Μια φορά κι’ έναν καιρό σ’ ένα χωριό μακρινό της Θεσσαλίας ζούσε ένα γέρικο ζευγάρι χωρικών που είχε και έναν γάιδαρο. Ο καημένος ο γαϊδουράκος αγαπούσε πολύ το γέρο αφεντικό του, τον φόρτωσε με πέντε βαριά τσουβάλια κριθάρι, ο κακομοίρης αφού πρώτα έκανε λίγα βήματα μετά έπεσε κάτω. Πέσανε και τα τσουβάλια από την πλάτη του ανοίξανε και όλο το κριθάρι χύθηκε στην αυλή του χωριατόσπιτου.
Ο γέρο χωριάτης θύμωσε τόσο πολύ που γύρισε και είπε στη γυναίκα του. Άκου γριά και το πήρα απόφαση ο γάιδαρος μας παραγέρασε και δεν μπορεί πια να κουβαλά πράγματα, θα τον πάω στο ξέφωτο στις ερημιές να τον αφήσω εκεί να πεθάνει. Σοφά τα λόγια λες γέρο μου, απάντησε η γριά. Γιατί να τον ταΐζουμε τσάμπα. Πήγαινέ τον στο ξέφωτο και τι θα κάνει. Χωρίς φαΐ θα πεθάνει, συμπλήρωσε άσπλαχνα.
Ο γέρος γάιδαρος που άκουσε την κουβέντα των γέρων, πήρε μια πίκρα, μια στεναχώρια. Ουού, ουού, - ουού, γκάριζε παραπονεμένα λόγια που ακούω, εγώ, που τόσο τους αγαπώ και τόσο τους δούλεψα, και θέλουν να με πετάξουν τώρα που γέρασα. Ουού, - Ουού, γκαρίζει ο καημένος γεμάτος παράπονα. Ε, όχι θα φύγω μόνος μου. Ουού – ουού, γκαρίζει και με τα πληγωμένα γερασμένα πόδια του γυρίζει και φεύγει από την αυλή. Δρόμους παίρνει δρόμους αφήνει και σε ένα μονοπάτι στο βουνό ανταμώνει με έναν σκύλο.
Ε, σκύλε πού πας μόνος, νυχτώνει, θα χαθείς, Αχ! γέρο γάιδαρε, πού να σου τα λέω. Αχ, με έδιωξε το αφεντικό μου. Ουστ, παλιόσκυλο μου είπε και με μια κλωτσιά με πέταξε έξω από το σπίτι. Άντε άχρηστε να ψοφήσεις στις ερημιές. Γέρασες και δεν μπορείς να φυλάς πια το σπίτι και τα πρόβατα, Ουστ. Γαγ, γαβ, έτσι μου είπε καλέ μου γάιδαρε και μου έδωσε μια γερή κλωτσιά στα γέρικα πλευρά μου, γαβ, γαβ, κακόμοιρε γέρο σκύλε, σαν και μένα και συ, γέρασες και δεν σε θέλουν πια, έλα μαζί μου. Πού πας γέρο γάιδαρε. Να βρω την τύχη μου. Εγώ κι αν γέρασα, κι αν με διώξανε κάτω δεν το βάζω. Πάω να βρω την τύχη μου, να αρχίσω μια νέα ζωή. Κι εγώ μαζί σου, γέρο γάιδαρε, βρήκανε μια σπηλιά μπήκανε μέσα και κοιμηθήκανε.
Το άλλο πρωί αρχίσανε να περπατούν στο δάσος για να βρούνε κάτι να φάνε. Ξαφνικά, νιάου, νιάου, ένα λυπητερό νιαούρισμα ακούνε από την κουφάλα ενός πλάτανου, εκεί κοντά τους. Τι κάνεις στην κουφάλα γέρο γάτε, τον ρωτά ο γέρο γάιδαρος. Αχ! κυρ γάιδαρε μου στην κουφάλα κρύφτηκα να περάσω τη νύχτα μου. Αχ! με έφερε εδώ στο δάσος το αφεντικό μου για να πεθάνω, γιατί λέει είμαι πια γέρο γάτος και δεν μπορώ να κυνηγώ ποντίκια, θα πάρει λέει άλλο γάτο νέο και γερό.
