* Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
Και πάλι φέτος, αυτές τις μέρες της νεοελληνικής δόξας, στρέφουμε προς τα πίσω τα μάτια της ψυχής μας, στις ιερές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, εκεί, όπου φύτρωσε και βλάστησε η πατροπαράδοτη ελληνική αρετή, η αρετή της ελευθερίας. Στρέφουμε τη σκέψη μας στις πηγές του μαρτυρικού μεγαλείου της Ελλάδας και στους πρωταγωνιστές του, για να την ξεδιψάσουμε στα καθαρά τους νερά, στα νερά τα καθαγιασμένα από τη θυσία και τον πόνο και, για να αντλήσουμε ψυχική δύναμη και παρηγοριά. Είναι τυχεροί και ευτυχισμένοι εκείνοι οι άνθρωποι και οι λαοί, που έχουν την ευκαιρία να επιχειρούν αυτό το νεοερό ταξίδι προς τα πίσω.
Γιατί με τον τρόπο αυτό θυμούνται τους ένδοξους προγόνους και αποτίουν φόρο τιμής στους ήρωες, που έπεσαν για την ελευθερία της Πατρίδας. Στη σημερινή εποχή, που όλα μας σπρώχνουν σε κόσμους και συγκροτήματα με διαφορετική σκέψη και περιεχόμενο και με διαφορετικές επιδιώξεις, το αναβάπτισμά μας στις μεγάλες στιγμές των παλαιοτέρων και νεοτέρων πατέρων μας, είναι η κυριότερη δύναμη για την εμψύχωσή μας και την εθνική αναπτέρωσή μας. Είναι θετική και ακμαία δύναμη, που είναι αναγκαία όχι μόνο στις δύσκολες περιστάσεις της εθνικής μας ζωής, αλλά και στις ώρες της ειρηνικής δημιουργίας. Τα γεγονότα, που προκαλούν το γιορταστικό πνεύμα αυτών των ημερών, ανήκουν στο πολύ κοντινό παρελθόν. Μόλις 71 χρόνια πέρασαν από τότε. Από την ημέρα, δηλαδή, που οι Ιταλοί, νοσταλγοί του παλιού imberium romanum, ζήτησαν με πολλή αλαζονεία και λίγες λέξεις την υποταγή ενός λαού, που, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, γράφει τις λαμπρότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας. Την υποταγή ενός λαού, που διά μέσου των αιώνων υπήρξε η πνευματική «μάνα» όλων των πολιτισμένων λαών και, ιδιαίτερα, των ίδιων των Ιταλών εισβολέων. Η απόφση και η απάντηση προς τους θρασείς γειτόνους μας, ήταν κατά σταθερό λόγο, η σταθερή επανάληψη παρόμιων απαντήσεων της Πατρίδας μας. Ήταν απάντηση εμπνευσμένη από τα πεπρωμένα αυτού του τόπου και των ανθρώπων του. Απάντηση που συμφωνούμε απόλυτα προς το αγωνιστικό πνεύμα της φυλής μας και τις επιταγές της ιστορίας μας. Γιατί μοίρα ιστορική του Έλληνα είναι να αγωνίζεται. Και όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στην ειρήνη. Πιστή, λοιπόν, στην ιερή αυτή αποστολή, ανέλαβε η Ελλάδα, με την απάντησή της αυτή, ένα βαρύ έργο. Ανοιξε, εκείνη τη μέρα της 28ης Οκτωβρίου του ’40, την πόρτα του τρόμου και της αμφιβολίας. Εδειξε και πάλι με το απροσμέτρητο ψυχικό μεγαλείο της πως είναι συνεχίστρια της ιστορίας και των σκοπών της υπάρξεώς της. Χάραξε το δρόμο προς τα εμπρός με σκοπό όχι τη νίκη, με τη δόξα. Γιατί η 28η Οκτωβρίου του ’40 δεν είναι ένα περιορισμένο ελληνικό γεγονός. Είναι γεγονός παγκόσμιο. Γιατί παγκόσμιο πρέπει να είναι το γεγονός, που συνισταμένη του ήταν ο ξεσηκωμός ενός λαού, εναντίον της βίας, της οποίας αντικειμενικός σκοπός ήταν η υποταγή όλου του κόσμου.
