, έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ Τρικουπικών και Δηλιγιαννικών και μεταξύ Άγγλων και Γάλλων δανειστών, με τους Άγγλους να στηρίζουν μεν τον Τρικούπη αλλά με υπερβολικές εγγυήσεις, και με τους Γάλλους να τορπιλίζουν κάθε προσπάθεια για νέο δάνειο, διεθνής κερδοσκοπία σε βάρος της Ελλάδος, πολιτική αστάθεια, και τελικά πτώχευση.
Η Δηλιγιαννική αντιπολίτευση έσπευσε, τότε, να καταγγείλει τον Τρικούπη ως βασικό υπεύθυνο της «αναιδούς χρεοκοπίας» λόγω των «υπερόγκων δαπανών και της αλογίστου οικονομικής πολιτικής», που άσκησε κατά τα προηγούμενα έτη. Αντίθετα οι Τρικουπικοί απέδωσαν την πτώχευση στην «ειρηνοπόλεμη επιστράτευση» του Δηλιγιάννη του 1885 και στα αθεράπευτα δημοσιονομικά ελλείμματα, που είχε προκαλέσει με την όντως ανερμάτιστη και λαϊκίστικη πολιτική του, την οποία άλλαζε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, άλλα λέγοντας κι άλλα κάνοντας.
Μετά την πτώχευση ακολούθησε διεθνής αντίδραση κατά της ελληνικής χρεοκοπίας, γενική δυσαρέσκεια του λαού, πολιτική αναταραχή, κυβερνητική ανυπαρξία τα χρόνια 1893-1895, τέλος πολιτικής σταδιοδρομίας Τρικούπη, διεθνής οικονομικός έλεγχος, που είχε ως αποτέλεσμα εκτός των άλλων να συμμετέχουν οι δανειστές μας ως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του 20ου αιώνα στη διανομή των πλεονασμάτων των παρεχόμενων σαν εγγύηση κρατικών εισπράξεων από μονοπώλια αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, πετρελαίου, τσιγαρόχαρτων κ.λπ.
Κάτι ανάλογο συνέβη και κατά την περίοδο 1924-1932, χρονιά κατά την οποία και πάλι επτωχεύσαμε λόγω υπερδανειοδότησης, και τα ίδια, περίπου, δυστυχώς επαναλαμβάνονται και σήμερα.
Τα σταχυολόγησα όλα αυτά, προκειμένου να αποδείξω ότι όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στον τόπο μας δεν είναι πρωτόγνωρα τα ονόματα των πρωταγωνιστών μόνο άλλαξαν. Τα αίτια της κρίσης και οι πρακτικές και μεθοδεύσεις για το προσωρινό πάντα ξεπέρασμά της παραμένουν ίδιες.
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα. Αλήθεια! Ενώ γνωρίζουμε ότι, όταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται, καταντά φαρσοκωμωδία, θα συνετισθούμε, επιτέλους, άρχοντες και αρχόμενοι απ’ τα λάθη του παρελθόντος και θ’ αλλάξουμε ρότα, ή θα συνεχίσουμε την ίδια τακτική, παρότι ξέρουμε, πού οδηγεί, παραμένοντας έρμαια των διαθέσεων και των συμφερόντων των εκάστοτε δυνατών και τζογαδόρων και των ανταγωνισμών μεταξύ τους;