Νιάου – νιάου είμαι γέρος και νηστικός. Θέλεις να γίνουμε φίλοι γέρο γάτε, έλα μαζί μου, Ναι – ναι μα πού πάτε καινούργιοί μου φίλοι. Να βρούμε την τύχη μας. Τι κι αν γεράσαμε. Τι κι αν μας διώξανε, έλα, πάμε να κάνουμε μια νέα αρχή στη ζωή μας. Ουού – ουού, ο γέρος γάιδαρος μπροστά γκαρίζει, γαβ – γαβ, ο γέρο σκύλος δίπλα του γαβγίζει νιάου – νιάου, ο γερό γάτος από πίσω τους πηγαίνει. Και στο δάσος γυρίζουνε κάτι να βρούνε να φάνε, μέχρι που νύχτωσε και τότε μέσα στο σκοτάδι βλέπουν ένα φως. Όλη η παρέα τρέχει έξω από το παράθυρο του σπιτιού που βγαίνει το φως. Ελάτε σκαρφαλώστε στην πλάτη μου να δείτε κι εσείς καινούργιοι φίλοι, ό,τι βλέπουν τα γέρικα ματάκια μου, είπε ο γάιδαρος που σαν πιο ψηλός μπορούσε να βλέπει μέσα στο σπίτι.
Πρώτος σκαρφάλωσε στην πλάτη του ο γέρος σκύλος, και στη δικιά του ο γέρος γάτος, και τι να δούνε κλέφτες πού γεμίζανε τα μεγάλα σακούλια τους με τα πράγματα του σπιτιού, και αφού μαζέψανε όλα τα καλά πράγματα του σπιτιού, ακούστε – ακούστε, βγάλανε και από τα ντουλάπια τα φαγητά, τα βάλανε στο τραπέζι και κάτσανε να φάνε. Τότε, γαβ, γαβ, γάβγισε ο γέρο σκύλος, νιάου – νιάου νιαούρισε ο γέρο γάτος, και ουού – ουού γκάριζε ο γέρο γάιδαρος. Οι κλέφτες τόσο πολύ τρομάξανε που αφήσανε όλα τα κλεμμένα και το βάλανε στα πόδια.
Τα γέρικα ζώα μπήκανε στο σπίτι, κάθισαν στο τραπέζι και αρχίσανε να τρώνε τα φαγητά που άφησαν οι κλέφτες. Γύρισε το αφεντικό του σπιτιού, κατάλαβε τι είχε γίνει και είπε στα γέρικα ζώα. Σώσατε τα πράγματά μου, σώσατε και μένα, θα με σκοτώνανε οι κλέφτες αν γύριζα και ακόμα ήτανε εδώ. Λοιπόν φάτε πιείτε κι’ εγώ θα σας κρατήσω κοντά μου. Μόνος και γέρος είμαι και εγώ. Θέλετε; Ουού – ουού γκαρίζει ο γέρο γάιδαρος. Γαβ – γαβ, γαυγίζει ο γέρο σκύλος, νιάου – νιάου, νιαουρίζει ο γέρο γάτος, και τα γέρικα ζώα ζήσανε ευτυχισμένα μαζί με τον καλό άνθρωπο για πολλά πολλά χρόνια. Αλλά και εμείς ζούμε ακόμα καλύτερα τώρα που ξέρουμε πως τα γέρικα ζώα βρήκανε σπίτι και αφεντικό και περάσανε ευτυχισμένα τα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Αφιερωμένο στα παιδιά της Ελλάδος και όλου του κόσμου. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες.
Νικόλαος Σισκόπουλος
Μέλος Α’ ΚΑΠΗ