Και – ευτυχώς για την ανθρωπότητα – όταν αντήχησε το προσκλητήριο νέων αγώνων «υπέρ βωμών και εστιών», τριάντα αιώνες ελληνικού μεγαλείου, τινάχτηκαν όρθιοι σε ένα αγέρωτο «παρών» και η φυλή όρμησε στο θρυλικότερο καλπασμό των αιώνων. Είναι η ελληνική ψυχή των μεγάλων και των ωραίων αποφάσεων για περιφρούρηση της Δικαιοσύνης και την προάσπιση της Ελευθερίας. Και νίκησαν οι Ελληνες. Νίκησαν, γιατί ακόμα και ετοιμοθάνατοι οι κάτοικοι των ιερών βράχων αυτής της γης νικούν. Και νικούν, γιατί πιστεύουν. Γεννιέται όμως ένα απλό ερώτημα. Υπάρχει, άραγε, σ’ όλο τον κόσμο άλλος λαός που επί 25 ολόκληρους αιώνες εκπληρώνει μια τέτοια αποστολή με γνώμονα το δίκαιο και την ελευθερία; Πραγματικά, από τα βάθη των αιώνων ένας διαρκής αγώνας, μια ιστορία γεμάτη θυσίες και αντιστάσεις κατά παντός υπονομευτή των ανθρώπινων αξιών είναι η ιστορία της πατρίδας μας. Αυτή όμως η ένδοξη πορεία των προγόνων μας, δημιουργεί και επιβάλλει σε μας τους νεότερους ανάλογες υποχρεώσεις.
Όμως εμείς οι νεοέλληνες κρατάμε απαρασάλευτα τις εντολές των πατέρων μας; Και προπαντός εκείνη την πιο υπέροχη εντολή, ότι αξίζει να έχει ζωή και ελευθερία μόνο εκείνος, που καθημερινά αγωνίζεται, να την κατακτήσει. Αυτή η λάμψη και αυτή η εντολή του έπους του ’40 δεν έσβησε. Παρέμεινε αθάνατη, άσβεστη σαν λαμπρό σύμβολο ενότητας και υψηλών ιδεών. Το μεγάλο εθνικό γεγονός, που ξαναγυρίζει με τη μνήμη του στο τέλος κάθε ελληνικού Οκτώβρη, δεν είναι μια απλή ιστορική επέτειος. Είναι και μένει πάντα μια δονούμενη βεβαίωση ζωής, αποτελεί μια πράξη από εκείνες τις προαιώνιες, που, καθώς ανακοινώνονται γύρω από τα προαιώνια ελληνικά ιδεώδη, κρατούν το ηρωικό ήθος αυτού του λαού αναλλοίωτο. Σήμερα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά προβάλλει επιτακτικό χρέος η αξιοποίηση των θυσιών εκείνων, που με τις θυσίες τους κληροδότησαν σε μας υπερήφανη και ελεύθερη την πατρίδα μας. Ας είμαστε μονιασμένοι κι αδελφωμένοι τόσο στις δύσκολες (σαν τις σημερινές) όσο και στις ειρηνικές στιγμές. Ας μη φανούμε ανάξιοι απόγονοι ενδόξων προγόνων εμείς οι νεότεροι Έλληνες. Έχοντας όλοι μας ως όπλο την αγάπη μας προς την Πατρίδα και την Ελευθερία συμβάλλουμε στη δημιουργία της νεότερης Ελλάδας. Της Ελλάδας, που σίγουρα δεν έχει να ζηλέψει τίποτε απ’ το παρελθόν. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε τη σημασία των στίχων του ποιητή για την πατρίδα μας:
«Δεν χάθηκες κι ούτε θα χαθείς.
Κι ας τολμούν, ας έλθουν Σλάβοι ή Λατίνοι
Κάστρο δεν είσαι, για να πατηθείς.
Είσαι το φώς, Ελλάδα, που δεν σβήνει».
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου του ’40!
Ζήτω η Ελλάδα μας!